Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Σ - Γιάννα Μπούκοβα

 





Τίτλος: Σ

Συγγραφέας: Γιάννα Μπούκοβα

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Φάρμακο

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 52


Στη γλωσσολογία το Σ αντιπροσωπεύει το σύνολο των συμβόλων που σχηματίζουν ένα αλφάβητο.
Στα μαθηματικά το Σ χρησιμοποιείται ως σύμβολο για τον τελεστή αθροίσματος.
Στη φυσική της συμπυκνωμένης ύλης το Σ υποδηλώνει την αυτο-ενέργεια.
Στη θεωρία πιθανοτήτων και στην στατιστική το Σ υποδηλώνει τον πίνακα συνδιακυμάνσεων ενός συνόλου τυχαίων μεταβλητών.
Στην αλχημεία το Σ χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές για να αντιπροσωπεύσει τη ζάχαρη.

(Από την έκδοση)


Σ - Γιάννα Μπούκοβα

 

Εισαγωγή

Η Γιάννα Μπούκοβα (1968) είναι δίγλωσση ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια γεννημένη στη Σόφια της Βουλγαρίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Από το 1994 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Στη Γιάννα Μπούκοβα απονεμήθηκε το Κρατικό βραβείο ποίησης Ivan Nikolov, το 2019 για το ποιητικό της βιβλίο «Οι σημειώσεις της γυναίκας φάντασμα».

Επίσης, έχει τιμηθεί με το Κρατικό βραβείο μετάφρασης, Hristo Danov για τη μετάφραση των Πυθιονικών ωδών του Πινδάρου. Επίσης, έχει μεταφράσει το σύνολο του σωζόμενου έργου της Σαπφώς και τα άπαντα του Κάτουλλου.

Στα βουλγαρικά έχουν εκδοθεί τρία ποιητικά βιβλία της Μπούκοβα, το Diocletians Palaces (1995), το Boat in the Eye (2000), και το Notes of the Phantom Woman (2018). Ταυτόχρονα, έχουν κυκλοφορήσει τρεις συλλογές διηγημάτων, το A As Anything (2006), το 4 Tales With no Return (2016) ενώ το 2009 κυκλοφόρησε τo μπορχεσιανό μυθιστόρημα με τίτλο, Traveling in the direction of the shadow.

Στα ελληνικά έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, τον Ελάχιστο κήπο (Ίκαρος, 2006), τη Drapetomania (Μικρή άρκτος, 2018) και το Σ (φρμκ, 2021). Τέλος, η Μπούκοβα είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του ποιητικού περιοδικού Φάρμακο και μέλος της πλατφόρμας «Greek poetry now».

Ο ελάχιστος κήπος, το πρώτο βιβλίο της Μπούκοβα στα ελληνικά μεταφράστηκε από τη βουλγαρική από τον ποιητή και σύντροφο της ποιήτριας, Δημήτρη Άλλο. Το βιβλίο περιέχει 33 ποιήματα (από τα οποία μόλις τρία έχουν γραφτεί εξ αρχής στα ελληνικά)  που εκτείνονται σε 56 σελίδες. Στο πρώτο βιβλίο της Μπούκοβα κυριαρχεί η αίσθηση του γκροτέσκου, ενώ η επίδραση του Σαχτούρη στα ποιήματα του βιβλίου είναι αρκετά εμφανής.  Όπως σημειώνει η Τιτίκα Δημητρούλια στο άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι νεότεροι ποιητές» (https://www.hartismag.gr/hartis-31/afierwma/o-miltos-saxtoyrhs-kai-oi-neoteroi-poihtes), η Μπούκοβα «είχε μαγευτεί με τον Σαχτούρη, όπως έχει επανειλημμένα εξομολογηθεί, πριν ακόμη μάθει ελληνικά, γνωρίζοντάς τον μέσα από τη μετάφραση. Στη συλλογή τού αφιερώνει ένα ποίημα. Κάλλιστα λοιπόν ο τίτλος μπορεί να θεωρηθεί (μετα)σαχτουρικός, με βάση τη θέση του κήπου διαχρονικά στην ποίησή του Σαχτούρη».

Το δεύτερο βιβλίο της Μπούκοβα, Drapetomania γράφεται σύμφωνα με την ίδια την ποιήτρια ταυτόχρονα και στα ελληνικά και στα βουλγαρικά. Στα βουλγαρικά κυκλοφόρησε με τον εναλλακτικό τίτλο «Οι σημειώσεις της γυναίκας φάντασμα». Το βιβλίο αυτό είναι αρκετά διαφορετικό από τον «Ελάχιστο κήπο» και μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η ποιήτρια επιτελεί ένα ποιητικό άλμα ως προς τη γλώσσα και τους ποιητικούς τρόπους της. Εμφανίζεται σαφώς πιο σίγουρη και ελέγχει απόλυτα το ποιητικό αποτέλεσμα που επιθυμεί να πετύχει. Στη Drapetomania, όπως υποστηρίζει η Τιτίκα Δημητρούλια κάποιες εικόνες θα μπορούσαν όντως να χαρακτηριστούν μεμονωμένα και σε επίπεδο κατασκευής μετασαχτουρικές», ωστόσο «αποτελούν επιμέρους στοιχεία  σε μια ποίηση με δικό της πλέον, αυτόνομο προσανατολισμό». Η Drapetomania βραβεύεται με το Κρατικό βραβείο ποίησης στη Βουλγαρία για αυτό το βιβλίο της. Στην Ελλάδα η Drapetomania φαίνεται να μένει άγνωστη στο αναγνωστικό κοινό της ποίησης παρά θετικές κριτικές που γράφτηκαν και παρά τη βράβευσή του.

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο που εξέδωσε η Μπούκοβα στα ελληνικά έχει τίτλο Σ και εκδόθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Φάρμακο. Το Σ είναι ένα βιβλίο 52 σελίδων για το οποίο έχει γραφτεί μόνο μία κριτική σύμφωνα με τη biblionet, από τη Μαρία Τοπάλη στην Καθημερινή με τίτλο, Σκώρος, σοσιαλδημοκρατία, σέικερ. Η περιορισμένη κριτικογραφία σχετικά με το Σ ίσως δείχνει την αμηχανία της κριτικής απέναντι σε ένα υβριδικό, ποιητικό κείμενο όπως το Σ.

 

Το  Σ

Το Σ ανήκει στην σειρά  Όντραντεκ των εκδόσεων Φάρμακο η οποία περιλαμβάνει βιβλία ποιητικά αλλά και ενδιάμεσων λοξών τρόπων, δοκιμές και υβρίδια. Η σειρά Όντραντεκ των εκδόσεων Φάρμακο ξεκίνησε την εμφάνισή της στον εκδοτικό χώρο με την έκδοση τριών καλαίσθητων βιβλίων, της Λίλυ Κραγκ, της Κατερίνας Ηλιοπούλου, του Σ, της Γιάννας Μπούκοβα και του Homo Camcordus του Γιάννη Ισιδώρου. Έτσι, το Σ πρέπει να προσεγγιστεί ως ένα βιβλίο λοξών τρόπων, ένα υβριδικό λεξικό που διερευνά νέους τρόπους στην ποίηση.

