Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία – Γεωργία Διάκου

 


Τίτλος: Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία

Συγγραφέας: Διάκου Γεωργία

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Θράκα

Χρονολογία έκδοσης: 2022

Αριθμός σελίδων: 48


Ο χορευτής

Σήμερα κρεμάται επί / αφήγηση/ είναι μικρός και άχαρος / συνηθισμένος / δεν ξέρει να χορεύει / είναι ο άνθρωπος που δεν είναι η Τρίσα Μπράουν / είναι οργανωτικός / αποτυγχάνει να τελειώσει / κρεμάται επί φασκομηλιάς στο χωριό/ στο χωράφι/ ζυγίζει το βάρος του / η αγελάδα τον κοιτά / φτύνει στον ουρανό / φτύνει την μπάλα από χορτάρι κι άχυρο / οργασμός εν αναμονή / το φαγητό θα έπρεπε / ο κάδος με τα άπλυτα ξεχειλισμένος / ένα βουνό που κηδεύει το παράθυρο / είναι μόνος και πολλαπλασιάζεται / λάτρης του βαδίσματος / ακόμα ανίκανος στα δύο πόδια / κρεμάται επί αετώματος / επιθυμεί να φτιάξει τη σωματική του κατάσταση / γήρας και αποδοκιμασία / πιρούνια, μαχαίρια, κουτάλια / όργανα συντήρησης / ένα μουσικό κουτί έπεσε στο αυτοκίνητο / είναι καλός οδηγός / παίρνει από λόγια / μεταμορφώνεται / είναι ξύλινος / δίνει φιλιά που φτάνουν μακριά / στην οικογένεια / απέκτησε παιδιά και σχέση με την πραγματικότητα; / ξέρει να μαζεύει το μέλι απ’ τα μελίσσια / είναι παρατηρητικός / ξεχνάει να πάρει τα παπούτσια του απ’ το μπαλκόνι / κρεμάται επί κονταριού ομπρέλας / αφήνει «γράμματα στη μητέρα» / επέστρεψε κι έφυγε / για να γυρίσει πάλι / είναι κουρασμένος / αφηγείται μια απλή ιστορία / ένας γιος που είναι και μια κόρη αφήνει το σπίτι για να ζήσει την περιπέτεια / γυρνάει τον γαλαξία / το μυαλό του είναι ένας κόμπος στο χτένι/ είναι ευαίσθητος / είναι κολπικός σαν ηθοποιός / τρώει πατατάκια / τεντώνεται στο κρεβάτι του / μένει σε υπόγειο / γάτες και σκύλους / ευτυχώς, όχι ποντίκια / κρεμάται επί μονόζυγου σε πάρκο/ τρέξιμο με τεχνική / δεν ξέρει ακόμα να χορεύει / βλέπει / η Σουζάνε Λίνκε με το άσπρο της νυχτικό / κρεμάται επί διαφημιστικής πινακίδας / τα πόδια του γεμάτα κοψίματα απ’ το ξυράφι / του λείπει η χάρη / είναι παράλογος / θυμάται το νερό να ξεπλένει πιάτα / κρύβεται / φοβάται / «αγαπημένη μου μητέρα θέλω να σε δω» / χωρίς παραλήπτη / ροζ χαρτί / φτιάχνει οριγκάμι / είναι άχαρος / ξέρει να μαγειρεύει; / εγκαταλείπει αυτό το μέρος / μένει πάνω στη θάλασσα / βελτιώνει το βάδισμά του / κάνει γιόγκα / ο πυρήνας έχει χρώμα δαμασκηνί / εκείνος πιστεύει πως αγαπά / είναι ικανοποιητικός / κρεμάται επί του προσωπικού / δίνει ονόματα πια / ακουμπάει το χώμα της γλάστρας / η μητέρα του αρρωσταίνει / τον καλούν να της συμπαρασταθεί / παπούτσια κυπαρισσί με κορδόνια / φτάνει αργά/ δεν τον αναγνωρίζουν/ τα σχήματα του σώματος / ο χρόνος που πυροβολεί το μάτι του απαλά / «εσύ είσαι; Είσαι εσύ;» τον ρωτά και πεθαίνει / αντανακλαστικά απαντά «εγώ»/ μια κότα τριγυρίζει στην αυλή / συγγενείς από καιρό νεκροί / πίνει καφέ / είναι αδύναμος / τα φύλλα πέφτουν / μια γυναίκα σκουπίζει προσεκτικά / κρεμάται επί μνήμης / κινεί το χέρι και το πόδι του προς άλλες κατευθύνσεις / η καρδιά του πάει μαζί / επιτέλους χορεύει


Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία – Γεωργία Διάκου

Εισαγωγή

Η Γεωργία Διάκου (1995) είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και φοιτήτρια του τμήματος Θεάτρου με κατεύθυνση Σκηνοθεσία. Το βιβλίο με τίτλο «Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία» (θράκα, 2022), αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της. Επίσης, η Γεωργία Διάκου έχει γράψει σε συνεργασία με τη Μελίνα Αποστολίδου, το θεατρικό έργο, «η πόλη έβαλε τους ανθρώπους της στα παγκάκια και κατάπιε μια μέντα» (Εκδόσεις Βακχικόν, 2022). Ποιήματα της Διάκου έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (Θράκα, Τεφλόν, Στάχτες, Bibliotheque, Εντευκτήριο), ενώ διατηρεί το μπλογκ Sociallubricant. espivblogs.net όπου αναρτά όπως ορίζει η ίδια ως υπότιτλο του μπλογκ «λέξεις λίγες για ποιήματα/μικρά πεζά/διαλόγους).

 

Δομή και περιεχόμενο του βιβλίου

Το βιβλίο της Διάκου, «Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία», χωρίζεται σε δύο βασικές ενότητες. Το α’ μέρος ονομάζεται «Εγώ, το κορίτσι, γράφω ιστορίες» και αποτελείται από 12 ποιήματα, ενώ το β’ μέρος ονομάζεται «Η Κλάρα γράφει ιστορίες, η αδελφή μου» και αποτελείται από 9 πεζόμορφα κυρίως ποιήματα. Στο πρώτο μέρος, κυριαρχεί η κατασκευή του «οικογενειακού μυθιστορήματος», όπως ίσως το όριζε ο Φρόιντ, μια αφήγηση για την οικογένεια, τους ρόλους τους, τα προβλήματά τους, τις σχέσεις μεταξύ τους. Βασικοί ήρωες είναι η ποιήτρια, η οποία κάνει guest εμφανίσεις μέσα στο ποίημα ως προσωπείο του εαυτού της, η μητέρα, η αδελφή, ο πατέρας και η γιαγιά. Από την αρχή του βιβλίου υποδηλώνεται ότι τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο βιβλίο, υποδύονται ένα είδος θεατρικού ρόλου («σε μια πρώτη εμφάνιση θα έχω αδελφή» στο ποίημα «πρώτη φάση/η αδελφή μου» και «παίζω ξανά/επαναλαμβάνομαι/ στην πρώτη πράξη/ειπώνομαι αληθινά» στο ποίημα «πρώτη μέρα». Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η ποιήτρια με επίφαση τις ιστορίες που διηγείται η Κλάρα, η αδελφή της, δημιουργεί πορτρέτα του εαυτού της ως ηθοποιού/μουσικού/χορευτή/μυθιστορηματικής ηρωίδας, ως μια ιδιόμορφη άσκηση ποιητικής βασισμένης σε ποικίλα θέματα.  Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζονται φαίνεται να αποτελούν είδωλα και ποιητικές αντανακλάσεις μιας πολυπρισματικής θηλυκότητας, η οποία αποτελεί ένα από τα σημαντικά κέντρα του βιβλίου.

 

Η τεχνική

Ως προς τον τρόπο κατασκευής των πεζών ποιημάτων φαίνεται να υπάρχει μέριμνα για την προσεκτική και συνειδητή δόμησή τους. Η χρήση θεατρικών περσόνων, το στοιχείο της αφήγησης,  ο αντι-λυρισμός, είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Διάκου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πεζά ποιήματα όπου οι στίχοι του πεζού ποιήματος χωρίζονται με πλάγιες παύλες. Οι πλάγιες παύλες αξιοποιούνται ως ένα είδος στίξης για να χωρίσουν συχνά εικόνες/ προτάσεις, νοήματα των οποίων η σύνδεση είναι κατά βάση συνειρμική, χαλαρή, ενώ υπάρχει μεταξύ τους μια ρυθμική συνέχεια. Η γοητευτική χρήση αυτής της τεχνικής δημιουργεί ένα είδος παζλ, όπου παρατίθενται κάποια βασικά στοιχεία, ένας σκελετός μιας αφήγησης. Ωστόσο ταυτόχρονα η αφήγηση είναι πάντα αποσπασματική, θραυσματική καθώς εμπεριέχει τα κενά, τις αποσιωπήσεις και τα απροσδιόριστα στοιχεία της ιστορίας, τα οποία εισάγονται με τις πλάγιες παύλες. Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης καλείται ο ίδιος να συμπληρώσει τα κενά, να δημιουργήσει το νόημα μέσα από την αλληλεπίδρασή του με το κείμενο όπως θα έλεγε ο Iser, που εισήγαγε τη θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης.

