Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Αστικό ελάφι – Μαρία Κουλούρη




 

Τίτλος: Αστικό ελάφι

Συγγραφέας: Μαρία Κουλούρη

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Μελάνι

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 48

 

Απόσπασμα από τη σελίδα 42 του βιβλίου

 

ΣΤΗΝ ΕΚΠΝΟΗ

Οι πόλεις κάποτε τελειώνουν

Το ίδιο και η θλίψη

Κανείς δεν μένει για πάντα σιωπηλός

Θα έπρεπε να φέρω έναν

εδώ μπροστά σας

Κάποιον που σαγηνεύτηκε

από τον τρόμο

κι όμως διέσχισε όλους τους δρόμους

χωρίς ποτέ να μάθει ποιος

ήταν ο σωστός

 

Δεν έχει νόημα

Ακόμα και το τέλος φαντάζει δύσκολο

 

Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο

Ίσως βρεθεί και γι’ αυτόν λίγο νερό


Αστικό ελάφι – Μαρία Κουλούρη

 

Η Μαρία Κουλούρη έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, το Μουσείο άδειο (2013), το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο «Γιάννη Βαρβέρη» Πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή  της Εταιρίας  Ελλήνων Συγγραφέων, τα Ρολόγια και χτύποι (2015) που απέσπασε το βραβείο «Σωτηρίου Ματράγκα» της Ακαδημίας Αθηνών, τα Καθημερινά κρεβάτια (2017) και το Αστικό ελάφι (2021) που είναι το τελευταίο της βιβλίο. Επίσης, ανθολογία ποιημάτων της έχει εκδοθεί στο Παρίσι με τίτλο Lits quotidiens (2018) από τις εκδόσεις Le miel des anges.

Το Αστικό ελάφι αποτελείται από 34 ποιήματα τα οποία σχηματίζουν μια σπονδυλωτή ενότητα. Κάθε ποίημα εκτείνεται στο εύρος της μίας σελίδας. Αυτή η επιλογή της ποιήτριας ίσως δικαιολογείται από τον ισχυρισμό της σε συνέντευξη ότι τα μεμονωμένα ποιήματα αντιστοιχούν ευκολότερα στον κατακερματισμό που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Πράγματι μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου αποδίδεται πιο λειτουργικά η πληθυντική και κατακερματισμένη ζωή που βιώνει κανείς στην πόλη.  Η δόμηση του βιβλίου είναι πολύ προσεγμένη και βοηθά το βιβλίο να έχει ροή και ενδιαφέρον. Το πρώτο ποίημα με τίτλο Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού ορίζει τον δημόσιο χώρο ως τόπο και χρόνο του βιβλίου. Ορίζει τον σχεδιασμό του βιβλίου ως χωροταξικό σχεδιασμό όπου τα ποιήματα συγκροτούν μια φανταστική πόλη, μια σύγχρονη μητρόπολη. Στη συνέχεια, η πόλη συνδέεται με τον έρωτα, ενώ κέντρο του βιβλίου είναι η ανακατάληψη της πόλης από τους ανθρώπους, η επανάσταση της αγάπης, η εξέγερση της ανθρωπιάς. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ο χρόνος, η μνήμη και η φθορά κλείνουν τη θεματική της πόλης. Το τελευταίο ποίημα με τίτλο Στην εκπνοή κλείνει το βιβλίο με την ελπίδα ο ποιητικός σπόρος που φύτεψε η ποιήτρια να βρει ανταπόκριση σε μια μελλοντική κοινωνία όπου ο άνθρωπος θα συνυπάρχει με τη φύση πιο αρμονικά.

 Ο τίτλος του βιβλίου, Αστικό ελάφι, προοιωνίζει τη βασική θεματολογία των ποιημάτων που είναι το αστικό φαινόμενο. Την εντύπωση αυτή επιτείνει το εξώφυλλο του βιβλίου το οποίο αναπαριστά κεραίες πάνω σε ταράτσες σπιτιών. Οι κεραίες συνδέονται με την αίσθηση αποξένωσης αλλά και με το αίτημα ελευθερίας και επιστροφής στη φύση που ίσως συμβολίζει ο ουρανός ο οποίος καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της φωτογραφίας. Η ποιήτρια στην αρχή του βιβλίου της, αναφέρει ότι τα ποιήματα αφιερώνονται στις ασήμαντες πόλεις, τις οποίες στο ποίημα της, Μετόπες, ορίζει ως τις πόλεις του νότου. Το βιβλίο ανατέμνει το αστικό φαινόμενο όπως παρουσιάζεται στις χώρες του μεσογειακού νότου, οι οποίες δεν παρουσιάζουν ίσως την οικονομική ευμάρεια του ευρωπαϊκού βορρά και βιώνουν την παγκόσμια κρίση βαθύτερα.

