Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Καθαριστήριο. Σάτιρες- Ορφέας Απέργης. Σχόλια στο «Μανιφέστο του κινηματισμού»

 






Τίτλος: Καθαριστήριο. Σάτιρες.

Συγγραφέας: Ορφέας Απέργης

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Πατάκης

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 328


Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκκλησιαστικοί παράγοντες, όργανα της τάξεως, τηλεπιδημιολόγοι, μεγαλοεπιχειρηματίες και μικρέμποροι, διαπλεκόμενοι και αλληλοαποκλειόμενοι, κιουρέιτορς και «καλλιτέχναι», σκηνοθέτες και στάρλετ, ψευδοφιλόσοφοι και ψευδομάρτυρες, Έλληνες και φιλέλληνες και μισέλληνες και ξένοι γενικώς, φαλλοκράτες και φαλλοκράτισσες, κιμπάρηδες και τσιγκούνηδες, συντηρητικοί κι αναρχοδιεθνίστριες, αθλητές, κριτές και χρονομέτρες, αλλά και εκλεκτοί εργατοπατέρες κι εργατομανάδες του λογοτεχνικού σιναφιού: κανείς δε γλιτώνει από τον σατιρογραφικό οίστρο του Ορφέα Απέργη, ο οποίος, με λαμπερό χιούμορ και σαρκαστική ιεροσυλία, γράφει μια ποιητική σύνθεση που μπορεί να διαβαστεί και ως κατάθεση του αντι-εορτασμού των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση.


Καθαριστήριο. Σάτιρες- Ορφέας Απέργης

Σχόλια στο «Μανιφέστο του κινηματισμού»


Γενικές επισημάνσεις

Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Υ», ο Ορφέας Απέργης φαίνεται να προχωρά στην ανασκόπηση της παράδοσης υπό το βάρος του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η ποικιλία των ποιητικών μορφών, οι εναλλαγές ύφους και ύψους, η αξιοποίηση του ελεύθερου στίχου αλλά και της παραδοσιακής στιχοποιίας δείχνουν ότι πρόκειται για έναν πολυδύναμο ποιητή που δε διστάζει να πειραματιστεί με το ποιητικό του υλικό, διατρέχοντας εν τάχει ένα μεγάλο φάσμα της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης με διαρκή εστίαση όμως στο παρόν και το μέλλον της. Στο δεύτερο βιβλίο του, «Η Γλώσσα τους», ο Απέργης φαίνεται να περνά στο στάδιο της αναθεώρησης όπως το ονομάζει ο ίδιος στο «Καθαριστήριο», δηλαδή στο στάδιο σχηματοποίησης μιας νέας ποίησης μετα-μεταμοντέρνας ή υπερμοντέρνας. Ο ποιητής επιχειρεί να συγκροτήσει ευρύτερες σπονδυλωτές συνθέσεις με έντονο το στοιχείο της αφήγησης.  Στο «Σαν χρέος» ο Απέργης κατακτά πλήρως τον χειρισμό μεγάλων αφηγηματικών ποιημάτων, ενώ εντείνει την αντιλυρική τους χροιά με στόχο να αντιταχτεί στη συναισθηματολογία και τον ψεύτικο λυρισμό μεγάλου μέρους της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Το «Καθαριστήριο» αποτελεί καταστάλαγμα και προέκταση των κατακτήσεων του ποιητή. Σε αυτό το βιβλίο το σατυρικό στοιχείο που ενυπήρχε με άλλα στοιχεία επικά ή λυρικά κυριαρχεί σχεδόν εξολοκλήρου. Επίσης, σε αυτό το βιβλίο ο Απέργης αναφέρεται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με τρόπο σαφή και διαυγή, μη διστάζοντας να ασκήσει κριτική και να σατιρίσει.