 

Η παιδική ηλικία

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ένας βασικός άξονας του βιβλίου είναι η μετάβαση ενός κοριτσιού ή μιας νεαρής έφηβης από τον κόσμο της ανηλικιότητας στον κόσμο της ενηλικιότητας, μιας μετάβασης όχι εύκολης και συχνά γεμάτης σκόπελους, άγχη, δυσκολίες και διαψεύσεις. Η παιδική ηλικία ζωγραφίζεται με ανάλαφρα κοριτσίστικα χρώματα δίνοντας της μια ατμόσφαιρα ανεμελιάς, αθωότητας και παιχνιδιάρικης αίσθησης του χιούμορ. Για παράδειγμα η αναφορά στη σειρά κινουμένων σχεδίων winxclub που παρακολουθεί το κορίτσι τα Σάββατα, όταν δεν έχει σχολείο, φέρνει ίσως συνειρμικά στις συνομήλικες της ποιήτριας το μαγικό σύμπαν από νεράιδες, μάγισσες και ξωτικά που αυτό αναπαριστά. Επίσης, η αναφορά στη σειρά παιδικών βιβλίων με τίτλο «Η αδελφή μου η Κλάρα κι εγώ», δημιουργία του Ινκιόφ Ντιμίτερ φέρνει στην επιφάνεια μνήμες της χαμένης παιδικής ηλικίας. Ταυτόχρονα, η αναφορά στο μπολ δημητριακών, η αναφορά σε οικογενειακές διακοπές στη θάλασσα, στο πέσιμο στα χαλίκια και η προσπάθεια των παιδιών να μην κλάψουν, οι φιλίες που θεωρούν τα παιδιά ότι θα κρατήσουν για πάντα, η αναφορά σε μια οικογενειακή στιγμή («όταν πηδάω στο κρεβάτι και με πιάνεις στον αέρα είσαι παιδί μου λες και δεν μπορώ να σε εγκαταλείψω»). Η ποιήτρια περιγράφει την παιδική ηλικία με έναν τρόπο κοριτσίστικο, «ρομαντικό», χαριτωμένο που δίνει στο βιβλίο τις απαραίτητες δόσεις φρεσκάδας και ελαφράδας.

 