Το βιβλίο της Κουλούρη αποτελεί εκδίπλωση ενός αστικού χάρτη (Ευτυχώς όλα διφορούμενα στους χάρτες, Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού και Είσαι εσύ ή μια κουκίδα στο χάρτη ρωτάω, Παρώνυμο) στον οποίο καλείται να περιπλανηθεί ο αόρατος οδοιπόρος αναγνώστης ανακαλύπτοντας δρόμους, συνδέσεις και νοητικές διαδρομές. Η απεικόνιση της πόλης μέσα από τα ποιήματα δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη. Η ποιήτρια επιχειρεί μέσα από πολλαπλές οπτικές να φωτίσει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση. Άλλοτε η πόλη παρουσιάζεται ως δυστοπική επιφάνεια που μειώνει το εύρος των ανθρώπινων σχέσεων, άλλοτε τονίζεται η ανάγκη ανατροπής αυτής της κατάστασης και άλλοτε η πόλη παρουσιάζεται σαν ένας συμβιωτικός οργανισμός που συνυπάρχει αδιατάραχτα με τη φύση.

Αρχικά, θα αναλυθεί ο κυρίως δυστοπικός χαρακτήρας της πόλης. Διάφοροι τίτλοι ποιημάτων από το Αστικό ελάφι όπως η Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού, η Αστικοποίηση, οι Μετόπες, η Αποδοχή έργου, δηλώνουν μια αντίληψη της πόλης ως τόπου ορθολογικού σχεδιασμού, ως αντικείμενο της αρχιτεκτονικής και των πολιτικών μηχανικών, ως χώρου που ορίζεται μέσα από μια στεγνή, τεχνική γλώσσα που ίσως δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συναισθήματα και κοινωνικές σχέσεις.

Η πόλη περιγράφεται ως αυτοσχέδια περιοχή (Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού), υποδεικνύοντας ίσως την απροσχεδίαστη και άναρχη οικιστική ανάπτυξη από τη μια και ίσως  από την άλλη την αυθόρμητη ποιητική έμπνευση που δεν υπόκειται πάντα σε κανόνες. Οι «ασήμαντες πόλεις του νότου» (Μετόπες) ίσως είναι οι πόλεις που περνούν ασήμαντες δηλαδή απαρατήρητες, ίσως εξαιτίας της εξαθλίωσης και της οικονομικής κρίσης. Η πόλη συχνά γίνεται αρένα ωμής βίας (εκεί στην πόλη που μαζί ακονίσαμε τις λάμες μας, Νέοι στόχοι). Η πόλη στα ποιήματα είναι συχνά πεδίο πολέμων πραγματικών και συμβολικών, αποδίδοντας έτσι τόσο την θραυσματική εμπειρία της αστικής ζωής όσο και τον συχνά δυστοπικό χαρακτήρα της (σε μια πόλη με άθικτα κτίρια για να’ χουν οι όλμοι κάπου να πέσουν, Μεσοπόλεμος). Η πόλη γίνεται αντικείμενο κατοχής αφήνοντας σκοτεινούς υπαινιγμούς (Η πόλη σου ανήκει, Της άβυσσος). Τέλος, η πόλη ταυτίζεται κάποιες φορές με τη θλίψη και η ποιήτρια τονίζει ότι το τέλος της πόλης- θλίψης δεν είναι μακριά (Οι πόλεις κάποτε τελειώνουν το ίδιο και η θλίψη, Στην εκπνοή).

