Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Bildungsroman- Άκης Παπαντώνης


Τίτλος: Bildungsroman

Συγγραφέας: Άκης Παπαντώνης

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Κίχλη

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 72

 

Απόσπασμα από τη σελίδα 44 του βιβλίου

 

ὀρνιθολογία, 2009

                              ⦿

παρκαρισμένος μπροστὰ στὸ κοιμητήριο

στὴν ἀνηφόρα, ὁ ἥλιος κόντρα

τὸ βεντιλατὲρ ἀκόμα βουίζει

στὸν ὁρίζοντα οἱ παλιὲς σταφιδαποθῆκες

στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ

ἀκροβατεῖ τεράστια

μιὰ ἀστραφτερὴ κουρούνα

τσιμπάει ἀπ’ τὴν παλάμη μου σπόρια

δὲν τρομάζω

τ’ ἀφήνω νὰ πέσουν

λίγα λίγα στὸ χῶμα

νὰ κατέβει

νὰ συνεχίσει ἐκεῖ

νὰ ξεσκάψει τὸ οἰκογενειακὸ μνῆμα

νὰ ἀνασάνουν

            –ἐπιτέλους–

τὰ ἀναπαυμένα κόκαλα

ὅλων ὅσων

τὰ ὀνόματα κουβαλάω



Bildungsroman- Άκης Παπαντώνης

 

Ο Άκης Παπαντώνης έχει εκδώσει τη νουβέλα Καρυότυπο (2014), η οποία έλαβε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης και το μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές (2019). Επίσης έχει μεταφράσει Το βουνό των πελαργών (2018) και το Ανατολικά της δύσης (2016) του Μιροσλάβ Πένκοφ. Τέλος, έχει ανθολογήσει και μεταφράσει ποιήματα του Ρέυμοντ Κάρβερ με τίτλο Εκεί που είχαν ζήσει (2020). Μέχρι τώρα όπως φαίνεται από τα βιβλία που παραθέσαμε, ο συγγραφέας είναι γνωστός για την ενασχόλησή του με την πεζογραφία αλλά και το μεταφραστικό του έργο.

Το bildungsroman αποτελεί το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Άκη Παπαντώνη και περιλαμβάνει 34 ποιήματα τα οποία συνθέτουν μια σπονδυλωτή ιστορία σε επιμέρους σκηνές. Πριν προχωρήσει κανείς στην ανάλυση του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί στην έννοια του bildungsroman. Σύμφωνα με το λεξικό λογοτεχνικών όρων του Abrams οι όροι Bildungsroman και Erziehungsroman είναι γερμανικοί όροι που σημαίνουν «μυθιστόρημα διάπλασης» ή «μυθιστόρημα μαθητείας». Σύμφωνα με τον Abrams το θέμα του Bildungsroman είναι η διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, καθώς μέσα από διάφορες εμπειρίες περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα. Η επιλογή ενός ποιητικού βιβλίου ως μυθιστορήματος μαθητείας δείχνει τη συνειδητή επιλογή του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα βιβλίο που κινείται στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας, ένα υβριδικό κείμενο όπου άλλοτε κυριαρχεί η ποιητική πύκνωση και άλλοτε η αφηγηματική πλοκή.

Ο διάλογος του Παπαντώνη μέσα από το βιβλίο του με τα ποιήματα του γνωστού κυρίως ως πεζογράφου Ρέυμοντ Κάρβερ είναι εμφανής. Η μεταφραστική εργασία του Παπαντώνη πάνω στο ποιητικό έργο του Κάρβερ δείχνει με πόσο γόνιμο τρόπο επηρέασε την ποιητική του φωνή στο Bildungsroman. Η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας, η ύπαρξη πλοκής, οι συχνές αυτοβιογραφικές αναφορές, οι εναλλαγές χώρου και χρόνου και η ρεαλιστική γλώσσα αποτελούν μερικά από τα κοινά στοιχεία που συνθέτουν την ποιητική του Κάρβερ και του Παπαντώνη. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για απλή μίμηση, παρά μόνο για ευτυχή συνάντηση του ποιητικού λόγου του Παπαντώνη με την ποίηση του Κάρβερ.

Μία από τις διαφορές που έχει επισημάνει ο ίδιος ο Παπαντώνης σε συνέντευξή του είναι ότι ο βηματισμός των ποιημάτων του δεν είναι «καρβερικός». Επίσης, μια σημαντική διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης απολύτως συνειδητά επιδιώκει να συνθέσει την προσωπική μνήμη με τη συλλογική αφήγηση, ενώ ο Κάρβερ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπική ιστορία των ηρώων του. Μια ακόμη διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης εστιάζει σε αστικούς χώρους ενώ ο Κάρβερ φαίνεται να περιγράφει κυρίως την ύπαιθρο με μια νοσταλγική διάθεση κάποιες φορές.  Τέλος, μια σημαντική διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης κρατάει μια συναισθηματική απόσταση από το κείμενό του, επιτρέποντάς του να προσεγγίσει χειρουργικά το γεγονός ως συλλογικό, ενώ το ύφος του Κάρβερ είναι περισσότερο συναισθηματικό και εξομολογητικό.