Το Σ είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, από τη μια φέρνει στον νου άλλα παραπλήσια εγχειρήματα, από την άλλη καταφέρνει να κάνει μοναδική την αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη. Για να κατανοήσει κανείς σε βάθος στο τι συνιστά ακριβώς το ποιητικό εγχείρημα του Σ και ποιες γλωσσολογικές θεωρίες ανακαλεί και επηρεάζεται από αυτές πρέπει να σταθεί στο σημείωμα της ποιήτριας στο τέλος του βιβλίου. Εκεί αναφέρει: «Το Σ είναι ένα λογοτεχνικό εγχείρημα που έχει ως στόχο/στοίχημα τον εκ νέου «λεξικογραφικό προσδιορισμό» κάθε ουσιαστικού που αρχίζει από σίγμα στην ελληνική γλώσσα. Εξετάζει και δοκιμάζει τις δυνατότητες της ποιητικής σκέψης σε συνθήκες «εξαναγκασμού» και τείνει προς μια ιδιότροπη δήλωση πίστης στον μεταφορικό λόγο. Μέχρι στιγμής αριθμεί 365 λήμματα, δηλαδή από ένα Σ για κάθε μέρα του έτους. Βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη». Μέσα σε αυτή την ομολογουμένως διατύπωση της σημείωσης της ποιήτριας μπορεί κάποιος να εντοπίσει αναφορές ή/ και υπαινιγμούς σε διάφορες προσεγγίσεις που πολύ γόνιμα υιοθετούνται κατά τη συγγραφή του βιβλίου. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, «ο λεξικογραφικός προσδιορισμός κάθε ουσιαστικού που ξεκινάει από σίγμα στην ελληνική γλώσσα» πρέπει να κατανοηθεί με τη βοήθεια της ντεριντιανής έννοιας του αρχείου, το οποίο βρίσκεται «διαρκώς σε εξέλιξη». Από την άλλη, «η ιδιότροπη δήλωση πίστης στον μεταφορικό λόγο» παραπέμπει στην Eννοιολογική Θεωρία της μεταφοράς και τη Θεωρία της μείξης όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Τέλος, «οι συνθήκες εξαναγκασμού» της ποιητικής σκέψης παραπέμπουν υπόρρητα στις δεσμεύσεις που επιβάλλουν στα κείμενά τους, τα μέλη της ομάδας OuLiPo. Πριν αναφερθούμε όμως σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις που διασταυρώνονται στο ποιητικό εγχείρημα του Σ, θα περιγράψουμε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Σ.

 

Το Σ και η ποίηση ντοκουμέντο

Το Σ συγκροτείται εξωτερικά τουλάχιστον ως ένα λεξικό που στοχεύει στον «λεξικογραφικό προσδιορισμό» κάθε ουσιαστικού που αρχίζει από σίγμα στην ελληνική γλώσσα. Κάθε λέξη αντιστοιχεί σε ένα λήμμα όπου επεξηγείται η «σημασία» της λέξης μέσα από μια ποιητική μεταφορά. Το Σ ως λεξικό συγγενεύει με το Λεξικό του διαβόλου του Αμβρόσιου Μπηρς, το Λεξικό των Χαζάρων του Πάβιτς, ενώ σε σχέση με την ελληνική παραγωγή ανάλογων κειμένων θυμίζει την Κωμωδία του Στίγκα και Ευαντινού, τη Διαλεκτική του Κολτσίδα και Τεμπρίδου και το Λεξικό των αναμνήσεων του Χουλιάρα. Παρά τις όποιες εξωτερικές ομοιότητες η Μπούκοβα καταφέρνει να μετατρέψει το Σ σε ένα τελείως ιδιαίτερο και ξεχωριστό κείμενο. Βέβαια, μπορεί κανείς να εντοπίσει ομοιότητες εκτός από το λεξικό και με το ημερολόγιο ποιημάτων. Τα λήμματα του Σ είναι σαν στιχάκια που είναι γραμμένα πίσω από τα χαρτάκια ενός ημερολογίου και έχουν μεγάλη ποικιλία. Την εντύπωση ότι οι στίχοι του Σ αντιστοιχούν σε ένα είδους ημερολογίου ποιημάτων εντείνει το γεγονός ότι αυτά είναι 365 στο σύνολό τους, δηλαδή, «από ένα Σ για κάθε μέρα του χρόνου», όπως σημειώνει η ποιήτρια στο τέλος του βιβλίου της, θέλοντας ίσως να τονίσει έτσι την εγγύτητα του εγχειρήματός της με το ημερολόγιο. Βέβαια, εκτός από το λεξικό και το ημερολόγιο ποιημάτων, το Σ συγγενεύει και με το λεγόμενο Γνωμολογικό, το οποίο ως γνωστό περιέχει γνωμικά δηλαδή εύστοχα διατυπωμένες κρίσεις με τρόπο επιγραμματικό. Το γνωμολογικό σχετίζεται στενά με τους αφορισμούς, τα αποφθέγματα και τις ρήσεις λαϊκής σοφίας. Τέλος, το Σ παραπέμπει υπογείως και σε φιλοσοφικούς ορισμούς. Ωστόσο με την στενή έννοια το Σ δεν ταυτίζεται με τίποτα από όλα όσα αναφέρθηκαν καθώς ενώ μιμείται κάποια χαρακτηριστικά του λεξικού, του ημερολόγιου ποιημάτων, του γνωμολόγιου ή των φιλοσοφικών ορισμών τελικά μένει ειδολογικά ακατάτακτο. Το Σ αμφισβητεί τα όρια των κειμενικών ειδών, των πεδίων της γνώσης και τις κατηγοριοποιήσεις, υπονομεύοντας τη σχέση μεταξύ ταυτότητας και διαφοράς.

Αναφέροντας τα παραπάνω εξωτερικά χαρακτηριστικά γίνεται αντιληπτό ότι η Μπούκοβα συνδιαλλέγεται σε αυτό το βιβλίο της με τη σύγχρονη τάση της ποίησης ντοκουμέντο. Η ποίηση ντοκουμέντο σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Ηλιοπούλου και η Μπούκοβα στο αντίστοιχο αφιέρωμα του περιοδικού Φάρμακο είναι «η ποίηση του πραγματικού, μια non fiction ποίηση που εισπράττει τη συμβολική και συγκινησιακή αξία του στεγνού γεγονότος και της γυμνής πληροφορίας ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας όλη την ποιητική δύναμη του ατόφιου, του μη επεξεργασμένου, του αυθεντικού». Η ποίηση ντοκουμέντο περιλαμβάνει «παραθέματα ή αντιγραφές κειμένων και δηλώσεων που δεν έγιναν από τον ίδιο τον ποιητή, όπως στατιστικές, επίσημα έγγραφα, ατόφιες μαρτυρίες, ειδησεογραφικά άρθρα, ιστορικές αφηγήσεις, γεωγραφικές ή λαογραφικές περιγραφές, και γενικώς κάθε είδος πληροφοριακού στοιχείου και «έτοιμου κειμένου» (found text) χρησιμοποιώντας τα ως βασικά γλωσσικά υλικά στη δομή του ποιητικού βιβλίου», όπως σημειώνουν οι ποιήτριες Ηλιοπούλου και Μπούκοβα.