Μια άλλη εκδοχή της πόλης είναι αυτή της πόλη ως χώρος επανάστασης που καθοδηγείται από επιθυμία ανατροπής της υπάρχουσας δυστοπίας. Η πόλη ως πεδίο ψυχρών, υπολογιστικών σχέσεων και ως πεδίο καταπίεσης οδηγεί την ποιήτρια να επικαλεστεί την ανάγκη μιας εξέγερσης, μιας κατάληψης της πόλης στο όνομα της αγάπης και της ανθρωπιάς (Με όση αγάπη απόμεινε στις τσέπες ας καταλύσουμε την πόλη, Μικρή παραίνεση). Η πόλη δεν είναι για την ποιήτρια κάτι παγιωμένο αλλά δυναμικό, που προσφέρει τρόπους, επιλογές, δυνατότητες (Μια πόλη προτείνει τρόπους, Ουτοπίες) που μπορούν να αντιταχθούν στο κλίμα αδιαφορίας και παθητικότητας που διακατέχει τα υποκείμενα των σύγχρονων μητροπόλεων. 

Μία τρίτη συνιστώσα της πόλης είναι αυτή της ουτοπίας, όπου η φύση και η πόλη συνυπάρχουν αρμονικά και αδιατάραχτα. Οι οικολογικές διαστάσεις μιας τέτοιας προσέγγισης είναι διάχυτες στο Αστικό ελάφι και θα επιδιώξουμε να τις αναλύσουμε στη συνέχεια. Για την ποιήτρια τίθεται πάντα ως ερώτημα η δυνατότητα συνύπαρξης της φύσης μέσα σε ένα τεχνητό οικοσύστημα όπως η πόλη  «Δεν ρώτησες αν η φύση χωράει στην πόλη που κατοικείς» (Κλιματική αλλαγή). Η πόλη δεν είναι για την Κουλούρη αποκλειστικά χώρος ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά μπορεί να συνυπάρξει ομαλά με τη φύση (Κι αν τύχει στην πόλη να τρέχει ένα ποτάμι, Αστικοποίηση). Κάποιες φορές η πόλη επιτρέπει την ανάδυση του φευγαλέου, της έκπληξης, της επιστροφής στη φύση (Αυτή την εποχή στην πόλη  ένα ελάφι επιστρέφει (Αστικό ελάφι). Πολλές φορές η μεταμόρφωση της πόλης δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω μιας επανάστασης ή εξέγερσης αλλά μέσα από τη μεταμορφωτική ματιά των υποκειμένων. Το σκοτάδι και η νύχτα μπορούν να χαρίζουν στο βλέμμα αυτή την εναλλακτική όραση που μεταμορφώνει την πόλη.  Η εικόνα της πόλης τη νύχτα αλλάζει αιφνίδια. Φανερώνονται πράγματα που δεν μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει προηγουμένως, ανατρέποντας την αντίληψη της πόλης ως χώρου πολύβουης κίνησης. Η νύχτα επιτρέπει στους ανθρώπους να παρατηρήσουν τη φύση, τον νυχτερινό ουρανό  (Υπάρχει μια πόλη κάθε νύχτα υποχωρεί, Ο ουρανός πάνω) ή το φεγγάρι (Ουράνια σώματα). Η πόλη κάποιες φορές αποτελεί το σκηνικό περιπλάνησης ενός ερωτευμένου που νιώθει ότι χάνει τον εαυτό του και αφήνει κάτι από τον εαυτό του στους δρόμους που κινείται σκεπτόμενος το αντικείμενο του πόθου του (Παραδομένος στο λίκνισμα του δρόμου άφηνε τα μέλη του ενέχυρο στην πόλη, Ο ερωτευμένος).

Μέσα σε αυτή την πόλη που λειτουργεί τόσο ως κεντρικό θέμα του βιβλίου όσο και ως φόντο για να εκδιπλωθούν και άλλοι άξονες του βιβλίου, δημιουργείται μια σύνθετη χαρτογράφηση από δρόμους, σπίτια και πλατείες επιτρέποντας να αποκαλυφθούν με περισσότερες λεπτομέρειες οι σχέσεις των ανθρώπων με την πόλη αλλά και μεταξύ τους.