Το Bildungsroman  έχει  διπλό στόχο, από τη μια να περιγράψει την πορεία του ήρωα του βιβλίου, που εν πολλοίς ταυτίζεται με τον ποιητή, από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωση και από την άλλη να λειτουργήσει ως συλλογική αυτοβιογραφία μιας γενιάς. Σε πρώτο επίπεδο στο βιβλίο εκτυλίσσεται η προσωπική ιστορία του ήρωα μέσα από μια γραμμική αφήγηση όπου σε σχεδόν κάθε ποίημα ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της αφήγησης. Ο αναγνώστης μαθαίνει για τη γέννηση του ήρωα (Προσωπική Χιροσίμα, 1978) την ύπαρξη μιας αδελφής (Η αδελφή του Κάιν, 1981), το τραύμα του χωρισμού των γονιών (Λούμπιτελ, 1988), την προεφηβεία (Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991), τον στρατό (Περί πάτρης, 1994), τις ερωτικές εμπειρίες (Modes demploi, 1997) αλλά και τις απογοητεύσεις (Θήρα(μα), 1995),  τον θάνατο της μητέρας (Άχραντο μυστήριο, 2000), την ασθένεια του πατέρα (Ζώνη στάθμευσης, 2002), τη μετανάστευση (Τέρμιναλ 5, 2007, 19 Α, 2011 και Strassenbahn 18, 2013), τον θάνατο του παππού (Κουμκάν, 2016),  την γέννηση ενός παιδιού (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), το γήρας και τον θάνατο του πατέρα (Κιρκάδιο ρυθμός, 2017 και Θεία κοινωνία, 2018).

Μέσα από την αφήγηση του προσωπικού χρόνου, ο Παπαντώνης καταφέρνει να εκθέσει και να αναλύσει τις συχνά περίπλοκες αλλά και τραυματικές σχέσεις που διέπουν την ελληνική οικογένεια. Πολλαπλές είναι οι αναφορές στο πρόσωπο του πατέρα και της μητέρας ενώ δε λείπουν και οι αναφορές στην αδελφή, στον παππού, τη γιαγιά και τον θείο. Ο πατέρας εμφανίζεται ως αυτός που εργάζεται για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια (ο πατέρας στα ψεκαστικά στη σπάρτη για τη σεζόν, Η αδελφή του Κάιν, 1981), συχνά κοιμάται αποκαμωμένος ίσως από την εργασία (- στις τρεις ακριβώς, αφού πέσει για ύπνο ο πατέρας-, Ζακ Υβ Κουστώ, 1985), ενώ επιτρέπει στον εαυτό του ελάχιστη ψυχαγωγία (τραγουδάμε οι τρεις, ο πατέρας σφυρίζει φάλτσα, Euplagia quadripunctuaria, 1987). Επίσης, ο χωρισμός των γονιών και η απομάκρυνση του πατέρα είναι αυτή που δημιουργεί σκληρά συναισθήματα μέσα στην οικογένεια (ούτε η μικρή ούτε η μαμά ούτε ο ακριβοδίκαιος φακός της μηχανής θα καταφέρουμε ποτέ να σε δούμε, Λούμπιτελ, 1988) και στις παιδικές ψυχές (και στην πλατεία φωνές παιδιών που τους μάθαινε ποδήλατο ο μπαμπάς, Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991). Ο πατέρας αποτελεί πρότυπο για τον γιο παρά το ότι δεν επικοινωνούν πλήρως μεταξύ τους τα συναισθήματά τους (στην αίτηση συμπλήρωσα πυροβολικό ρωτάς γιατί; Έχω κρατημένη μια παλιά φωτογραφία σου με μαύρο μπερέ, μα δεν το λέω, Περί πάτρης 1994). Συγκινητική είναι η αφοσίωση του γιου στον άρρωστο πατέρα (όλο ντροπή βοηθάω τη νοσοκόμα να τον αλλάξει, Κιρκάδιος ρυθμός, 2017 και όταν ήρθε τελικά η ώρα νόμιζες, μες στον χυλό των τελευταίων στιγμών πως ήμουν ο πνευματικός σου κι εγώ σου έδωσα κρασί και παξιμάδι, Θεία κοινωνία, 2018).

Εξίσου σημαντικές είναι οι αναφορές στο πρόσωπο της μητέρας. Η μητέρα μεγαλώνει με άγχος και αφοσίωση τον μικρό γιο (η μητέρα έχει τσακίσει τη σελίδα για τα εφταμηνίτικα, Τίποτα, 1979), τον πλένει (χλιαρό νερό και πράσινο σαπούνι, Η αδελφή του Κάιν, 1981) και φροντίζει τη διατροφή της οικογένειας (καταφθάνεις μ’ ένα τάπερ γεμάτο ζεστό φαΐ, Ζακ Υβ Κουστώ, 1985 και η μάνα μας ταΐζει στο στόμα κεράσια χωρίς το κουκούτσι, Euplagia quadripunctuaria, 1987).  Η μητέρα φροντίζει τα παιδιά μόνη της μετά τον χωρισμό και δεν παραλείπει να τα πάει διακοπές (Λούμπιτελ, 1988). Η μητέρα δε φροντίζει να φτιάξει τη ζωή της μετά τον χωρισμό αλλά μένει αφοσιωμένη στο μεγάλωμα των δύο παιδιών της χωρίς να έχει πάρει οριστικά διαζύγιο (η μάνα το δικό της (επώνυμο) δεν το είχε αλλάξει ακόμα, Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991). Η φροντίδα και η αφοσίωση στα παιδιά της τερματίζεται μόνο με τον πρόωρο θάνατό της ( - δραπετσώνα 1957- γαλάτσι 2019, Άχραντο μυστήριο, 2000).