Το «Καθαριστήριο» αποτελεί ένα ιερόσυλο βιβλίο ανελέητης σάτιρας, όπου το βιτριολικό χιούμορ, η ειρωνεία, τα γλωσσικά παιχνίδια και οι εναλλαγές υψηλού και χαμηλού τόνου κυριαρχούν. Η αποδόμηση της κυρίαρχης πολιτικής σκηνής, η κριτική στην αριστερή διακυβέρνηση, η σάτιρα του ελληνοκεντρισμού, η αποκαθήλωση ιστορικών αυθεντιών, η ειρωνική αντιμετώπιση του θρησκευτικού φανατισμού, της συνωμοσιολογίας, της αριθμοσοφίας, της ψυχανάλυσης, της πολιτιστικής διαχείρισης, ορισμένων όψεων της φιλοσοφίας αποτελούν μόνο μερικούς στόχους της σάτιρας του Απέργη. Οι σάτιρες του Απέργη δεν στοχεύουν στη ψυχαγωγία και τη διασκέδαση. Αποτελούν μια οργανωμένη επίθεση του ποιητή σε ότι τον ενοχλεί, ότι θεωρεί ότι επισκιάζει τη ζωή, ότι διαστρεβλώνει την αντίληψη της πραγματικότητας, ό,τι αντιστοιχεί σε έναν πνευματικό μεσαίωνα. Ενοχλητική, επιθετική, βέβηλη και ανίερη δεν αναγνωρίζει ιερές αγελάδες και στοχεύει στο να λειτουργήσει ως ένα είδος καθαρτικής διαδικασίας που θα απαλλάξει τον ποιητή και ίσως τον αναγνώστη από κάθε πτυχή της σύγχρονης νεοελληνικής πραγματικότητας που δημιουργεί θυμηδία ή οργή.

 

Το μανιφέστο του κινηματισμού

Ωστόσο στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι να παρουσιάσει το «Καθαριστήριο» στο σύνολό του καθώς αυτό θα απαιτούσε μια εργασία πολύ πιο επίπονη και προσεκτική. Αντιθέτως, το παρόν κείμενο εστιάζει στο τελευταίο μέρος του βιβλίου «Καθαριστήριο» με τίτλο, «Το μανιφέστο του κινηματισμού [Καθαριστηρίου επίμετρον] ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤ(R)ΕΣ–».  Η επιλογή να σχολιαστεί το επίμετρο του «Καθαριστήριου» βασίζεται στον εξής λόγο: σε αυτή την ενότητα ο Απέργης δεν αρκείται στη σάτιρα και την αποδόμηση μύθων αλλά παίρνει θέσεις για τον ρόλο και τη λειτουργία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, της νέας ποίησης όπως την αποκαλεί ο Απέργης.  Η παρουσίαση αυτών των θέσεων είναι ενδιαφέρουσα καθώς μέσα από αυτές δομείται ένα ανοιχτό πεδίο ανταλλαγής απόψεων ή/και αντιπαραθέσεων σχετικά με τι νέα ποίηση, τον πολιτικό της προσανατολισμό και τι αυτή κομίζει. Οι θέσεις του Απέργη αποτελούν όπως θα δείξουμε στη συνέχεια σχολιασμό στις θέσεις που διατύπωσε ο Βασίλης Λαμπρόπουλος το 2015 με τίτλο «Αριστερή μελαγχολική ποίηση: Η γενιά του 2000». Με βάση αυτόν τον άτυπο διάλογο που εκτυλίσσεται, ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση του καθένα, φαίνεται το πολιτικό να αναδεικνύεται ως το διακύβευμα της νέας ελληνικής ποίησης. Ο τίτλος της τελευταίας ενότητας του «Καθαριστηρίου» όπως ειπώθηκε είναι «Το μανιφέστο του κινηματισμού». Ο ποιητής δηλώνει αν και κάπως σκωπτικά ότι θα θεμελιώσει κάποιες απόψεις σχετικά με την ποίηση που μπορούν να πάρουν τη μορφή ενός σύγχρονου μανιφέστου. Η αναφορά σε μανιφέστο ίσως συνειρμικά παραπέμπει σατιρικά στο κομμουνιστικό μανιφέστο. Όσον αφορά τον κινηματισμό, ο ποιητής κάθε άλλο παρά εννοεί τη συλλογική πάλη στους δρόμους. Στο ποίημα Μανιφέστο ρητά αναφέρει «μην πάει ο νους σου σε πολιτικό πεζοδρόμιο» αλλά στην αναζήτηση μιας πνευματικής ποιητικής κίνησης που θα ορίζεται από μια κεντρώα πολιτική θέση «ορμητική θα βγει στο κέντρο της σκηνής». Ταυτόχρονα αναρωτιέται ρητορικά, αν μπορεί να πρωταγωνιστήσει και αν αυτό το κέντρο μπορεί να υπάρξει καθόλου. Ο υπότιτλος της ενότητας [Καθαριστηρίου επίμετρον] δηλώνει τη δομική θέση του κειμένου ως καταληκτικού, το οποίο συμπυκνώνει τις θέσεις που παρουσιάστηκαν σε όλο το βιβλίο. Το σχόλιο – ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤ(R)ΕΣ» – συνειρμικά ανακαλεί με σατιρικό τρόπο την προειδοποίηση «αυστηρά για ενηλίκους». Η ενότητα εισάγεται με ένα μότο «Αλλά για πόσο όχι ακόμα;». Το μότο αυτό πιθανόν θέλει να μεταδώσει μια αίσθηση εκκρεμότητας, να δηλώσει την αναμονή του ελευσόμενου, αυτού που μένει να εκπληρωθεί από την νέα ποιητική γενιά,  την προσδοκία της νέας ποίησης.