Οι δρόμοι της πόλεις χαρακτηρίζονται ως απέραντοι (Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού) στις διαθέσεις των οποίων αφήνεται ο ερωτευμένος (Παραδομένος στο λίκνισμα του δρόμου, Ο ερωτευμένος και Θα πάρω βγαίνοντας στους δρόμους τα λάφυρα του έρωτα, Παρώνυμο). Επίσης, ο δρόμος γίνεται σύμβολο ερωτικού πόθου (Σε φαντάζομαι γυναίκα να μοιράζεις μήλα κι έρχομαι από μακριά μ’ όλη την πείνα του δρόμου, Εδώδιμη). Ο δρόμος γίνεται σημείο τυχαίας συνάντησης (Θα μπορούσα ακόμα και να φαντάζομαι μια τυχαία συνάντησή μας στη στροφή του δρόμου μετά από χρόνια, Νέοι στόχοι). Με αυτόν τον στίχο η ποιήτρια εισάγει την έννοια του απρόβλεπτου, του τυχαίου και του αβέβαιου. Ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποιον θα συναντήσουμε στον δρόμο και με τι συνέπειες. Μαζί με το αστικό ελάφι που επιστρέφει στην πόλη, η τυχαία συνάντηση στη στροφή του δρόμου γίνεται σύμβολο ελευθερίας, η οποία συνδέεται με το σπάσιμο της αιτιότητας και την απώλεια κάθε δυνατότητας πρόβλεψης. Οι δαιδαλώδεις δρόμοι επιτρέπουν στους ανθρώπους να κάνουν άλλες επιλογές στη ζωή τους και να αλλάξουν, να είναι σαν «γεννημένοι ξανά» (Ανεπιστρεπτί) ή να επιλέξουν να δοκιμάσουν όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται χωρίς τελικά να οδηγηθούν σε μια βέβαιη κρίση για το σωστό της επιλογής (Κάποιον που σαγηνεύτηκε από τον τρόμο κι όμως διέσχισε όλους τους δρόμους χωρίς να μάθει ποιος ήταν ο σωστός, Στην εκπνοή).  Οι δρόμοι γίνονται πεδία διεκδίκησης ισότητας και ελευθερίας, τόποι διατράνωσης της ανθρωπιάς, χώροι γιορτής και συλλογικής χαράς (Όλοι στους δρόμους, Μικρή παραίνεση και Έτσι εμείς μπορούμε να κάνουμε γιορτές στους δρόμους που χάραξε η εξέγερση, Ουτοπίες), που απειλείται από τη βουβή και συναισθηματικά νεκρή πόλη (για να ‘χουν οι όλμοι κάπου να πέσουν αφού δε γίνεται τόσοι δρόμοι άδειοι, Μεσοπόλεμος και Ο θάνατος του έλειπε πριν στους άδειους δρόμους περπατήσει, Αστικό ελάφι). Ο δρόμος είναι τόπος ελευθερίας, έκφρασης, άρθρωσης φωνής, διάχυσης φωτός (Αν το μπορείς γίνε ο κάτοικος φωνή ξημέρωμα στο δρόμο, Της άβυσσος).

Εκτός από τις αναφορές στους δρόμους της μητρόπολης, η Κουλούρη αναφέρεται και στα σπίτια της. Κάποιες φορές τα σπίτια είναι εγκαταλειμμένα ή έχουν πέσει (ένα σπίτι σωριάζεται ολομόναχο, Μεσοπόλεμος και Κόσμημα τοίχου ετοιμόρροπης εστίας, Εύφημος μνεία) δείχνοντας ότι μαζί με την οικιστική ανάπτυξη υπάρχει ταυτόχρονα και η εγκατάλειψη περιοχών, η αποβιομηχάνιση, η ερήμωση γειτονιών, η δημιουργία κτιρίων νεκροταφείων. Τα σπίτια είναι πηγή ζωής και θαλπωρής  αλλά ταυτόχρονα και σύμβολο απομόνωσης και μοναξιάς (Κοιτάζοντας  τις πόρτες τα παράθυρα τους τσιμεντένιους τοίχους τα φώτα των σπιτιών, Παγκόσμια μοναξιά). Το σπίτι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να εξασφαλίσει κάποιος την επιβίωσή του, γεγονός που δεν είναι πάντα αυτονόητο στους ξεριζωμένους πρόσφυγες, μετανάστες ή κάθε λογής ανέστιους. Το σπίτι μπορεί να γίνει αφορμή μοιράσματος και συνύπαρξης με τον Άλλο (Πάντα ήθελα ένα σπίτι. Μισό δικό μου το άλλο μισό να το αφήνω στα πουλιά τις μέρες τις ζεστές, Μέρες μικρές).