Ο Παπαντώνης εμφανίζει τον πατέρα ως το πρόσωπο στο οποίο στηρίζεται η οικογένεια οικονομικά, ως σκληρά εργαζόμενο, ενώ υπονοείται ένα χάσμα μεταξύ πατέρα και μητέρας που οδηγεί στον χωρισμό. Η μητέρα εμφανίζεται ως τροφός, ως αφοσιωμένη μάνα, ως το πρόσωπο φροντιστής της οικογένειας. Επίσης, οι αναφορές στην αδελφή, τον παππού, τη γιαγιά και τον θείο δείχνουν τις στενές προσωπικές σχέσεις που συνδέουν τα μέλη της ελληνικής οικογένειας και τη βαθιά συναισθηματική επένδυση αυτών των σχέσεων. Τέλος, η ύπαρξη μονογονεϊκών οικογενειών αναφέρεται διακριτικά μέσα από την αφήγηση του ήρωα. Στα τέλη του 80 τα διαζύγια αρχίζουν να αυξάνονται ενώ πλέον δε θεωρούνται αιτία κοινωνικού στιγματισμού για τις γυναίκες.

Πέρα από την ανατομία της ελληνικής οικογένειας και την πορεία ενηλικίωσης του ήρωα ο Παπαντώνης επιδιώκει μέσα από το βιβλίο του να μιλήσει για την ενηλικίωση μιας ολόκληρης γενιάς. Ο συγγραφέας γεννημένος το 1978 τοποθετείται μεταξύ της γενιάς Χ και της γενιάς Υ ή Millenials. Η γενιά Χ (γεννημένοι μεταξύ 1965 και 1980) είναι η γενιά που έζησε οικονομική άνθηση και τον άνεμο των απελευθερωτικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 με ταυτόχρονη τη δειλή είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας. Η γενιά Y (γεννημένοι μεταξύ 1995 και 2000) είναι αυτή που έζησε την τεχνολογική έκρηξη με την ανάδυση του διαδικτύου, των έξυπνων συσκευών αλλά ταυτόχρονα γνώρισαν την οικονομική κρίση και οδηγήθηκαν στην πολιτική απάθεια. Ο Παπαντώνης στο Bildungsroman ουσιαστικά συνδυάζει στοιχεία που συναντά κανείς και στις δύο γενιές, καθώς έζησε στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου σκιαγραφείται  η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή. Η αποτύπωση στοιχείων του υλικού πολιτισμού μέσα από αναφορές σε χρηστικά αντικείμενα κάνουν ολοφάνερη αυτή τη μετάβαση. Οι εφημερίδες, οι εγκυκλοπαίδειες, (Τίποτα, 1979), τα αναλογικά τηλέφωνα (Η αδελφή του Κάιν, 1981), τα κασετόφωνα (Euplagia quadripunctuaria, 1987), οι σκληρόδετοι τόμοι (Αλυκές, 1989), και τα καρτοτηλέφωνα της πλατείας (Στην Αμπατζόγλου, 1996) αντικαθίστανται ως αναφορές από sms (Μικρή αγγελία, 2004), το youtube (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), email (C14, 2015), το κινητό, τη google και το  skype (Υστερόγραφο, 2023).

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η μετάβαση από την περιγραφή ενός υποκείμενου περιγεγραμμένου από τον εθνικό χώρο σε ένα υποκείμενο νομαδικό. Οι μετακινήσεις του ήρωα εντός της Ελλάδας είναι πολυπληθείς. Αναφέρονται τόποι όπως η Σπάρτη, η Ρόδος, η Ελευσίνα, το Παλαμήδι (Ναύπλιο), οι Αλυκές (Χαλκίδα), η Θήρα αλλά και περιοχές της Αττικής (Άγιος Κοσμάς, Γλυφάδα, Αγία Τριάδα) ή και δρόμοι (Μαρασλή, Υψηλάντου, Αμπατζόγλου).Οι τόποι αυτοί είναι συνδεδεμένοι με διακοπές, με βόλτες αναψυχής, με επισκέψεις σε οικογενειακά πρόσωπα, με ευκαιριακές μετακινήσεις. Αναφορές στη μετανάστευση σε περιοχές ίσως εκτός Ελλάδας υπονοούν ποιήματα όπως το Τέρμιναλ 5, 2007, το 19 Α, 2011 και το Strassenbahn 18, 2013. Οι αναφορές αυτές πιθανόν να υπονοούν και το φαινόμενο του brain drain, της φυγής νεαρών μορφωμένων ανθρώπων από την Ελλάδα που αναζητούν μια καλύτερη τύχη.

Σε αυτό το σημείο αξίζει κανείς να αναφερθεί στη λειτουργία των τοπωνυμίων μέσα στο βιβλίο του Παπαντώνη σε σχέση με τη συλλογική και την προσωπική μνήμη. Οι τόποι, γειτονιές και δρόμοι που αναφέρονται είναι συνδεδεμένοι με σκηνές, κομμάτια ζωής και αναμνήσεις. Οι χώροι μνήμης που δημιουργούνται μέσα στα ποιήματα στοχεύουν στο να διασώσουν σπαράγματα της μνήμης, να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη της ανάπλασης μιας εποχής και να αναβιώσουν το παρελθόν ως ζώσα μνήμη. Μάλιστα, η αναφορά σε πολλούς τόπους διαφορετικούς συχνά μεταξύ τους αλλά και σε εποχές, δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση μιας παλίμψηστης πόλης.