Η εφηβική ηλικία

Από την άλλη η Διάκου, περιγράφει την από συναισθηματικής και ψυχολογικής πλευράς δυσκολότερη, εφηβική ηλικία, ως κομμάτι της δύσκολης για πολλούς πορείας προς την ενηλικίωση. Η σχέση με τη μητέρα πολλές φορές δοκιμάζεται στην εφηβεία όπως περιγράφει στο «θέμα δεύτερο» η Διάκου, «εγώ και η μητέρα στο ντουλάπι με όλα τα μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες «Κόψ’ τα» μου λέει και η γλώσσα της σκληραίνει». Όπως επισημαίνει ο Ιταλός ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκαλκάτι, στο βιβλίο του «Τα χέρια της επιθυμίας (μτφ. Χρ. Πονηρός), υπάρχει συχνά δυσκολία από την πλευρά της κόρης να αναλάβει το βάρος της μητρικής κληρονομιάς, ενώ η ομοιότητα με τη μητέρα ή ο δεσμός αίματος δεν αποτελούν πολλές φορές επαρκή συνθήκη για την αποδοχή της κληρονομιάς. Επίσης, παρουσιάζεται μέσα από τα ποιήματα το άγχος που έχουν συχνά τα έφηβα κορίτσια να είναι ντυμένες σύμφωνα με τη μόδα («ποια είναι τα κατάλληλα παπούτσια για αυτόν τον καιρό;»). Σε άλλο σημείο οι έφηβες ηρωίδες τρέφονται με junk food, ενώ φαίνεται να υπάρχει κάποιους είδους ζήλεια ή ανταγωνισμός για το ποια είναι πιο αδύνατη και γιατί («Αγοράζω σοκολάτες, γλειφιτζούρια, πορτοκαλάδες, πακοτίνια. Τα αγοράζω για κείνη τα τρώω μόνη. Η Νίνα μένει αδύνατη. Η χαρά της είναι να με βλέπει να παχαίνω» και «Η ηρωίδα ρομαντικών μυθιστορημάτων τρώει πολύ και είναι αδύνατη. Το δέρμα της λάμπει. Της λείπει ο ιδανικός της εαυτός»). Επίσης, διακρίνεται η λαιμαργία, η παρορμητικότητα που συχνά διακρίνει την εφηβική ηλικία, ο ατομικισμός αλλά και το άγχος για την εικόνα του σώματός τους. Στην εφηβεία συχνά τα κορίτσια χαρακτηρίζονται από έντονο άγχος για το σωματικό τους βάρος, αν είναι το σώμα τους αρκετά ελκυστικό, ενώ όχι σπάνια μπορεί να παρουσιάσουν και διατροφικές διαταραχές, όπως η νευρική ανορεξία. Ίδιο άγχος για το σώμα του φαίνεται να κατατρέχει και τον χορευτή του ομώνυμου ποιήματος ο οποίος «επιθυμεί να φτιάξει τη σωματική του κατάσταση». Έτσι, στην παιχνιδιάρικη και αθώα ατμόσφαιρα της παιδικής ηλικίας, αντιπαραβάλλεται το άγχος που δημιουργεί η μετάβαση στην εφηβεία, η αναζήτηση του έμφυλου ρόλου, του κατάλληλου ντυσίματος, της αυτοεικόνας, της ταυτότητας του εφήβου ως μελλοντικού ενηλίκου.

 

Η ενηλικίωση

Η μετάβαση στην ενηλικίωση και ο θάνατος της παιδικής ηλικίας δηλώνεται σχεδόν από την αρχή του βιβλίου «Μια κοινότητα που μυστικά διαπραγματεύτηκε τον χρόνο και θα αποκλειστεί στον επόμενο γύρο» ή «και συ μια από αυτές που ήθελε να μεγαλώσει ως κηπουρός». Η ποιήτρια ή μια εκδοχή της, περιμένει να φανούν μπροστά της «ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ/ άγγελοι εν καιρώ ενηλικίωσης». Η μετάβαση στην ενήλικη ζωή αντανακλάται κυρίως στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της Διάκου, χωρίς να υπάρχει άμεση συνέχεια της ιστορίας που παρουσιάστηκε στο πρώτο μέρος. Όπως ήδη είπαμε, πρόκειται για τα ενήλικα πορτρέτα συνήθως γυναικών που βιώνουν καταστάσεις με τρόπο που δείχνει ότι έχουν γνωρίσει την ηδονή αλλά και την απώλεια. Επίσης, όλες ασχολούνται με κάποιον τρόπο με την τέχνη, είτε πρόκειται για την ηθοποιία, τη μουσική, τον χορό ή το μυθιστόρημα. Η ενασχόληση με την τέχνη γίνεται ερώτημα και πρόβλημα μαζί, καθώς διαφαίνεται μέσα από την τέχνη ένα εμπόδιο αλλά και μια πιθανότητα διαφυγής. Η ίδια η αφήγηση της προσωπικής τους πορείας προς αναζήτηση του νοήματος και της ομορφιάς μετατρέπεται σε τέχνη του στίχου κα της ποίησης. Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση πρέπει να τονίσουμε ότι η ταύτιση του πρώτου μέρους του βιβλίου με την παιδική και εφηβική ηλικία και του δεύτερου μέρους με την ενηλικίωση είναι καθαρά μεθοδολογική.

Ένα ζήτημα διάχυτο στο βιβλίο της Διάκου είναι η αντιμετώπιση του θανάτου και η σχέση μας με τους νεκρούς. Το ερώτημα αυτό, μαζί με το ζήτημα της ασθένειας διαπερνά αρκετά ποιήματα του βιβλίου («αφοσιώθηκες στη διαδικασία», «επίσκεψη», «τι έμαθα για τη Σουσάνα σαν Χουάν», «ο χορευτής», «η αδελφή μου η Κλάρα κι εγώ/επίλογος», «φίλε Έμμα»). Το ζήτημα του θανάτου, της ασθένειας και της απώλειας που συνδέεται κυρίως με την ενηλικότητα φαίνεται να αποτελεί το μείζον αντιθέμα της παιδικής αθωότητας, της γλυκύτητας, του εφηβικού ναρκισσισμού και της ευχάριστης παραζάλης. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε ορισμένα ποιήματα που διαπραγματεύονται το ζήτημα του θανάτου ενδεικτικά, καθώς αυτός ο άξονας διατρέχει σταθερά, σχεδόν όλο το βιβλίο.