Αφού αναλύσαμε τις πολλαπλές οπτικές της πόλης, των δρόμων και των σπιτιών όπως αναπτύσσονται στο Αστικό ελάφι θα προχωρήσουμε στην ανάλυση της έννοιας της φύσης. Οι αναφορές στη φύση αφορούν στα ουράνια φαινόμενα ή αντικείμενα, στα υδάτινα οικοσυστήματα, στη χλωρίδα και την πανίδα, στο φως και στο χώμα. Πολλαπλές αναφορές υπάρχουν για τον ουρανό (Χαιρετισμός και Ο ουρανός πάνω) και τα ουράνια σώματα όπως το φεγγάρι (Ουράνια σώματα,  Φυσική ιστορία και Duende) και τον ήλιο (Ουτοπίες και Φυσική ιστορία). Η Κουλούρη σε συνέντευξή της αναφέρει πόσο θαυμάζει την επαναληπτική λειτουργία της ανατολής και της δύσης του ήλιου. Η σταθερότητα των φυσικών φαινομένων προσφέρει αίσθημα ηρεμίας στον άνθρωπο. Η απομάκρυνση του ανθρώπου των πόλεων από τη σοφία και την ιεροτελεστία της φύσης δημιουργεί τις νευρώσεις σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με την ποιήτρια. Το υγρό στοιχείο επίσης κατέχει βασικό ρόλο στην πόλη που περιγράφει η Κουλούρη. Περιγράφεται η βροχή (Μια εποχή και Χαιρετισμός), το ποτάμι (Duende και Της άβυσσος), η θάλασσα (Ανεπιστρεπτί), το νερό και η ανυδρία (Της άβυσσος, Φωτοσύνθεση, Στην εκπνοή). Επίσης, υπάρχουν αρκετές αναφορές στην πανίδα όπως ελάφια (Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού και Αστικός ελάφι), ερίφια (Ο ουρανός πάνω), πουλιά (Ο ουρανός πάνω και Εύφημος μνεία). Πλούσιες είναι και οι αναφορές στη χλωρίδα. Συγκεκριμένα αναφέρονται κλαδιά (Παγκόσμια μοναξιά), δάση και δροσιές (Το παράδοξο με τη σκιά), δέντρα και φύλλα (Μέρες μικρές), φύλλα από πλατάνια και δέντρα του νερού(Αστικοποίηση και Μια εποχή), ολάνθιστοι κήποι (Φθορά), γαρίφαλα (Επίγνωση), χορτάρι (Φυσική ιστορία), λουλούδια, πέταλα και φλούδες φυτών (Φωτοσύνθεση), δέντρα χωρίς ρίζες και κορμοί δέντρων (Duende), καρποί (Εδώδιμη), φρούτα (Νέοι στόχοι), πορτοκάλια (Νέοι στόχοι) και σπόροι (Στην εκπνοή).

 Επίσης, πολλαπλές είναι οι αναφορές σε βασικά στοιχεία ενός οικοσυστήματος όπως το φως και το χώμα. Το φως ξαπλώνει στα κτίρια (Αστικοποίηση), τρυπάει τις κουρτίνες, χάνεται αργά όπως τα τρένα και διαδέχεται το σκοτάδι (Ο ουρανός πάνω), πνίγει τα δάκρυα (Duende) και αναπνέει στη φλούδα του φυτού (Φωτοσύνθεση). Το χώμα είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη γη (Παγκόσμια μοναξιά) ενώ η ποιήτρια δηλώνει πίστη στο νοτισμένο χώμα και στο πράσινο χρώμα που με τόσο θάρρος ξεθωριάζει (Μέρες μικρές), μετατρέποντάς το σε σύμβολο φθοράς και θανάτου αλλά και αναγέννησης (Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο (Στην εκπνοή). Επίσης, αναφορές στη φύση συναντούμε σε κάποιους τίτλους ποιημάτων όπως Εδώδιμη, Κλιματική αλλαγή, Αστικό ελάφι, Φυσική ιστορία και Φωτοσύνθεση. Η φύση, σύμφωνα με την ποιήτρια, μέσα από την περιπλοκότητά της  εμπεριέχει την έννοια της οικονομίας και της απλότητας, χαρακτηριστικά που προσδίδουν σοφία τόσο σε ανθρώπους όσο και στα φυσικά φαινόμενα.