Οι μεταβάσεις που περιγράφονται πλαισιώνονται ιστορικά με αναφορές σε σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας όπως ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999 (ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 χρόνων) (Αντισεισμικός οπλισμός, 1999), οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα (Μικρή αγγελία, 2004) και ο κόκκινος Δεκέμβρης (Βαλς, 2008). Οι αναφορές αυτές αποτελούν και σύντομο πολιτικό σχόλιο για την ελληνική πραγματικότητα. Ο σεισμός στην Πάρνηθα προετοιμάζει τη μικρή αδελφή για την πραγματικότητα ενώ η παρηγοριά που προσφέρουν τα παραμύθια υποχωρεί. Η γενιά στο μεταίχμιο του ’70 και του ’80 σιγά σιγά χάνει την αφέλειά της και έρχεται αντιμέτωπη με μια όλο και πιο σκληρή πραγματικότητα όπου οι όποιοι μύθοι καταρρέουν με τη σειρά. Στη Μικρή αγγελία διαβάζει κανείς ένα πικρό σχόλιο για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.  Η τελετή έναρξης συνοδεύεται από μπίρες, σουβλάκια και σαλάτα, μουσικές στη διαπασών και διακόσιες σημαίες. Η τελετή λήξης από βεγγαλικά βουβά σε μια τηλεόραση με χαμηλωμένο ήχο, ντάτσουν που περιφέρουν καρπούζια. Ο εθνολαϊκισμός, οι παθητικοί θεατές, η ένδοξη Ελλάδα που τάχα δικαιώνεται μέσα από το πανηγύρι με βεγγαλικά είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο θα στηθεί η μελλοντική οικονομική κρίση. Το Βαλς, 2008 αποτελεί ένα σύντομο σχόλιο στον Δεκέμβρη του Γρηγορόπουλου. Οι κοινωνικές αναταραχές και το πνεύμα εξέγερσης συνυπάρχουν ταυτόχρονα με μια σιωπηλή πλειοψηφία που κάθεται στο φως της τηλεόρασης και παρακολουθεί αμέτοχη και πιθανόν αδιάφορη. Η αποπολιτικοποίηση μιας μεγάλης μερίδας του λαού είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γενιάς των Millenials. Ο κόκκινος Δεκέβρης δεν ανέδειξε μόνο την αγωνιστική πάλη των νέων αλλά και την τάση απόσυρσης από τους πολιτικούς αγώνες και την απονομιμοποίηση της ίδιας της πολιτικής.

Τέλος, σημαντική είναι η μετάβαση του ήρωα από την ανηλικότητα στην ενήλικη ζωή, η οποία συμβολίζει τον συχνά σκληρό τρόπο με τον οποίο μια γενιά που είχε όνειρα ή γνώριζε κάποια ευμάρεια τελικά οδηγήθηκε στην απογοήτευση και μαζική φυγή από τη χώρα. Το παιδί που έτρωγε κρυφά φλοίδες από το πράσινο σαπούνι (Η αδελφή του Κάιν, 1981), βγαίνει για μπάλα και χάμπουργκερ (Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991), κάνει έρωτα ίσως για πρώτη φορά (modes demploi, 1997) και αποκτά γυναίκα και γιο (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012).

Ένα σημαντικό στοιχείο του Bildungsroman είναι οι αναφορές σε φωτογραφίες καθώς και το πώς αυτές συνδέονται με τη λειτουργία της μνήμης. Συγκεκριμένα, υπάρχουν αναφορές σε φωτογραφίες σε δέκα συνολικά ποιήματα από το σύνολο 34 ποιημάτων, δείχνοντας τη βαρύνουσα σημασία που έχουν για τον ποιητή στην προσπάθεια αναβίωσης και αναμνημόνευσης του παρελθόντος. Πρόκειται για φωτογραφίες σε άλμπουμ όπου όλοι χαμογελούν  (Τίποτα, 1979 και Η αδελφή του Κάιν, 1981), φωτογραφίες από εγκυκλοπαίδειες που δημιουργούν μέχρι σήμερα συγκίνηση (Ζακ Υβ Κουστώ, 1985), φωτογραφίες στο οικογενειακό άλμπουμ που δηλώνουν απουσίες (Λούμπιτελ, 1988), φωτογραφίες του πατέρα στο στρατό (Περί πάτρης, 1994), φωτογραφίες από την παιδική ηλικία που δημιουργούν γέλιο (Άχραντο μυστήριο, 2000), φωτογραφίες διαβατηρίου (Τέρμιναλ 5, 2007), φωτογραφίες του μικρού γιου (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), φωτογραφία της βάφτισης του αφηγητή (Θεία κοινωνία, 2018) και φωτογραφίες από ένα μελλοντικό ταξίδι (Υστερόγραφο, 2023).

Η φωτογραφία μέσα από τα ποιήματα του Bildungsroman λειτουργεί ως εργαλείο και βοήθημα της μνήμης. Διεγείρει ξεχασμένα γεγονότα, φέρνει στην επιφάνεια στιγμές, πρόσωπα και συναισθήματα. Οι περισσότερες φωτογραφίες που αναφέρονται είναι οικογενειακές φωτογραφίες που διασώζουν στιγμιότυπα της οικογενειακής ζωής από τη λήθη. Οι οικογενειακές φωτογραφίες δημιουργούν μια αίσθηση ανεμελιάς, ενότητας, χαράς αλλά και αίσθησης του χρόνου που περνάει. Άλλωστε η μνήμη φαίνεται να αποτελεί το βαθύτερο θέμα του βιβλίου όπως ήδη φανερώνεται στην αρχή του βιβλίου με το μότο του Ζέμπαλντ.