Βασισμένοι σε αυτόν τον ορισμό και την περιγραφή των χαρακτηριστικών και των πηγών της ποίησης ντοκουμέντο μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι το Σ αντλεί από μη ποιητικές πηγές όπως το λεξικό, το ημερολόγιο, το γνωμολόγιο και μιμείται εν μέρει τη δομή τους και το υλικό που χρησιμοποιούν χωρίς ίσως να ταυτίζεται πλήρως με την έννοια της ποίησης ντοκουμέντου. Η Μπούκοβα δεν χρησιμοποιεί έτοιμο κείμενο ή αυθεντικό υλικό αλλά παράγει το δικό της ποιητικό υλικό με τρόπο ευφάνταστο και συχνά διασκεδαστικό. Η ποίηση ντοκουμέντο βρίσκεται στον βαθύτερο πυρήνα του ποιητικού της εγχειρήματος στο Σ και αυτό αποτυπώνεται στον τρόπο που δομεί και αναπτύσσει το βιβλίο της.

 

Η κοινωνική και πολιτική διάσταση του Σ

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ποίησης ντοκουμέντο είναι η κοινωνική και πολιτική διάστασή της. Η κατάδειξη των ανισοτήτων ταξικών, έμφυλων ή φυλετικών κάτω από το πρίσμα του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη είναι ένα βασικό γνώρισμά της. Το Σ αν και δεν μπορεί μάλλον να ταυτιστεί πλήρως με την ποίηση ντοκουμέντο έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της. Η κοινωνική και πολιτική διάσταση του Σ μέσα από τα λήμματα και τις λέξεις που λεξικογραφούνται είναι προφανής. Μέσα από το βιβλίο της Μπούκοβα σχολιάζεται η πολιτική πραγματικότητα με σύντομα, πυκνά και αρκετές φορές αιχμηρά σχόλια που δείχνουν ότι παρά τον φαινομενικά πολιτικά ουδέτερο χαρακτήρα ενός κειμένου όπως ένα λεξικό, το Σ καταφέρνει να είναι προσανατολισμένο στην κοινωνία.

Μέσα από το Σ σχολιάζονται διάφορες  πολιτικές ιδεολογίες, πολιτεύματα και πολιτικές τοποθετήσεις όπως ο ναζισμός (Σβάστικα είναι ο τετραγωνισμός του ιλίγγου), ο σοσιαλισμός (Σοσιαλισμός είναι κάτι που συζητάω μόνο με τον ψυχαναλυτή μου και Σφυροδρέπανο είναι ένα μαχαιροπίρουνο της ιστορίας), η σοσιαλδημοκρατία (Σοσιαλδημοκρατία είναι μια ταυτόσημη εξίσωση που ακόμη λύνεται), η κεντρώα θέση (Σαδομαζοχισμός είναι μια κεντρώα προσέγγιση), ο νεοφιλελευθερισμός (Σφήκα είναι μία νεοφιλελεύθερη μέλισσα) και η βασιλεία (Στέμμα είναι ένα κράνος με σοβαρά ελαττώματα). Επίσης, αναφέρεται και στο ζήτημα χρέους της Ελλάδας (Συμβία είναι κάτι σαν βιώσιμο χρέος). Η ποιήτρια έχει αμφίθυμη σχέση με το σοσιαλιστικό καθεστώς, απεχθάνεται τον ναζισμό, τη βασιλεία και τον νεοφιλελευθερισμό, ενώ αντιμετωπίζει τη σοσιαλδημοκρατία ως πρόβλημα προς επίλυση. Η Μπούκοβα μέσα από το Σ σχολιάζει επίσης τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και την ανακάλυψη της Αμερικής, η οποία συνοδεύτηκε από τη μετάδοση νοσημάτων στους ιθαγενείς (Σύφιλη είναι το αντίδοτο για τις χάντρες και Στόλος είναι μια οξεία λοίμωξη στις νέες ηπείρους). Τέλος, η Μπούκοβα αναφέρεται στον εθνικισμό (Σημαία είναι ένας συναισθηματικός μπερτές) και τον πόλεμο (Σημαιοφόρος είναι ένα κοντάρι που αιμορραγεί) με αρνητικό πρόσημο.

Η Μπούκοβα επεκτείνει την κοινωνική κριτική που ασκεί και στη θρησκεία εκτός από την πολιτική. Σχολιάζει μάλλον ειρωνικά και χιουμοριστικά την έννοια της θείας πρόνοιας (Σοδιά είναι η θεία πρόνοια ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες), τη βιβλική δημιουργία (Σκηνογράφος είναι ο θεός πριν την έκτη μέρα), τον παράδεισο (Σφαγή είναι ο παράδεισος με τα φώτα κλειστά), τον Σατανά (Σατανάς… ένας θεός ξέρει τι είναι), τη θεία αγάπη (Σπιρούνι είναι το μορς της θείας αγάπης), τον χριστιανισμό (Σταυρός είναι το ιδεόγραμμα του σώματος) αλλά και την έννοια του υποτιθέμενου θαύματος (Σπίρτο είναι ένα τρικ που θα έκανε τους πρόγονούς μας άθεους) και  (Σπίθα είναι το δάκρυ των θεών).

Σχετικό με τη θρησκεία είναι και το ζήτημα του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής, το οποίο απασχολεί την Μπούκοβα. Η Μπούκοβα φαίνεται να αρνείται τη δυνατότητα μιας μεταθανάτιας ζωής έτσι όπως την εμφανίζουν οι διάφορες θρησκείες. Έτσι, αναφέρεται στην προσπάθεια απόκρυψης του γεγονότος του θανάτου (Σάβανο είναι η μπούργκα μιας γυμνής αλήθειας), στην ταφή (Σπορά είναι η ταφή στην φάση της μανίας), στην επικοινωνία με τους νεκρούς (Σαμάνος είναι ο ιμπρεσάριος των νεκρών), στην εμπειρία του Κάτω κόσμου (Σκέπασμα είναι ένα παιχνίδι με τον Κάτω Κόσμο) και στη βίωση του πένθους (Σαράντα είναι μια απόφαση). Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, το Σ εστιάζει εκτός από την πολιτική και την θρησκεία στην επιστήμη και τον επιστημονικό λόγο μέσα από μια λογική συμφιλίωσης των θετικών και των ανθρωπιστικών επιστημών.