Οι αναφορές της ποιήτριας στη φύση άλλοτε γίνονται αντιθετικά ως προς τον αστικό ιστό, και την αίσθηση αποξένωσης και εγκατάλειψης που αυτός προκαλεί ενώ άλλες φορές η φύση συνυπάρχει με την πόλη αρμονικά και αδιατάραχτα θυμίζοντας την πρωτεύουσα της Ουτοπίας του Τόμας Μορ, Amaurotum. Στην Amaurotum η φύση παίζει κεντρικό ρόλο στη δόμηση της πόλης. Κυρίαρχο στοιχείο είναι το νερό καθώς και η σχέση μεταξύ υδάτινων δρόμων, ποταμών, ωκεανών, ρυακιών, πηγών και του σκελετού της πόλης. Οι δρόμοι στην πρωτεύουσα της Ουτοπίας είναι ευρύχωροι και τα σπίτια γερά και ομοιόμορφα. Κάθε σπίτι διαθέτει κήπο γεμάτο με κλήματα, φρούτα, βότανα και λουλούδια. Η Κουλούρη, χωρίς να υιοθετεί πλήρως την φαντασίωση της Ουτοπίας του Τόμας Μορ, θέτει το οικολογικό ζήτημα στη βάση του ως επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και επανασχεδιασμού των πόλεων με βάση ένα βιώσιμο μοντέλο που θα σέβεται το φυσικό οικοσύστημα.

Πέρα από το δίπολο πόλη-φύση που αποτελεί κεντρικό θέμα του βιβλίου, σημαντική θέση κατέχουν και οι αναφορές στο ανθρώπινο σώμα. Τα μέλη του ανθρώπινου σώματος που αναφέρονται στα ποιήματα εντυπωσιάζουν με τη συχνότητά που συναντώνται.  Συγκεκριμένα υπάρχουν αναφορές για μάτια (Αστικοποίηση,  Παρώνυμο, Κλιματική αλλαγή, Το παράδοξο με τη σκιά), δέρμα και κρόταφο (Μετόπες), δόντια (Ανάλγητη στο φως, Εμφανής κατεύθυνση), κορμό και πλευρό (Παρώνυμο), κεφάλι (Ο ερωτευμένος, Κλιματική αλλαγή, Αστικό ελάφι), πόδια(Κλιματική αλλαγή, Ανάλγητη στο φως, Μετά το τέλος), πέλμα (Ανάλγητη στο φως, Εμφανής κατεύθυνση), σάρκα (Νέοι στόχοι, Το παράδοξο με τη σκιά), χείλη (Μετόπες, Αποδοχή έργου), στόματα (Μικρή παραίνεση, Καθαρό βάρος), μέτωπο (Το παράδοξο με τη σκιά), γλουτούς (Το παράδοξο με τη σκιά), δάχτυλα (Μια εποχή), χέρια (Μεσοπόλεμος), αρθρώσεις (Φθορά), οστά και λαρύγγι (Της άβυσσος), πλάτη (Φθορά), μαλλιά (Παρώνυμο) και σώμα (Κλιματική αλλαγή, Μια περίπτωση ύπαρξης, Παγκόσμια μοναξιά, Μετά το τέλος, Φωτοσύνθεση). Το ανθρώπινο σώμα είναι σημείο αναφοράς στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου. Η υλικότητα της πραγματικότητας στην ποίηση της Κουλούρη δεν αγγίζει μόνο τα κτίρια και τη φύση αλλά θέτει σε πρώτο πλάνο και το σώμα με τις αισθήσεις του. Το ανθρώπινο υποκείμενο ως κάτοικος της πόλης, είναι ένα ενσώματο υποκείμενο που γερνά, ερωτεύεται, νιώθει τη φθορά του χρόνου, αναζητά την ηρεμία της φύσης ή βιώνει τη μοναξιά και την αποξένωση. Η Κουλούρη μιλά για την πόλη και τη φύση για να μιλήσει τελικά για τον άνθρωπο.