 Το ποίημα «τι έμαθα για τη Σουσάνα Σαν Χουάν» παραπέμπει στο Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο. Η Σουσάνα αποτελεί μία από τις ηρωίδες του βιβλίου, όπως επίσης, ο Μιγέλ, ο Χουάν, η Δωροθέα και η Άννα. Η αναφορά στο άλογο που σκότωσε τον Μιγέλ («Το άλογο που είχε σκοτώσει τον Μιγέλ και έτρεχε φάντασμα με σπασμένα πόδια») απηχεί τον θάνατο του Μιγέλ όπως περιγράφεται στο Πέδρο Πάραμο. Επίσης, το ποίημα επιδιώκει να ανασυστήσει την ονειρική πραγματικότητα του βιβλίου, στην οποία οι νεκροί παίζουν σημαντικό ρόλο. Το ποίημα της Διάκου μιλάει για τους νεκρούς που κουβαλούμε μέσα μας ως παντοτινή απώλεια («Γιατί έχω τους νεκρούς στην κοιλιά μου») αλλά και την προσπάθεια διαχείρισης του πένθους και της λύτρωσης από τον πόνο («Και η Θοδώρα της ξεγέννησε τους νεκρούς και της έδωσε να φάει σπόρους και αμύγδαλα»).

Στο ποίημα «η μουσικός» η Διάκου μιλά για την αδυναμία της τέχνης κάποιες φορές να στηρίξει συναισθηματικά και ψυχικά τον καλλιτέχνη, όταν αυτός οδηγείται τελικά να αρνηθεί την ίδια του την τέχνη («Ξύπνησε και είδε το βιολί σαν όπλο δεμένο στο χέρι της» και «άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και το πέταξε»). Ένα άλλο ζήτημα είναι η προδοσία της φιλίας («Θλιμμένη όσο ποτέ, εξαπατημένη από τη δική της φίλη, πήρε το μαχαίρι και της ράγισε το λαιμό»). Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα που θέτει στο ποίημα η Διάκου είναι αυτό της ομορφιάς. Το αντίκρισμα ενός ανάπηρου άνδρα από την ηρωίδα την έκανε να σκεφτεί ότι «Η χωλότητά του της φαινόταν αγνή, όμορφη, τέλεια». Η ομορφιά και η τελειότητα ανακαλύπτεται ακριβώς στο σπάσιμο της αρμονίας, στην ασυμμετρία, στη ετερότητα.

Στο ποίημα «ο χορευτής», ένα από τα πιο όμορφα του βιβλίου, περιγράφεται μια ανδρική φιγούρα, ο χορευτής. Σε αυτό το ποίημα αισθάνεται κανείς μέσα από τον κομψό και προσεκτικό χειρισμό του ρυθμού, την κίνηση του σώματος, το σπάσιμο της μέσης και των μελών του σώματος, την σχεδόν αγωνιώδη αναπνοή που επιταχύνει προς μια κορύφωση-λύτρωση στο τέλος του ποιήματος. Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη της φράσης «κρεμάται επί» που από τη μία λειτουργεί ως ρεφραίν ή μάντρα του ποιήματος. Από την άλλη κορυφώνει αργά και μεθοδικά την ένταση του ποιήματος μέσα από μια αίσθηση διαρκούς αιώρησης πάνω από το αίνιγμα της ζωής. Διαβάζοντάς το κανείς, νιώθει την κίνηση ενός σώματος που χορεύει, που προσπαθεί να χορέψει, το ερωτικό σώμα που συσπάται μέχρι να φτάσει στον οργασμό ή τον νεκρικό σπασμό. 

Ταυτόχρονα, το ποίημα αποτελεί έναν ύστατο αποχαιρετισμό στη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα, στον συμβολικό της θάνατο και την κατάκτηση της ενηλικότητας («η μητέρα αρρωσταίνει», «εσύ είσαι; Είσαι εσύ;» τον ρωτά και πεθαίνει, «επιτέλους χορεύει»). Πρόκειται για ένα σώμα που απολαμβάνει με τη λακανική έννοια, ακροβατώντας μεταξύ οδύνης και ευχαρίστησης, ένα σώμα που οδηγείται στον μικρό θάνατο του οργασμού ή της τελικής σιωπής.