 

Το Σ ως ντεριντιανό αρχείο

Το βιβλίο Σ της Μπούκοβα πιστεύουμε ότι πρέπει να προσεγγιστεί μέσα από την έννοια του αρχείου έτσι όπως την περιέγραψε ο Ντερριντά. Πριν επιχειρήσουμε την ανάλυση του Σ, θα παρουσιάσουμε κάποια βασικά στοιχεία της έννοιας του αρχείου έτσι όπως περιγράφτηκαν από τον Ντερριντά στο βιβλίο του «Πυρετός για το αρχείο», το οποίο μεταφράστηκε ως «Η έννοια του αρχείου». Στον «Πυρετό για το αρχείο» ο Ντερριντά διαπραγματεύεται τη φροϊδική ψυχανάλυση ως επιστήμη του αρχείου. Σε αυτό το σημείο δεν θα μας απασχολήσει η κριτική του Ντερριντά στην ψυχανάλυση και θα σταθούμε αποκλειστικά στην έννοια του αρχείου. Το αρχείο σύμφωνα με την παραδοσιακή έννοια βασίζεται στην συλλογή, ταξινόμηση και αποθήκευση στοιχείων. Ο αρχειοθέτης έχει την εξουσία να περιλαμβάνει κάποια στοιχεία στο αρχείο και κάποια να αποκλείει. Το αρχείο σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη βασίζεται σε κάποιου είδους κανόνες και σε μια εξουσία πάνω στην οποία συγκροτείται. Ταυτόχρονα, το αρχείο λειτουργεί ως αποθετήριο των στοιχείων που βρίσκονται αποθηκευμένα σε αυτό. Ο Ντερριντά αντιμάχεται την παραδοσιακή αντίληψη σύμφωνα με την οποία το αρχείο συνιστά ένα αποθετήριο όπου κάθε του στοιχείο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί και το σύνολό του συγκροτεί μια ιδεώδη ενότητα και προτείνει μια έννοια του αρχείου ως ανοιχτού. Υποστηρίζει ότι η ενόρμηση θανάτου είναι αυτή που συγκρούεται με την επιθυμία του αρχείου και καθιστά το αρχείο αδύνατο με την παραδοσιακή έννοια. Η ενόρμηση θανάτου καταστρέφει το αρχείο ως τόπο απόθεσης. Επίσης, το αρχείο σταματά να συνδέεται μόνο με το παρελθόν αλλά σχετίζεται και με το μέλλον. Το ανοιχτό αρχείο που περιγράφει ο Ντερριντά σημαίνει ότι αυτό «μπορεί πάντα να επανα-ερμηνευτεί ή να αναδιαμορφωθεί. Το αρχείο δεν μπορεί ποτέ να κλείσει. Το αρχείο ανοίγεται στο μέλλον που έρχεται. Το αρχείο πρέπει να είναι ένα ανοιχτό βιβλίο, ένα άνοιγμα στο μέλλον, το αποθετήριο μιας υπόσχεσης, πρέπει να διαπερνάται από το πάθος για το αδύνατο. Το αρχείο είναι σημαδεμένο από την υπόσχεση αυτού που θα έλθει» όπως τονίζει ο Volsoo στο άρθρο του «Archiving otherwise: Some remarks on memory and historical responsibility» (2005). 

Η Μπούκοβα επιφανειακά φαίνεται να μιμείται τη μορφή και τη δομή ενός τυπικού αρχείου όπως μπορεί να θεωρηθεί ένα λεξικό, αφού σε αυτό ταξινομούνται λέξεις με βάση κανόνες και μπορεί κάθε λέξη να ανασυρθεί από αυτό, δηλαδή λειτουργεί ως αποθετήριο λέξεων. Η ίδια η ποιήτρια στο Σ λειτουργεί ως αρχειοθέτης όπου συγκεντρώνει, ταξινομεί και αποθέτει λέξεις στο βιβλίο, αποφασίζοντας ποια λέξη θα συμπεριλάβει και ποιες θα αποκλείσει. Ωστόσο, σε μια προσεκτική ανάγνωση κατανοεί κάποιος ότι προσεγγίζει την έννοια ενός ανοιχτού αρχείου όπως το ορίζει ο Ντερριντά. Όπως γράφει η Μπούκοβα στο σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου, το ποιητικό  εγχείρημα του Σ «βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη». Με αυτή την πρόταση θεωρούμε ότι δεν θα ακολουθήσει κάποιο άλλο βιβλίο που θα λειτουργεί συμπληρωματικά στο Σ με άλλες επιπρόσθετες λέξεις, αλλά ότι η Μπούκοβα θέλει να αναφερθεί στην ανοιχτότητα του εγχειρήματος. Το Σ είναι ένα αρχείο ανοιχτό που ποτέ δεν ολοκληρώνεται, ένα αρχείο που ανοίγεται στο μέλλον, ένα αδύνατο αρχείο με την έννοια που του δίνει ο Ντερριντά. Το αρχείο για τη Μπούκοβα είναι εν εξελίξει και ατελές. Ο αρχειοθέτης μπορεί να παράγει συνεχώς αρχείο γιατί αυτό ποτέ δεν ολοκληρώνεται.

Ωστόσο, είναι και άλλα στοιχεία που καθιστούν το αρχείο που συνιστά το Σ, μη παραδοσιακό, επιφέροντας «αναταραχή» στο αρχείο. Βασικοί κανόνες λεξικογράφησης σε ένα λεξικό όπως η αυστηρή αλφαβητική σειρά στο Σ καταστρατηγούνται διαρκώς. Οι λέξεις από Σ εμφανίζονται σε σειρά φαινομενικά χωρίς κάποιον αυστηρό κανόνα. Επίσης, η ερμηνεία των λέξεων στοχεύει στη μεγαλύτερη δυνατή πολυσημία ή αμφισημία, δηλαδή στην παραγωγή μιας ποιητικής μεταφοράς. Επιπρόσθετα, στο Σ η λειτουργία του λεξικού ως μέσου πληροφόρησης και ως αντικειμενικής πηγής γνώσης για τη γλώσσα ανατρέπεται.

Μια άλλη πτυχή του Σ, είναι η θραυσματικότητα των στοιχείων που το απαρτίζουν. Κάθε ποίημα- στίχος αποτελεί ένα θραύσμα το οποίο συνδέεται με τα υπόλοιπα θραύσματα κυρίως δομικά ως μέρους ενός ποιητικού λεξικού, αλλά δομικά ως προς τη δόμησή του ως μιας εννοιολογικής μεταφοράς. Πολλά ποιήματα επανέρχονται σε συγκεκριμένα ζητήματα που θίγει η ποιήτρια όπως η πολιτική, η θρησκεία, ή η επιστήμη αλλά όχι γραμμικά ή με βάση ένα συνεχές, αναδεικνύοντας έτσι την έννοια της θραυσματικότητας. Τέλος, το Σ χαρακτηρίζεται από την ετερογένεια των υλικών που το απαρτίζουν καθώς οι αναφορές του σε ποικίλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και οι αναφορές στον φυσικό κόσμο συνιστούν ένα πολύπλοκο κολάζ του κόσμου. Η γλώσσα του Σ είναι άλλοτε γλώσσα απλή και καθημερινή ενώ άλλοτε αναφέρεται στην ιδιόλεκτο των φυσικών επιστημών ή της πολιτικής τονίζοντας την ετερογένεια των γλωσσικών του υλικών.

Συνοψίζοντας, το Σ είναι ένα ανοιχτό, ντερριντιανό αρχείο. Βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη, έχει φασματικό χαρακτήρα, ανατρέπει τις τυπικές νόρμες του παραδοσιακού αρχείου που συνιστά ένα λεξικό, έχει θραυσματικό χαρακτήρα και παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια στη σύνθεση των γλωσσικών του υλικών. Η Μπούκοβα καταφέρνει να αντισταθεί στην επιθυμία για το αρχείο σεβόμενη την ενόρμηση θανάτου που αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια για συλλογή, καταγραφή και αποθήκευση των στοιχείων που απαρτίζουν το αρχείο. Η Μπούκοβα λειτουργεί ως αρχειοθέτης ενός έργου που η ίδια έχει ορίσει ως εξαρχής αδύνατου.