Το Bildungsroman αποτελεί κιβωτό μνήμης, είναι η εξιστόρηση μιας γενιάς που έζησε τη μετάβαση από την πνευματική ανηλικότητα στην σκληρή ενηλικίωση, που βίωσε τη μετάβαση από την αναλογική τεχνολογία στην ψηφιακή, που έζησε την ευμάρεια αλλά και τη φυγή στο εξωτερικό. Οι τόποι, οι φωτογραφίες, τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού λειτουργούν ως τεκμήρια αυτής της εξιστόρησης, βυθίζουν τις άγκυρες της αφήγησης στην πραγματικότητα. Η γραφή του Παπαντώνη κινούμενη στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας καταφέρνει να αναπαραστήσει ακριβώς αυτή τη μεταιχμιακή γενιά μεταξύ του ’70 και ’80 που έζησε έναν συναρπαστικό κόσμο αλλαγών αλλά και διαψεύσεων. Το Bildungsroman δεν αποτελεί μόνο μια συγκινητική καταγραφή της ιστορίας μιας γενιάς, αλλά επιδιώκει ταυτόχρονα να θέσει το ζήτημα της ταυτότητας του σύγχρονου Έλληνα  ως ερώτημα για το μέλλον. Το ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μένει να αποκαλυφθεί.

 

Δούρβας Α.


Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Μες στον ψυχρό καιρό – Ελένη Κοσμά

 



Τίτλος: Μες στον ψυχρό καιρό 

Συγγραφέας: Ελένη Κοσμά

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Πόλις

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 36



ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ

 

Μετά την ήττα του κινήματος των Αναβαπτιστών στο Μύνστερ της Γερμανίας, στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Ιωάννης του Λέιντεν βασανίστηκε, εκτελέστηκε και κρεμάστηκε, μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί, από το καμπαναριό της εκκλησίας Λαμπέρτι. Μαζί με αυτόν, σε δύο ακόμη κελιά, κρεμάστηκαν οι σύντροφοί του, Μπερντ Κνιπερντόλινκ και Μπερντ Κρέχτινκ. Τα οστά τους αφαιρέθηκαν πενήντα χρόνια αργότερα, αλλά τα κλουβιά βρίσκονται ακόμη στη θέση τους. 

 

Όταν ο Ιωάννης του Λέιντεν

έγινε Βασιλιάς Γιαν

του έκοψαν τη γλώσσα

από τη βάση

τον έκλεισαν σε ένα

σιδερένιο κλουβί και τον ξεχάσαν εκεί

κρεμασμένο νεκρό

για τέσσερις αιώνες.

«Πώς είναι ο κόσμος από ψηλά, Γιαν;»

τον ρώτησαν κάποια στιγμή

κι εκείνος

που δεν είχε γλώσσα να μιλήσει

τους έκλεισε

το μισοβγαλμένο του μάτι.

«Να κοιτάς την πόλη από ψηλά

έχει γούστο.

Μόλις πέφτει η νύχτα

πετάω στους

αμέριμνους περαστικούς

ένα ένα τα κόκαλά μου».



Μες στον ψυχρό καιρό – Ελένη Κοσμά

Η Ελένη Κοσμά μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο, «Φιλιά στη γη» (2016), προχωρά στο δεύτερο βήμα της στην ποίηση που δείχνει ακόμη πιο ώριμο και σταθερό με την έκδοση του βιβλίου της, Μες στον ψυχρό καιρό (2021). Στο «Φιλιά στη γη», τίτλος παρμένος από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονύσιου Σολωμού κυριαρχούν παραδοσιακές ποιητικές φόρμες με έντονο το στοιχείο του ρυθμού και της ομοιοκαταληξίας, σε αντίθεση με το νέο της βιβλίο όπου οι έμμετρες ποιητικές μορφές  περιορίζονται σε μόλις τρία ποιήματα (Η κλωστή, Πράγματα άχρηστα, Ένα τραγούδι για τον ελέφαντα) σε ένα σύνολο 17 ποιημάτων. Στο «Φιλιά στη γη» τα μότο του βιβλίου προέρχονται από τον Σολωμό όπως ήδη αναφέρθηκε και από τον Δάντη, δείχνοντας την αγάπη της ποιήτριας για την ποίηση αυτών των σημαντικών λογοτεχνικών μορφών για τα ευρωπαϊκά γράμματα αλλά και τις εθνικές λογοτεχνίες της Ιταλίας και της Ελλάδας. Στο νέο της βιβλίο, η Κοσμά, χρησιμοποιεί και πάλι μότο από τον Δάντη και τον Σολωμό δημιουργώντας ένα είδος συνέχειας με την προηγούμενη συλλογή.

Βασικό θέμα του νέου βιβλίου της Κοσμά, Μες στον ψυχρό καιρό, είναι ο οικείος τόπος, το σπίτι, η πατρίδα, ο οικείος άνθρωπος όπως αναφέρει η ίδια η ποιήτρια παρουσιάζοντας το βιβλίο της στο διαδίκτυο. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι το σπίτι ως αναφορά ήδη συναντάται στην πρώτη της ποιητική συλλογή (ΙΙ, «Στο σπίτι όπου ξυπνώ έχει στηθεί παράσταση με σένα και με μένα») και (ΧΙV, «Στο δανεικό σπίτι δεν κινείται κανείς κι οι σκάλες τρίζουν»), προοικονομώντας την εμφάνιση του σπιτιού ως κεντρικού άξονα στο επόμενο βιβλίο της και δείχνοντας ότι ίσως η προβληματική της ποιήτριας σχετικά με το σπίτι ξεκινά από παλιά.