Ο έρωτας και το πέρασμα του χρόνου είναι δύο μοτίβα που κυριαρχούν στην ποίηση της Κουλούρη. Μερικά ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα είναι Τα ουράνια σώματα, Το παρώνυμο, Ο ερωτευμένος, η Εδώδιμη και η Κλιματική αλλαγή. Στα ερωτικά ποιήματα του βιβλίου αναδεικνύεται ο ρομαντισμός (Τα ουράνια σώματα) και το πάθος που βιώνει ο ερωτευμένος (Ο ερωτευμένος)  αλλά και οι πιο σκληρές πλευρές του που εξαντλούν ψυχικά πολλές φορές τις γυναίκες δίνοντας έναν αγωνιστικό τόνο σχετικά με το γυναικείο ζήτημα και τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος (Φώναξες μόνο: επιτέλους μαζί και τότε ξεκίνησε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αλόγιστη χρήση των φυσικών μου πόρων, Κλιματική αλλαγή). Επίσης, ο έρωτας εμφανίζεται ως μια ασυνείδητη επιθυμία καταβρόχθισης του Άλλου και αφομοίωσής του (Τα φύλλα με τυλίγουν κυρίως όμως οι καρποί όταν σε κόβω στα δύο μισή στα δόντια μου η υπόλοιπη στο πιάτο, Εδώδιμη). Πέρα από τις αναφορές του βιβλίου στον έρωτα, αρκετές είναι οι αναφορές στην φθοροποιό επίδραση του χρόνου πάνω στο σώμα όπως το Ανάλγητη στο φως, Το παράδοξο με τη σκιά, Μια εποχή, Παγκόσμια μοναξιά, Μετά το τέλος, Εύφημος μνεία (αναφορά στη λειτουργία της μνήμης), Μέρες μικρές (πίστη στη φθορά), Φθορά, Φυσική ιστορία (ασημαντότητα του ανθρώπου και πρόσκαιρος χαρακτήρας της ύπαρξης) και Χαιρετισμός (συγκινητική αναφορά στον θάνατο του πατέρα της ποιήτριας). Το σώμα φθίνει σταδιακά, γερνάει και καταλήγει στο χώμα. Η ζωή είναι η ιστορία της φθοράς του σώματος που αναδεικνύεται σε φυσική νομοτέλεια.

Το βιβλίο της Κουλούρη εξερευνά τη σχέση πόλης και φύσης αλλά και τη σχέση των ανθρώπων μέσα από αυτό το δίπολο. Η πόλη μετατρέπεται σε πεδίο περιπλάνησης, εξέγερσης, μνήμης αλλά και δυστυχίας, απομόνωσης και αλλοτρίωσης. Η δυστοπία συνυπάρχει με την ουτοπία, η φαντασίωση της αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση περιγράφεται ταυτόχρονα με κατάληψη του χώρου από το μπετόν και τις οικοδομές. Η Κουλούρη μας καλεί σε αυτό το ποιητικό και οικολογικό μανιφέστο  που είναι το βιβλίο της να παλέψουμε για ένα μέλλον που ο άνθρωπος θα σέβεται τη φύση και θα διδάσκεται από τη σοφία της. Μας παρακινεί μέσα από τη γραφή της να παρατηρήσουμε τη φύση, τους ρυθμούς της, τις αδιόρατες κινήσεις της και να παραδειγματιστούμε από την απλότητα και την οικονομία της λειτουργίας της. Επίσης, η Κουλούρη θέλει να μιλήσει για το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο που έχει σώμα, υλικότητα και φωνή. Η ποιήτρια μας μιλά μέσα από τα ποιήματά της για το σώμα που φθείρεται αλλά και ποθεί, το σώμα που μεταμορφώνεται σε  μικρογραφία της πόλης και αποτύπωμα της φύσης. Η ελπίδα που σπέρνει η ποιήτρια με αυτό το βιβλίο της είναι να αφήσουμε το απρόβλεπτο της φύσης να εισβάλει στη ζωή μας ως ταραχοποιό πνεύμα ελευθερίας που μας ταρακουνά από τις βεβαιότητές μας και μας χαρίζει βαθμούς ελευθερίας. Όσης, τουλάχιστον, αντέχουμε.

 Δούρβας Α.