 

Το Σ και η θεωρία της εννοιολογικής μεταφοράς

Στο τέλος του βιβλίου Σ, η ποιήτρια αναφέρει ότι το Σ αποτελεί «μια ιδιότροπη δήλωση πίστης στον μεταφορικό λόγο», χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζει περισσότερα σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται η ποιήτρια την έννοια της μεταφοράς στην ποίηση και ποιον ρόλο παίζει αυτή στη δόμηση των ποιημάτων. Στο άρθρο της Μπούκοβα, με τίτλο, Η ποιητική σκέψη, το οποίο περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο, Τι μας μαθαίνει η τέχνη (εκδόσεις φρμκ, 2020) μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πιο ξεκάθαρα το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια της ποιητικής μεταφοράς. Όπως γράφει η Μπούκοβα, δεν αντιλαμβάνεται τη μεταφορά ως σχήμα λόγου αλλά ως εννοιακή ή εννοιολογική μεταφορά (conceptual metaphor) έτσι όπως ορίζεται μέσα από την γνωσιακή γλωσσολογία. Η γνωσιακή γλωσσολογία αντιλαμβάνεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή άποψη τη μεταφορά όχι ως τρόπος έκφρασης αλλά ως τρόπο σκέψης. Η εννοιακή μεταφορά στοχεύει στην έκφραση μιας ιδέας με τους όρους μιας άλλη. Όπως υποστηρίζει η ποιήτρια, «αυτή η ικανότητα για εννοιακό μιξάρισμα, για επεξεργασία του αφηρημένου με τα μέσα του κυριολεκτικού (και αντιστρόφως), αυτή η ideasthesia (όπως ορίζεται επίσης), μια συναισθησία ανάμεσα σε διαφορετικά εννοιακά πεδία, βρίσκεται στον πυρήνα της ποιητικής σκέψης». Η ποιήτρια αντιμετωπίζει την ποίηση ως «ατέρμονο εργαστήρι παραγωγής εννοιακών μεταφορών», όπου «η ευρηματικότητα, η νοητική ένταση α(ντι)συμβατικότητα ορίζουν την ύπαρξη και την ποιότητά τους». Βασισμένη στην αντίληψη της ποιητικής μεταφοράς ως τρόπου σκέψης και όχι ως τρόπου έκφρασης, η ποιήτρια θεωρεί ότι «η ποίηση είναι μια μορφή γνώσης, ισότιμη με άλλες γνωστικές στρατηγικές όπως η επιστημονική ή η φιλοσοφική σκέψη».

Η εννοιολογική προσέγγιση της μεταφοράς βασίζεται στη Eννοιολογική Θεωρία της μεταφοράς (Conceptual Metaphor Theory, CMT). Για να καταλάβει κανείς καλύτερα πώς αντιλαμβάνεται η Μπούκοβα την εννοιολογική μεταφορά θα πρέπει να αναφερθεί στο έργο των γνωσιακών γλωσσολόγων Lakoff & Johnson, που θεμελιώθηκε με τη δημοσίευση του βιβλίου, Metaphors we live by (1980). Οι Lakoff & Johnson (1980) ισχυρίστηκαν ότι η μεταφορά εκτός από γλωσσικό στολίδι είναι μια διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης η οποία δε διαφέρει στην καθημερινή ζωή από τη χρήση της στη λογοτεχνία. Στο μοντέλο της εννοιολογικής μεταφοράς, η μεταφορά προσεγγίζεται ως μεταφορική αντιστοίχιση ή χαρτογράφηση (metaphorical mapping), προκειμένου να γίνει κατανοητός ένας αφηρημένος τομέας στόχος (target domain) με όρους ενός πιο συγκεκριμένου τομέα πηγή (source domain). Ουσιαστικά στην εννοιολογική μεταφορά δημιουργείται ένα σύστημα αντιστοιχίσεων μεταξύ του τομέα πηγή και του τομέα στόχου. Συνήθως το σχήμα που υιοθετείται για να εκφραστεί μια εννοιολογική μεταφορά είναι η εξής: το Α είναι Β ή ο ΣΤΟΧΟΣ είναι ΠΗΓΗ. Παράδειγμα αυτού του σχήματος είναι η εξής μεταφορά: Η ΖΩΗ είναι ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Οι εννοιολογικές μεταφορές συνήθως γράφονται με κεφαλαία, ενώ η μεταφορική έννοια δηλώνεται πρώτη. Σχεδόν πάντα στις εννοιολογικές μεταφορές χρησιμοποιούν μια πιο αφηρημένη έννοια ως στόχο και μια πιο συγκεκριμένη έννοια ως πηγή. Οι εννοιολογικές μεταφορές μπορεί να είναι συμβατικές, δηλαδή να είναι παγιωμένες στη γλώσσα ή μπορεί να είναι καινοφανείς όπως είναι συνήθως αυτές που χρησιμοποιούνται στην ποίηση.

Ενδιαφέρον έχει να αναφερθεί κανείς και στη θεωρία της  εννοιολογικής ενσωμάτωσης ή θεωρίας της μείξης (Conceptual Integration (blending) theory) που διατυπώθηκε από τους Fauconnier & Turner (2002) και η οποία αναφέρεται έμμεσα από την ποιήτρια στο κείμενό της, «Η ποιητική σκέψη», ως «εννοιακό μιξάρισμα». Η θεωρία της μείξης βασίζεται και επεκτείνει την εννοιολογική θεωρία της μεταφοράς, η οποία διατυπώθηκε συνοπτικά παραπάνω. Ο στόχος της μείξης είναι η ενσωμάτωση πολλαπλών πτυχών της εμπειρίας.

O Fauconnier, εκτός από θεμελιωτής της θεωρίας της μείξης, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε την έννοια της ιδεοαισθησίας (ideasthesia) για να ερμηνεύσει τις εννοιολογικές μεταφορές. Ο όρος ιδεοαισθησία δημιουργήθηκε από τον Nicolic (2009) για να περιγράψει το φαινόμενο όπου αισθητηριακές εμπειρίες  μπορούν να προκληθούν από ένα ερέθισμα  μη αισθητηριακό,  από μια έννοια. Η ιδεοαισθησία σχετίζεται στενά με την συναισθησία.