Ο τίτλος του βιβλίου, Μες στον ψυχρό καιρό, προέρχεται από τις Πέτρινες ρίμες του Δάντη. Με αυτόν τον τίτλο η ποιήτρια θέλει να αναφερθεί στην εποχή μας που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα ανεστιότητας του σύγχρονου ανθρώπου, από μια αίσθηση ξεριζωμού όχι ασύνδετου με τις αυξημένες προσφυγικές ροές και τη σκληρότητα και ψυχρότητα με την οποία αυτές αντιμετωπίζονται Η εποχή μας που πολλοί συνδέουν με τη μετανεωτερικότητα ως αόρατο ξεπέρασμα του νεωτερικού χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της τεχνικής, τον εξαντικειμενισμό του ανθρώπου, της κυριαρχίας επί της φύσης αλλά και της χειραγώγησης. Ο τίτλος του βιβλίου ίσως λειτουργεί ως σύντομο σχόλιο για έναν κόσμο ψυχρό και σκληρό, για μια εποχή ξεριζωμού και μεγάλων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προσέχει κανείς είναι το εξώφυλλο του βιβλίου της Κοσμά, το οποίο αναπαριστά την Κοιλάδα των Ναών που βρίσκεται στο Αγκριτζέντο (Σικελία), το οποίο ταυτίζεται με τον αρχαίο Ακράγαντα. Συγκεκριμένα το εξώφυλλο αναπαριστά το άγαλμα του Ίκαρου και έναν αρχαιοελληνικό ναό. Είναι πολύ πιθανό, το θρυμματισμένο και ακέφαλο άγαλμα του Ίκαρου να συμβολίζει την επιθυμία επιστροφής στον οικείο τόπο, αλλά και την αποτυχία ακόμη και τον θάνατο που μπορεί να επιφέρει αυτή η επιθυμία. Από την άλλη η θρυμματισμένη μορφή του Ικάρου, ίσως αποτελεί μία αναπαράσταση ενός κόσμου θρυμματισμένου που συνθλίβει τα ίδια του τα υποκείμενα. Ο Ίκαρος ως σύμβολο  της αποδημίας πιθανόν να συνδέεται με ορισμένα ποιήματα του βιβλίου που έχουν ως θέμα τα πουλιά (Ένα πουλί καθισμένο σε ένα σύρμα, Το γεύμα των πουλιών).

Ξεχωριστό ενδιαφέρον στο εξώφυλλο του βιβλίου έχει η αναπαράσταση του αρχαιοελληνικού ναού. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, κάθε κτίσμα ή και σπίτι διακρίνεται από ένα τετραμερές σχήμα όπως το ονομάζει. Το τετραμερές αυτό σχήμα μπορεί να αναπαρασταθεί από δύο σταυροειδείς άξονες. Ο ένας άξονας συμβολίζει τη σχέση ουρανού και γης, ενώ ο άλλος άξονας τη σχέση θνητότητας και θεότητας. Ο αρχαιοελληνικός ναός σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ αποτελεί κομβική περίπτωση. Ο ναός φύεται από τη γη και υψώνεται μέχρι τον ουρανό. Από την άλλη ο ναός συμβολίζει τη θνητότητα του ανθρώπου η οποία αντιπαρατίθεται με τη θεότητα η οποία είναι ταυτόχρονα παρούσα και απούσα μέσα στον ναό. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια, η Ελένη Κοσμά φαίνεται να υιοθετεί τη χαιντεγκεριανή ανάλυση για το σπίτι ως ένα βαθμό για να δομήσει τις ποιητικές της συνθέσεις, ιδίως στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της.

Ως προς την αρχιτεκτονική του βιβλίου, φαίνεται αυτή να είναι προσεκτικά συγκροτημένη. Είναι διακριτή μια σπειροειδής κίνηση του βιβλίου μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου από τον ουρανό στον οποίο υψώνεται ένα κτίσμα, ένα σπίτι ως τη γη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το βιβλίο ανοίγει με το ποίημα «Κλουβί» το οποίο αποδεικνύεται η τελευταία κατοικία του Ιωάννη του Λέιντεν, το οποίο κρέμασαν ψηλά για παραδειγματισμό.  Στη συνέχεια το βιβλίο περνά από τον ουρανό ως σημείο αναφοράς (Ένα πουλί καθισμένο σε ένα σύρμα), στο μπαλκόνι ενός σπιτιού (Μια πικροδάφνη στο μπαλκόνι μου) για να περάσει στη γη (Το κενοτάφιο του Νεύτωνα, Πώς πέθανε ο Αισχύλος) ή και κάτω από αυτή (Οι αχινοί). Η ποιητική κατάβαση από τον ουρανό στη γη δίνει μια αίσθηση κίνησης και φαίνεται να ταυτίζεται με τον κάθετο άξονα που  χαρακτηρίζει κάθε σπίτι ή κτίσμα σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ.

Πέρα από αυτή την σχεδόν αδιόρατη κίνηση των ποιημάτων από τον ουρανό στη γη, μπορεί κανείς να διακρίνει έναν άλλο διαχωρισμό ίσως περισσότερο προφανή. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο επιμέρους ενότητες οι οποίες ονομάζονται Ι, Τα σπίτια και ΙΙ, Οι άνθρωποι. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου κυριαρχεί μια προσέγγιση για το σπίτι ίσως περισσότερο επηρεασμένη από τον Γάλλο φιλόσοφο, επιστημολόγο και ποιητή Γκαστόν Μπασλάρ και συγκεκριμένα από το βιβλίο του, «Η ποιητική του χώρου». Ο Μπασλάρ σε αυτό το βιβλίο του αναλύει την έννοια του σπιτιού καταφυγίου. Το σπίτι καταφύγιο είναι αυτό που προσφέρει αίσθημα ασφάλειας, θαλπωρής και εγκαρδιότητας. Στο σπίτι καταφύγιο ο άνθρωπος βρίσκει το χαμένο λίκνο, την εστία, την πατρίδα, τον απολεσθέντα παράδεισο. Το σπίτι καταφύγιο σύμφωνα με τον Μπασλάρ δεν είναι παρά μια ονειροπόληση του πατρικού σπιτιού, μια επιστροφή στην παιδική ηλικία, μια ανάμνηση της ανηλικιότητας. Χαρακτηριστικά ποιήματα της πρώτης ενότητας που αναφέρονται στο σπίτι καταφύγιο είναι το «Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι», «Τι βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι» και  «Πρωτοχρονιά στο σπίτι».