Τέλος, το ποίημα με τίτλο «η αδελφή μου η Κλάρα κι εγώ/ επίλογος», αποτελεί διαπραγμάτευση του θανάτου, με την ματιά ενός παιδιού αυτή τη φορά. Το άγχος θανάτου, μέσα σε αυτό το ποίημα ξεπερνιέται μέσα από τη διακωμώδηση του θανάτου, μέσα από τη χιουμοριστική του αναπαράσταση, μέσα από τη χρήση μαύρου χιούμορ («Ξαπλώνω στο διπλανό κρεβάτι και παίζω τη νεκρή τραγουδίστρια. Οι θαυμαστές μου κλαίνε και αφήνουνε βιολέτες στο φέρετρό μου. Η αδελφή μου κολλάει την τσίχλα της στο ξύλο. Το ίδιο κάνω κι εγώ»).

 

Η αγία ελληνική οικογένεια

Η μετάβαση από την παιδική και εφηβική ηλικία στη σκληρή ενηλικίωση συντελείται μέσα στα πολλές φορές δυσλειτουργικά πλαίσια της αγίας ελληνική οικογένειας, της οικογένειας- βραχυκύκλωμα όπως την ονομάζει ο Δημήτρης Παπανικολάου στο βιβλίο του «Κάτι τρέχει με την οικογένεια». Στο βιβλίο της Διάκου, περιγράφονται διάφορα πρόσωπα της ελληνικής οικογένειας όπως η μητέρα, ο πατέρας, η αδελφή και η γιαγιά. Θα επικεντρωθούμε στον ρόλο της μητέρας και του πατέρα, καθώς περιγράφονται εκτενέστερα. Η μητέρα φαίνεται να κυριαρχεί καθώς αναφέρεται 10 περίπου φορές σε πολλά ποιήματα του βιβλίου. Η μητέρα μπορεί να είναι απόμακρη ή να μην μπορεί να κατανοηθεί («και που κρύβει τη λίμνη εντελώς από τους θεατές. Όπου λίμνη βάλε μητέρα»), μπορεί να είναι σκληρή («η γλώσσα της σκληραίνει»), διαφεύγει ορισμών («η μητέρα είναι το καπέλο/ στέκεται πάνω στο κεφάλι μιας γυναίκας/ δεν είναι αυτή/ ποτέ δεν υπήρξε αυτή/ ούτε η άλλη»), αναζητά την υγρασία σε μια άνυδρη ζωή («η μητέρα μου καθαρίζει τη βεράντα/πάντα ξυπόλητη/αναζητά τον χώρο που θα αφήσει το νερό να μπει μέσα της»).

Πέρα από τις αναφορές στη λειτουργία της μητέρας μέσα στην οικογένεια, αρκετές είναι οι αναφορές στον πατέρα. Ο πατέρας χαρακτηρίζεται ως αυτός που κατέχει την εξουσία ακόμη και όταν υπονοείται ο θάνατός του («έπεσε το βράδυ και ήταν ο πατέρας ντυμένος Φαραώ που έκλεισε τα χέρια του στο στήθος»). Στο ποίημα «Νίνα/ για τον φόβο του πατέρα μου» ο πατέρας είναι ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και περιγράφεται με έντονο αρνητικό τρόπο. Ο πατέρας αναπαρίσταται ως κάποιος που θέλει να αποσύρεται από το σπίτι, ενώ το αμάξι μοιάζει μέρος της εξουσίας του («θέλει να παίρνει το αυτοκίνητο και να μην ρωτάει πολλά»). Η επικοινωνία της οικογένειας με τον πατέρα είναι περιορισμένη («Η κουζίνα και το μπάνιο, οι χώροι που συναντιόμαστε και μιλάμε»).  Ο πατέρας αδιαφορεί για τους άλλους, κοιτάζοντας τη διασκέδασή του, η οποία μοιάζει ακατανόητη για τα άλλα μέλη της οικογένειας («ο πατέρας γυρνά την πλάτη και διασκεδάζει λέγοντας το αστείο που μόνο ο ίδιος μπορεί να ακούσει»). Τέλος, ο πατέρας «Μας βάζει να στηρίζουμε τους καθρέφτες για να κοιτάει το πρόσωπο και τα ρούχα του»). Σε αυτό το ποίημα επικρατεί ο υποδόριος φόβος για ένα νάρκισσο πατέρα, που ασκεί συμβολική εξουσία επί των σωμάτων των μελών της οικογένειάς του, ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών, ενώ αδιαφορεί εντελώς για τους άλλους. Ο πάτερ φαμίλιας της αγίας ελληνικής οικογένειας όπως περιγράφεται στο ποίημα αποτελεί μια δριμεία κριτική στην πατριαρχική κουλτούρα.