Αφού αναφέρθηκαν τα βασικά στοιχεία της εννοιολογικής θεωρίας και της θεωρίας της μείξης μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι το Σ είναι δομημένο με βάση αυτές τις δύο θεωρίες. Κάθε ποίημα του βιβλίου έχει έκταση ενός στίχου και πρόκειται ουσιαστικά για μια πρόταση της μορφής το Α είναι Β, όπως για παράδειγμα «Σ είναι κάθε λέξη στη γλώσσα των φιδιών» ή «Σημαία είναι ένας συναισθηματικός μπερντές».  Τα 365 ποιήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο Σ αναπτύσσονται ακριβώς πάνω στη θεωρία της εννοιολογικής μεταφοράς, όπου η αρχική λέξη είναι το πεδίο στόχος και η δεύτερη είναι το πεδίο πηγή. Η αρχική λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά ενώ στη συνέχεια δίνεται η ποιητική της σημασία. Η αντιστοίχιση του στόχου με την πηγή μέσα από το σχήμα το Α είναι Β παράγει την ποιητική μεταφορά.  Επίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Μπούκοβα βασισμένη στη θεωρία της μείξης επιχειρεί μέσα από τις μεταφορές του βιβλίου τη «συναισθησία μεταξύ διαφορετικών πεδίων» όπως σημειώσαμε και στην αρχή του κειμένου. Τα πεδία αυτά περιλαμβάνουν έννοιες από την επιστήμη, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την πολιτική και άλλα. Οι μεταφορές που συγκροτεί η Μπούκοβα στοχεύουν στο να γίνονται αντιληπτές ακαριαία, θα έλεγε κανείς συναισθησιακά ή ακριβέστερα ιδεοσυναισθησιακά. Κάθε μεταφορά του Σ στοχεύει  στο να γίνει κατανοητή μέσα από τις αισθήσεις και όχι μόνο στενά εννοιολογικά.

Τέλος, επισημαίνουμε ότι η εννοιολογική μεταφορά γίνεται αντιληπτή ως γνωστικό εργαλείο, ως τρόπος σκέψης από τη γνωσιακή γλωσσολογία όπως εξηγήσαμε παραπάνω, με αποτέλεσμα το Σ να είναι το απαύγασμα μιας ποιητικής γνώσης. Η ποιητική γνώση μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα από εννοιολογικές μεταφορές, ενώ το νόημά της δεν μπορεί να αποδοθεί αντικαθιστώντας τη μεταφορά με κάποια αντίστοιχη κυριολεξία χωρίς να χαθεί ένα σημαντικό μέρος της σημασίας. Το Σ είναι μια τεράστια εννοιολογική μεταφορά για την γνώση που προσφέρει η ποίηση για τον κόσμο και τα πράγματα.

 

Το Σ και οι φυσικές επιστήμες. Ένα πεδίο συνδιαλλαγής μεταξύ ποίησης και επιστήμης.

Η συμπερίληψη εννοιών των θετικών επιστημών δεν είναι συχνή στην (ελληνική) ποίηση. Ένα από τα πιο αξιόλογα παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν είναι το «Μπρα ντε φερ. Ένας χειρισμός πρόγνωσης», του Ιορδάνη Παπαδόπουλου, στο οποίο αναπαράγεται το γλωσσικό ιδίωμα των φυσικών επιστημών με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Η Γιάννα Μπούκοβα αναφέρει στο βιβλίο της Σ, πολλές λέξεις, θεωρίες και έννοιες που σχετίζονται με τις φυσικές επιστήμες.  Η εστίαση της Μπούκοβα στη γλώσσα των σκληρών επιστημών είναι φανερό ακόμη και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της όπου αναφέρεται στον ρόλο και την έννοια του Σ στα μαθηματικά, τη φυσική, στη θεωρία των πιθανοτήτων και στη στατιστική, στην αλχημεία από όπου ξεπήδησε η σύγχρονη χημεία καθώς και στη γλωσσολογία.

Επίσης, στη Drapetomania είναι ξεκάθαρες οι αναφορές σε έννοιες όπως το Dna του αστραλοπίθηκου γνωστού ως Lucy, στις σημειώσεις της γυναίκας φάντασμα και στην ανίχνευση της ακτινοβολίας υποβάθρου στο Tractaus, όπως επεξηγεί άλλωστε η ποιήτρια στις σημειώσεις του βιβλίου. Επίσης, έχει ενδιαφέρον η αναφορά σε μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, αυτή της επίπεδης γης.

Η Μπούκοβα έχει σχολιάσει η ίδια το ενδιαφέρον της για τις φυσικές επιστήμες και την ένταξη εννοιών τους μέσα στην ποίησή της. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα τα Νέα, με αφιέρωμα-ερώτημα σε εννιά ποιητές/τριες «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης, σχολιάζει: «Βρίσκω μεγάλη ποιητική δυναμική στη χρήση του μεταφορικού λόγο στη σύγχρονη φυσική, στην αφήγηση με λέξεις των φυσικών φαινομένων. Πιστεύω ότι εκείνη η στιγμή που σε μια διάλεξη του 1967 επάνω στις ιδιότητες του «αντικειμένου βαρυτικής κατάρρευσης» κάποιος διέκοψε τον ομιλητή, ο οποίος σκόνταφτε συχνά στη μακριά ονομασία, και του πρότεινε: «Γιατί δεν το λες απλά "μαύρη τρύπα";», ήταν στιγμή ποίησης». Η ποιήτρια δηλώνει την έλξη της για τη χρήση του μεταφορικού λόγου στις φυσικές επιστήμες και διακρίνει σε αυτόν μια ομοιότητα με την ποίηση. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, το Σ έχει πολυπληθείς μεταφορές που εμπλέκουν έννοιες των φυσικών επιστημών.

Η Μπούκοβα στη ίδια συνέντευξη συνεχίζει λέγοντας: «Βρίσκω μεγάλη γοητεία στην παραδοξολογία της κβαντικής φυσικής, στην αρχή της απροσδιοριστίας, στο αναπόφευκτο του «αποτυπώματος» του παρατηρητή επάνω στο φαινόμενο που εξετάζει. Ακούγονται στο αφτί μου σαν τις εύστοχες διατυπώσεις μιας αισθητικής θεωρίας» (https://www.tanea.gr/print/2018/12/22/lifearts/pou-synantate-crto-poiitiko-crektos-tis-poiisis/). Με αυτή τη δήλωσή της ποιήτριας είναι κατανοητό ότι δεν ενδιαφέρεται για τη μεταφορική χρήση του λόγου στις φυσικές επιστήμες απλώς ως εργαλείο για να το αξιοποιήσει στο ποιητικό της εγχείρημα αλλά στοχεύει υψηλότερα. Αναζητά και προτείνει μέσα από τα βιβλία της, όπως τη Drapetomania και το Σ, μια νέα αισθητική που αίρει την φαινομενική αντίθεση μεταξύ σκληρών (θετικών) και ανθρωπιστικών επιστημών, μεταξύ επιστήμης και ποίησης. Η συζήτηση για την αντίθεση της κουλτούρας των φυσικών επιστημών και της λογοτεχνίας και η αναζήτηση μιας τρίτης κουλτούρας που θα λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των δύο έχει τις ρίζες της στο παρελθόν. Θα είχε ενδιαφέρον να αναπτυχθεί συνοπτικά αυτό το ζήτημα καθώς η ποιήτρια αντλεί στοιχεία από αυτό για να αναπτύξει την ποιητική της.

 

Οι δύο κουλτούρες.