Στο ποίημα «Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι» συναντάμε θραύσματα μνήμης της παιδικής ηλικίας και των παιχνιδιών της (τα σπίτια τα τρώνε τα παιδιά τους και η σπιτίσια τους κοιλιά γεμίζει σφεντόνες και σβούρες και τουβλάκια). Σε αυτό το ποίημα μαζί με την ανάμνηση προβάλλεται και ο φόβος της λήθης και η πιθανή απώλεια των πολύτιμων παιδικών μνημών που αφήνουν τα ίχνη τους πάνω σε αντικείμενα του σπιτιού.

Στο ποίημα «Τι βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι» η ποιήτρια αναβιώνει την ανάμνηση του πατρικού/μητρικού σπιτιού ενώ ταυτόχρονα ταυτίζει σε ένα δεύτερο επίπεδο την επιστροφή σε αυτό με το αίτημα επιστροφής στη μήτρα της μάνας (μέχρι που φτάνεις στη μήτρα της μάνας του στον πρώτο άνθρωπο που κατοίκησε). Έτσι κατανοούμε ότι στο βιβλίο της Κοσμά τα σπίτια συμβολίζουν ανθρώπους αλλά και οι άνθρωποι αποτελούν οικείους τόπους, σπίτια που στεγάζουν αναμνήσεις και συναισθήματα.

Στο ποίημα, «Πρωτοχρονιά στο σπίτι», συναντάμε μια παιδική ανάμνηση του σπιτιού,  καθώς και ένα αίτημα επιστροφής στην παραδείσια κατάσταση αγνότητας και αθωότητας των πρώτων χρόνων ενός παιδιού. Ταυτόχρονα, συναντάμε τη ρωγμή που εισάγει η πραγματικότητα σε αυτή την ονειροπόληση και την βίαιη επιστροφή σε αυτή (πέφτουν με πάταγο και συντριβή – όπως οι Πρωτόπλαστοι από τον Παράδεισο). Τέλος, οι εικόνες και τα αντικείμενα είναι οι βάσεις στις οποίες οικοδομείται η μνήμη της παιδικής ηλικίας (ο πάγκος της κουζίνας, λευκές κάλτσες, ρόδια, κουταλάκι του γλυκού).

Οι εικόνες και τα αντικείμενα από το παρελθόν παρουσιάζονται στα ποιήματα της Κοσμά με νοσταλγία και μια αίσθηση γλυκόπικρη. Ταυτόχρονα όμως οι εικόνες των ποιημάτων μας εκθέτουν και σε κάτι ανοίκειο («Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι», το σπίτι τα κόκαλά του τα κρατάει χτισμένα στους τοίχους ή στο ποίημα «Πρωτοχρονιά στο σπίτι», με το κουταλάκι του γλυκού σκάβει τα σπλάχνα του σκάβει το στέρνο του σκάβει και την καρδιά του και από μέσα της χύνονται και πέφτουν στο πάτωμα δύο θάλασσες). Έτσι με αυτόν τον συχνά σκληρό και βίαιο τρόπο η ποιήτρια προβάλλει τα άγχη της παιδικής ηλικίας, τις παιδικές φαντασιώσεις που γεμίζουν τον ύπνο με νυχτερινούς τρόμους αλλά και το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα- σπίτι.

Το ζήτημα της παιδικής ανάμνησης και της επιστροφής στο παρελθόν βέβαια, η Κοσμά το διαπραγματεύεται και στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου της περισσότερο αλληγορικά ίσως με τα ποιήματα «Πρώτη συνάντηση με έναν ελέφαντα» και «Ένα τραγούδι για τον ελέφαντα». Ο ελέφαντας μέσα από αυτά τα ποιήματα γίνεται  σύμβολο της μνήμης και της ανάμνησης αναδεικνύοντας τον ρόλο της μνήμης στην ανασυγκρότηση του πατρικού/μητρικού σπιτιού και της παιδικής ηλικίας. Ο ελέφαντας ως ασύμβατα μεγάλος για ένα μπαλκόνι ή ένα δωμάτιο συνδέεται με το αίσθημα αυτού που ο Μπασλάρ ονομάζει εσωτερική απεραντοσύνη. Το δυσανάλογα μεγάλο μέγεθος του ελέφαντα αξιοποιείται για να συμβολίσει τον εσωτερικό χώρο που καταλαμβάνουν οι αναμνήσεις του πατρικού/μητρικού σπιτιού.  Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά εκτός από ζώα και σε φυτά όπως στο ποίημα «Η πικροδάφνη στο μπαλκόνι μου» θυμίζοντας την προσέγγιση του Μπασλάρ σύμφωνα με την οποία ένα φυτό μπορεί να αποτελέσει μικρογραφία του σπιτιού. Στο συγκεκριμένο μάλιστα ποίημα, η πικροδάφνη αποτελεί μικρογραφία τόσο του σπιτιού όσο και των ανθρώπων.