 

Το έμφυλο υποκείμενο

Έντονος είναι ο έμφυλος λόγος και ρόλος του ποιητικού υποκειμένου στο βιβλίο της Διάκου. Τα περισσότερα πρόσωπα του βιβλίου είναι γυναίκες και αναφέρονται στη γυναικεία εμπειρία («Μια κοινότητα που είναι η αδελφή μου, εγώ και κάποιες άλλες που θα φανερωθούν αργότερα»). Η αναφορά σε μια μητρογραμμική γραμμή συνέχειας στο ποίημα «αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία» δείχνει ακριβώς την έγνοια της ποιήτριας για τον τρόπο που η γυναικεία εμπειρία μεταγγίζεται και κληροδοτείται από τη μια γενιά στην άλλη αλλά και τη θέση της γυναίκας στο οικογενειακό κύκλωμα, ευρύτερα. Επίσης, η κριτική στην πατριαρχία όπως αναλύσαμε παραπάνω, συνοδεύει το ερώτημα σχετικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια. Η έμφαση στους γυναικείους χαρακτήρες των ποιημάτων διαπερνά όλο το βιβλίο. Ακόμη και η σειρά κινουμένων σχεδίων winxclub αναφέρεται σε γυναίκες ηρωίδες που χαρακτηρίζονται από δυναμικότητα και ενεργητικότητα, που δρουν μέσα σε έναν κόσμο που διακρίνεται για τις σημαντικές γυναικείες φιγούρες της (μάγισσες, νεράιδες κτλ). Η έμφαση στη γυναικεία ταυτότητα δίνεται ακόμη και από τη χρήση αντωνυμιών («Η ηθοποιός λέει πως ονομάζεται Κλάρα και χαίρεται που παίρνουν τα δώρα, τα γλυκά, και το αλκοόλ γιατί η ίδια πρέπει να παραμείνει κρυμμένη στην εαυτή της»). Ίσως σε αυτόν τον στίχο η Διάκου προσπαθεί να παρουσιάσει την γυναικεία ταυτότητα ως κρυμμένη, ίσως γιατί η πατριαρχία δεν επιτρέπει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη έκφρασή της στον έρωτα και την αγάπη («Αλλιώς γίνεται θέατρο η ζωή και δε βρίσκεις αγάπη και δεν μπορείς να φιλάς κορίτσια και αγόρια που σου αρέσουν και πρέπει να εξηγείς τι θέλεις πριν το δεις». Στο ποίημα «αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία» η ποιήτρια διακηρύσσει την ελευθερία του σώματος να μεταμορφώνεται «το σώμα προβλέπεται/ έρχεται και με ντύνει με ένα καρό πουκάμισο/ είμαι αγόρι για σήμερα»). Στο ποίημα «ο χορευτής», ο ήρωας «αφηγείται μια απλή ιστορία/ ένας γιος που είναι και μια κόρη αφήνει το σπίτι για να ζήσει την περιπέτεια/ είναι ευαίσθητος/ είναι κολπικός σαν ηθοποιός). Η ελευθερία της ερωτικής επιθυμίας, το σκίασμα των ορίων μεταξύ των φύλων και η ρευστότητα της αγάπης αποτελούν σημαντικούς πυλώνες της ποίησης της Διάκου.

 

Το σώμα

Η ποίηση της Διάκου είναι σωματική και απτή. Δεν αναφέρεται σε απόμακρες ιδέες ή υψηλά νοήματα. Οι στίχοι της εφορμούν στο ενσώματο υποκείμενο, που χτυπάει, κλαίει, αρρωσταίνει, παχαίνει ή αδυνατίζει. Τα ποιήματά της με την αναφορά τους στο σώμα αλλά και σε άλλα αντικείμενα της πραγματικότητας, αποκτούν ένα βάρος σαν να κατείχαν μια υλική πυκνότητα. Μετατρέπονται σε περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται και ζουν και αναπνέουν οι ήρωες του ποιήματος και μαζί και οι αναγνώστες. Ωστόσο, ας επικεντρωθούμε στο σώμα.