Ο Snow το 1959 έδωσε μια διάλεξη με τίτλο, Οι δύο κουλτούρες, η οποία δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση». Το βιβλίο συμπληρώθηκε το 1964 με το κείμενο, Μια επανεξέταση. Η βασική θέση του βιβλίου είναι ότι οι φυσικές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες συμπυκνώνουν τη διανοητική ζωή όλης της δυτικής κοινωνίας παρουσιάζουν μια ριζική διάσταση μεταξύ τους δημιουργώντας μείζονα προβλήματα και στις δύο κουλτούρες στην προσπάθειά τους να επιλύσουν προβλήματα. Μεταξύ των δύο μορφών κουλτούρας υπάρχει ένα χάσμα ασυνεννοησίας και μη επικοινωνίας, σχηματίζοντας δύο αντιθετικούς πόλους στην ανθρώπινη διανόηση.  Ο Snow σχηματοποιεί το χάσμα μιλώντας για ανθρώπους που γνωρίζουν τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής και για ανθρώπους που διαβάζουν έργα του Σαίξπηρ χωρίς να έχουν τη δυνατότητα συνδιαλλαγής. Στην επανεξέταση, ο Snow εμφανίζεται πιο αισιόδοξος, πιθανολογώντας την εμφάνιση μιας τρίτης κουλτούρας που θα λειτουργήσει διαμεσολαβητικά μεταξύ των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών, γεφυρώνοντας το πολιτισμικό χάσμα.

Σήμερα είναι κοινά αποδεκτό μεταξύ των ερευνητών ότι η κουλτούρα της επιστήμης παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την κουλτούρα της λογοτεχνίας και της ποίησης. Οι επιστημονικές θεωρίες αποτελούν και αυτές ρηματικές πρακτικές που χρησιμοποιούν διαλογικά επιχειρήματα και την πειθώ για να στηριχθούν. Επίσης, η χρήση μεταφορών, αναλογιών, η παρατήρηση και η χρήση νοητικών εικόνων τα οποία εντοπίζονται ως στοιχεία της κουλτούρας των λεγόμενων σκληρών ή θετικών επιστημών αποτελούν στοιχεία που εντοπίζει κανείς και στο πεδίο της ποίησης. Την άποψη των σύγχρονων επιστημολόγων φαίνεται ότι υιοθετεί και η Γιάννα Μπούκοβα στα δύο πρόσφατα βιβλία της, καθώς αξιοποιεί τον μεταφορικό λόγο των φυσικών επιστημών.

Η μεταφορική γλώσσα των φυσικών επιστημών στο Σ

Το Σ είναι ένα βιβλίο βασισμένο σε εννοιολογικές μεταφορές όπως δείξαμε παραπάνω. Στις μεταφορές που κατασκευάζει η ποιήτρια αξιοποιεί ένα ευρύ φάσμα εννοιών που ανήκουν στη φυσική, στα μαθηματικά, στη χημεία, στη βιολογία αλλά και στη γλωσσολογία. Έννοιες που αναφέρονται στη φυσική είναι οι εξής: χώρος, χρόνος, ύλη, σωματίδιο, ορμή, άπειρο, τυχαίο, δυσδιάστατο σύμπαν, το πείραμα του Σρέντιγκερ, ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής, πυρηνική φυσική, βαρύτητα, ταχύτητα, ευθύγραμμη κίνηση, χρονομετρία, κοσμογραφία και στρατόσφαιρα. Έννοιες που αναφέρονται στα μαθηματικά είναι οι εξής: εξίσωση, συμμετρία, ευθεία, συχνότητα, στατιστική, ευκλείδεια γεωμετρία, θεωρία των συνόλων, μαθηματική αναπαράσταση και πηλίκο. Έννοιες που αναφέρονται στη βιολογία είναι το γενετικό υλικό ενώ στη χημεία το χημικό στοιχείο και ο σίδηρος. Τέλος, στη γλωσσολογία αναφέρονται οι εξής έννοιες: πρόταση, σημείο, σημειωτική, γραμματική, σημειολογία και ετυμολογία. Το Σ υιοθετεί μια διεπιστημονική χρήση της γλώσσας, διαπερνώντας διαφορετικά πεδία και φωτίζοντας τη γλώσσα από πολλές οπτικές και ιδιολέκτους. Ουσιαστικά, αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της γνώσης που προσφέρουν οι φυσικές επιστήμες για να αποδώσει την ποιητική γνώση η οποία παράγεται μέσα από τις εννοιολογικές μεταφορές.

 

Το Σ και το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας (OuLiPo).

Η Μπούκοβα στο τέλος του βιβλίου της στο σύντομο κείμενο που ήδη παρουσιάσαμε συμπυκνώνει τις βασικές επιρροές και τον γενικό προσαντολισμό του Σ. Σε αυτό το πυκνό σαν ποίημα συγγραφικό σημείωμα, η Μπούκοβα μιλά για την παραγωγή του ποιητικού της υλικού «σε συνθήκες εξαναγκασμού». Μια πρώτη ανάγνωση θα ήταν να ταυτίσουμε τον εξαναγκασμό με τον φροϊδικό καταναγκασμό για επανάληψη. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία το κάθε λήμμα του άτυπου λεξικού που συνιστά το Σ, είναι επανάληψη της δομής του προηγούμενου. Το Σ είναι μια μηχανή (ανα)παραγωγής της δομής της εννοιολογικής μεταφοράς. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι ο εξαναγκασμός στον οποίο αναφέρεται η Μπούκοβα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας (OuLiPo).

Το εργαστήρι δυνητικής λογοτεχνίας είναι ένα κίνημα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60 στη Γαλλία. Το κίνημα αυτό προσέγγιζε τη λογοτεχνία όπως γράφει ο Αχιλλέαςς Κυριακίδης στο κείμενό του «Η λογοτεχνία οδηγίες χρήσης» εφαρμόζοντας την περίφημη φράση του Λούις Στίβενσον που επαναλάμβανε ο Μπόρχες ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι αλλά ένα παιχνίδι που πρέπει να παίζουμε με τη σοβαρότητα που αποδίδουν τα παιδιά το παιχνίδι τους. Οι συμμετέχοντες στο εργαστήρι δυνητικής λογοτεχνίας πίστευαν ότι ορίζοντας κανόνες κατά τη συγγραφή, διεύρυναν τις δυνατότητες εξερεύνησης της γραφής. Όπως γράφει ο Αχιλλέας Κυριακίδης «τα δεσμευτικά αξιώματα (contraintes) κατατείνουν και συχνά οδηγούν στην αποδέσμευση ανεξάντλητων κοιτασμάτων του τυχαίου».