Η Ελένη Κοσμά πέρα από την αναφορά της  στο σπίτι καταφύγιο στο πρώτο μέρος του βιβλίου δε διστάζει να προσεγγίσει και το ζήτημα της ανεστιότητας. Η ανεστιότητα σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ αποτελεί βασική συνθήκη που διακρίνει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αναζητά διαρκώς μια πατρίδα, ένα σπίτι και πάντα αυτό να του διαφεύγει ακόμη και όταν πιστεύει ότι προσωρινά το έχει βρει.  Αυτό το αίσθημα ριζικής ανεστιότητας, η Κοσμά το θεματοποιεί στα ποιήματα «Η κλωστή», στο οποίο μιλά για ένα εγκαταλειμμένο και ερημωμένο σπίτι, στο «Πράγματα άχρηστα» όπου το σπίτι που ερημώνει λειτουργεί ως βάρος και στο «Πώς αφήνει κανείς ένα σπίτι» στο οποίο τονίζεται το ψυχικό τραύμα που αφήνει το αίσθημα του ξεριζωμού και της εγκατάλειψης του πατρικού σπιτιού ή της γενέθλιας πατρίδας.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο ΙΙ, Οι άνθρωποι το θέμα που κυριαρχεί είναι το σπίτι ως σύμβολο θνητότητας. Ήδη από το μότο που ανοίγει τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου η ποιήτρια μας καλεί να κοιτάξουμε μες στην άβυσσο και στην καρδιά του ανθρώπου, να διεισδύσουμε στο σκοτεινό μυστήριο που συνδέει τον άνθρωπο με την πιο αυθεντική του στιγμή, τον θάνατό του.  Ουσιαστικά σε αυτή την ενότητα, τίθεται το χαιντεγκεριανό ζήτημα του πώς πρέπει να είμαστε οι άνθρωποι ως θνητοί μέσα στον κόσμο, δηλαδή πώς να κατοικούμε πάνω στη γη. Η ενότητα Οι άνθρωποι επαναφέρει το ζήτημα της συνειδητοποίησης του ίδιου μας του θανάτου και της μοναξιάς που αυτός ενέχει όπως αναφέρει ο Χάιντεγκερ. Ο θάνατος και η αγωνία που συνδέεται με αυτόν μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση της ριζικής ανεστιότητάς μας, μας αποκαλύπτει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, δηλαδή ανοίκειος. Στα ποιήματα «Ο Δάντης μέσα στον τοίχο», «Το κενοτάφιο του Νεύτωνα», στο «Πώς πέθανε ο Αισχύλος» αλλά και στο «Κλουβί» της πρώτης ενότητας κυριαρχεί η αίσθηση του θανάτου ως ριζικής ανεστιότητας. Μέσα από την ενότητα «Οι άνθρωποι» τίθεται ως βασικό θέμα αυτό που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «σκέπτεσθαι του κατοικείν», δηλαδή την ανάγκη οι άνθρωποι να μάθουν να κατοικούν, δηλαδή να μάθουν να ζουν και ταυτόχρονα να ασκηθούν στη συνθήκη της θνητότητάς τους. Η δεύτερη ενότητα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δομείται αντιθετικά από την πρώτη. Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί η έννοια του σπιτιού καταφύγιου όπως αναπτύσσεται από τον Μπασλάρ ενώ στη δεύτερη ενότητα αναλύεται η ριζική ανεστιότητα και ο θάνατος όπως περιγράφεται από τον Χάιντεγκερ.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο της Ελένης Κοσμά είναι η διαπλοκή του προσωπικού χρόνου με τον ιστορικό χρόνο. Η ποιήτρια αναφέρεται σε παιδικές της αναμνήσεις, σε οικείους τόπους, ωστόσο δε μένει εκεί. Φροντίζει να εισάγει μέσα στα ποιήματα της τον ιστορικό χρόνο, στον 16ο αιώνα με το ποιήμα «Κλουβί», στο 1784 με το ποίημα «Το κενοτάφιο του Νεύτωνα» και στην εποχή του Αισχύλου στο ποίημα «Πώς πέθανε ο Αισχύλος». Η ιστορία ένδοξων προσώπων είναι αυτή που καταδεικνύει το πώς το Dasein, δηλαδή ο άνθρωπος, συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με τον χρόνο.

Η Ελένη Κοσμά στο βιβλίο της «Μες στον ψυχρό καιρό», μας μιλά για θρυμματισμένες μνήμες, για σπίτια καταφύγια,  για την αναζήτηση ενός οικείου τόπου και για το ριζικό αίσθημα ανεστιότητας του ανθρώπου. Ο ξεριζωμός, η απουσία, ο θάνατος, η επιθυμία επιστροφής σε μια παραδείσια κατάσταση προπτωτική αποτελούν βασικές συνιστάμενες του βιβλίου της. Η Κοσμά κινείται μέσα στους δύο αντιθετικούς πόλους που θέτουν ο Μπασλάρ και ο Χάιντεγκερ καταφέρνει να συμπεριλάβει όλες τις εκδοχές του κατοικείν, όλες τις λεπτές αποχρώσεις του οικείου αλλά και κάποτε ανοίκειου τόπου. Μέσα από το βιβλίο της η Ελένη Κοσμά μας παρουσιάζει το σπίτι ως αφορμή για να αναγνωρίσουμε την περατότητα της ανθρώπινης ζωής και να ασκηθούμε στη θνητότητά μας.

 

Δούρβας Α.