Οι αναφορές τμημάτων ή μελών του ανθρώπινου σώματος είναι πολλαπλές. Τα «σκισμένα γόνατα» και οι «μαλακές κοιλιές» είναι σύμβολα της παιδικής αγνότητας, η κοιλιά «χώμα του σώματος» και «το λουλούδι που έμοιαζε στο σώμα της» σύμβολα της θνητότητας. Η αναφορά στο «πάτωμα των αγγείων σου τα κύτταρα το πλάσμα του αίματος» και ο χορός της ύλης από «δέρμα και όργανα και οστά» συνδέονται με την ασθένεια και την ευθραυστότητα του ανθρώπινου σώματος («πως αλλιώς να γίνει σκόνη η απόσταση, αυτός ο θυμωμένος άγγελος της απόστασης». Το σώμα άλλοτε συμβολίζει τη μνήμη  (Γιατί έχω τους νεκρούς στην κοιλιά μου»). Κάποιες φορές το σώμα συμβολίζει τον ναρκισισμό και την προσωπική ικανοποίηση των αναγκών («Ο πατέρας κρύβει την κοιλιά του σε ένα ριγέ πουκάμισο»).

 

Καταληκτικές σκέψεις

Η μετάβαση από την παιδική και εφηβική αθωότητα στην σκληρότητα της ενηλικίωσης και η κριτική της οικογένειας ως δυσλειτουργικής μέσα στην οποία συντελείται αυτή η μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα αποτελούν κεντρικούς άξονες του βιβλίου. Ταυτόχρονα, η καταγγελία της πατριαρχίας, το ερώτημα του τι συνιστά μια μητέρα για την κόρη της, το τι συνιστά μια γυναίκα σε έναν ανδρικό κόσμο αποτελούν βασικές σταθερές της ποίησης της Διάκου. Η χειραφέτηση της επιθυμίας, η μεταμόρφωση, η ρευστότητα του φύλου, η αναζήτηση ενός πρότυπου ενδυνάμωσης για τη γυναίκα συγκροτεί έναν φαινομενικά αόρατο αλλά καλοδουλεμένο στρατηγικό στόχο της ποίησής της. Η ποίηση της Διάκου χωρίς ίχνος καταγγελτισμού ή αισθηματολογίας καταφέρνει να υποδυθεί ένα χαριτωμένο ζωάκι που δε διστάζει να δαγκώσει αν προκληθεί. Ο θάνατος και η απώλεια καραδοκούν ως το αντίτιμο της εισόδου στην ενήλικη ζωή. Η μνήμη  είναι η μόνη σίγουρη κληρονομιά που μας κληροδοτείται από όσους αγαπημένους έχουμε χάσει. Τα αντικείμενα και το σώμα ιδωμένα μέσα από το φως της ποίησης της Διάκου μετατρέπονται από οικεία σε ημιστοιχειωμένα σπαράγματα ενός ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με τη γενναιότητα ενός παιδιού και τη σοφία ενός ενηλίκου που έχει γνωρίσει την απώλεια και τον θάνατο.

Η ποίηση της Διάκου αντλεί το μυστήριό της από ένα νόημα που βρίσκεται διαρκώς υπό διαμόρφωση καθώς απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη για να πραγματωθεί. Αυτή η γοητεία του νοήματος μιας ιστορίας που δεν καταλαβαίνουμε, αλλά τελικά καταλαβαίνουμε πολύ καλά, είναι το κρυφό ξόρκι που κάνει την ποίηση της Διάκου να λειτουργεί. Αν αφεθεί κανείς σε αυτή τη μαγεία που ενεργεί μεταξύ των στίχων, στη γητειά του να αποσιωπά ο στίχος περισσότερα από όσα λέει, είναι σίγουρο πως θα γοητευτεί.

 

Δούρβας Αργύρης

 

Σημείωση: Ευχαριστώ τον φίλο ποιητή Άκη Παραφέλα για την συζήτηση που είχαμε για το βιβλίο. Κάποιες δικές του παρατηρήσεις θα βρει ενσωματωμένες στο κείμενό μου για τον χορευτή.