Το Σ της Μπούκοβα φαίνεται να βασίζεται τόσο σε κανόνες ή δεσμεύσεις που απελευθερώνουν δυνατότητες της γραφής, ενώ από την άλλη υπάρχει και μια αίσθηση τυχαίου ή παιγνιώδους. Μια από τις (αυτό)δεσμεύσεις άλλωστε του OuLiPo είναι οι αλφαβητικές δεσμεύσεις. Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι η επιμονή της ποιήτριας σε λέξεις που αρχίζουν από σίγμα είναι μια αντιστροφή του ουλιανού λιπογράμματος. Το λιπόγραμμα είναι ένα «έργο στο οποίο επιδιώκει κανείς να μη χρησιμοποιήσει ένα συγκεκριμένο γράμμα του αλφάβητου» όπως αναφέρουν ο Ζωρζ Περέκ στην Ιστορία του λιπογράμματος (Παίζουμε λογοτεχνία, Εκδόσεις opera). Η Μπούκοβα φαίνεται στο Σ να «εξαναγκάζεται» να χρησιμοποιήσει ως αρχικό γράμμα κάθε στίχου το Σ.  Μια άλλη (αυτό)δέσμευση του Σ είναι η παρουσίαση 365 λημμάτων, όσων δηλαδή οι μέρες ενός έτους, προσομοιάζοντας έτσι με τα στιχάκια που συναντούμε στην πίσω μεριά από τα ημερολόγια ποιημάτων. Μια τρίτη φανερή δέσμευση είναι ότι κάθε στίχος θα βασίζεται σε μια εννοιολογική μεταφορά, δηλαδή θα βασίζεται στη δομή Α είναι Β, όπως δείξαμε παραπάνω. Μια τέταρτη δέσμευση ίσως είναι κάθε ποίημα να ολοκληρώνεται σε έναν μόνο στίχο. Επιπρόσθετα, μια ακόμη ίσως δέσμευση της ποιήτριας είναι το βιβλίο να γραφτεί εξολοκλήρου στα ελληνικά, καθώς η γραφή του στα βουλγαρικά δε θα έβρισκε ακριβή αντιστοιχία αφού βασίζεται στην εκφορά των λέξεων που αρχίζουν από σίγμα στα ελληνικά. Οι δεσμεύσεις ή εξαναγκασμοί που περιγράψαμε και φαίνεται να συγκροτούν το Σ ίσως αναρωτηθεί κανείς πού βασίζονται. Οι κανόνες που θέτει η ποιήτρια είναι αυθαίρετοι και βασίζονται αποκλειστικά στην ίδια την ποιήτρια. Η ποιήτρια οργανώνει το παιχνίδι και τους κανόνες του με τους προσωπικούς της όρους. Οι συγκεκριμένοι κανόνες έτσι δεν έχουν απόλυτη σημασία, για παράδειγμα η ποιήτρια θα μπορούσε να επιλέξει ένα άλλο γράμμα από το σίγμα για να αναπτύξει το ποιητικό της εγχείρημα. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι η αναγνώριση του παιχνιδιού, η χαρά του να παίζεις και η αυστηρή δέσμευση στους κανόνες του.

Τέλος, όπως αναφέραμε ένα κείμενο βασισμένο σε δεσμεύσεις επιτρέπει ταυτόχρονα και την ανάδυση του τυχαίου και του παιγνιώδους. Για παράδειγμα στο Σ η σειρά των λέξεων που λεξικογραφούνται φαίνεται να μην υπακούει κάποιο στενό κανόνα, αλλά να αφήνεται σε ένα είδος συνειρμικής σκέψης ή τυχαίου περάσματος. Πολλές φορές οι λέξεις μπαίνουν σε σειρά με βάση τα όμοια αρχικά τους γράμματα, ενώ άλλες φορές επιχειρείται να μπουν στη σειρά λέξεις που αναφέρονται σε διαφορετικά πεδία η μία από την άλλη χωρίς περαιτέρω δεσμεύσεις.

 

Τελικές επισημάνσεις

Η Μπούκοβα καταφέρνει στο Σ να δημιουργήσει ένα υβριδικό κείμενο που συγγενεύει με το λεξικό, το ημερολόγιο ποιημάτων, το γνωμολογικό  ή μια συλλογή φιλοσοφικών ορισμών. Το βιβλίο της φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τη λογική της ποίησης ντοκουμέντο χωρίς όμως να χρησιμοποιεί έτοιμα κείμενα καθώς η ποιήτρια δημιουργεί δικό της ποιητικό υλικό. Ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου, αυτό εστιάζει σε τρία βασικά πεδία, την επιστήμη, την πολιτική και τη θρησκεία ασκώντας σε αυτά κοινωνική και πολιτική κριτική. Η Μπούκοβα επιχειρεί να σχολιάσει αυτά τα τρία πεδία με ένα λοξό τρόπο, άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με χιούμορ. Η αμφισβήτηση της θρησκείας, η δυσπιστία προς τον πολιτικό λόγο και η προσπάθεια συμφιλίωσης επιστήμης και ποίησης αποτελούν βασικές συνιστώσες της κοινωνικής κριτικής που εκδιπλώνεται χαμηλόφωνα και διακριτικά στο βιβλίο. Ως προς τη δομή του βιβλίου φαίνεται να ταυτίζεται με την έννοια του ντεριντιανού αρχείου. Το Σ είναι ένα ανοιχτό αρχείο, που δεν κλείνει ποτέ, που βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη και στο οποίο παραδοσιακοί κανόνες ταξινόμησης αμφισβητούνται, ενώ κυριαρχεί το θραυσματικό στοιχείο και η ετερογένεια. Ως προς τη δόμηση κάθε ποιήματος- στίχου  φαίνεται να βασίζεται στη θεωρία της εννοιολογικής μεταφοράς (Α είναι Β). Στόχος της ποιήτριας είναι τα μονόστιχα ποιήματα του βιβλίου να προσληφθούν από τον αναγνώστη ιδεοσυναισθησιακά. Το βιβλίο φαίνεται να έχει συγκροτηθεί με βάση κανόνες που η ίδια η ποιήτρια έχει θέση στον εαυτό της φαινομενικά αυθαίρετοι όπως η επιλογή του γράμματος Σ ως γράμμα στο οποίο θα στηριχθεί το βιβλίο. Αυτοί οι «εξαναγκασμοί» που επιβάλλει η Μπούκοβα στον εαυτό της βασίζεται στο Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας και συμβάλλει γόνιμα στη δημιουργική εκδίπλωση του βιβλίου. Το Σ είναι ένα βιβλίο που φαινομενικά φαίνεται να έχει αγνοηθεί από το αναγνωστικό κοινό και τη λογοτεχνική κριτική. Ωστόσο, είναι ένα βιβλίο που παρά τον παράδοξο και κάποτε χιουμοριστικό χαρακτήρα του θεμελιώνεται στέρεα στη θεωρία και επιτυγχάνει τον στόχο του να λειτουργήσει ακαριαία στον αναγνώστη. Το Σ είναι ένα σπάνιο εγχείρημα γλωσσικής τόλμης, ευφυΐας, χιούμορ και ειρωνείας που σχολιάζει υπόγεια τα πεδία του πολιτικού, της τέχνης και της επιστήμης προσκαλώντας τον αναγνώστη να ανοιχτεί στο καινούργιο, στο παράδοξο, σε αυτό το πλούσιο μείγμα όπου η σκληρή πραγματικότητα εμπλουτίζεται από τη φαντασία. Η Μπούκοβα επιχειρεί να προάγει την ποίηση ως μορφή γνώσης, να συμφιλιώσει την επιστημονική κουλτούρα με το λογοτεχνικό πεδίο, να εισάγει στην ποίηση τους κανόνες ενός προσωπικού παιχνιδιού. Το Σ ανοίγεται στην ανθρώπινη εμπειρία και τονίζει την αλήθεια της ποίησης που δεν μπορεί να λεχθεί παρά μόνο λέγοντας το ποίημα.


Δούρβας Αργύρης