Το πρώτο ποίημα της ενότητας «Η εξωφρενική χαρά της ποίησης (proem)» λειτουργεί ως ποίημα – προοίμιο όπως δηλώνει και ο τίτλος του. Στην «εξωφρενική χαρά της ποίησης» ο Απέργης βάζει όλα τα σημαντικά ζητήματα στο τραπέζι. Η έλλειψη εμπορικότητας της ποίησης, η μικρή προβολή των ποιητικών έργων, η ποιητική εσωστρέφεια, η προσκόλληση στο ποιητικό παρελθόν αποτελούν μερικά μόνο προβλήματα που απασχολούν δημιουργούς, εκδότες και αναγνώστες σχετικά με την επιβίωση και το μέλλον της ποίησης. Ο Απέργης θεωρεί ότι η σύγχρονη ποίηση οφείλει να αποδεσμευτεί από τη σοβαροφάνεια, τη συναισθηματολογία, τον ελιτισμό και την ασυναρτησία. Η σύγχρονη ποίηση πρέπει να είναι μια ποίηση ευρείας απεύθυνσης, μια ποίηση που θα διαθέτει χιούμορ, θα είναι πολυφωνική, επιτελεστική και δε θα έχει δογματισμούς και βεβαιότητες.

Στο ποίημα «Μανιφέστο» ο Απέργης, αρχικά θέτει το ερώτημα της σχέσης της νεοελληνικής πεζογραφίας με τη σύγχρονη ποίηση. Ο Τζιόβας το 1988 μιλούσε για την εξάντληση της ποίησης και την ώρα της πεζογραφίας. Σύμφωνα με τον Απέργη η «προφητεία» του Τζιόβα επαληθεύτηκε. Η πεζογραφία μετά το 1980 γνωρίζει εκδοτική άνθηση, ωστόσο τελικά δεν καταφέρνει να παράγει υψηλής ποιότητας έργα (εκτός από τον Βαλτινό, τη Δούκα και μερικούς άλλους). Έτσι, σύντομα αναφύεται το ερώτημα «γιατί δεν μπορεί να δώσει μείζον μυθιστόρημα η νεοελληνική λογοτεχνία;». Στο ένθετο του «Βήματος» σχετική αρθρογραφία προσπαθεί να δώσει απάντηση.  Ο Απέργης σημειώνει τρία είδη απαντήσεων τα οποία όμως αντιμετωπίζει σκωπτικά. Σύμφωνα με το πρώτο επιχείρημα, η Ανατολή συνδέεται με την προφορικότητα και με την ποίηση, ενώ η Δύση με τη γραπτότητα και άρα με τον πεζό λόγο. Σύμφωνα με το δεύτερο επιχείρημα, στην Ελλάδα ποτέ δεν αναπτύχθηκε το μυθιστόρημα και επομένως ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι αδύνατο και μελλοντικά. Σύμφωνα με ένα τρίτο επιχείρημα η Ελλάδα είναι συνώνυμη της μικρής επικράτειας και άρα της μικρής φόρμας. Η μικρή επικράτεια οδηγεί στην καλλιέργεια της ποίησης ή του διηγήματος, ενώ το μυθιστόρημα απαιτεί αχανή έκταση και ετερογένεια. Στη συνέχεια, ο Απέργης περνά στον σκληρό πυρήνα του ποιητικού του μανιφέστου. Αναφέρει ρητά τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει η νέα ποίηση ώστε να αποδείξει ότι ήρθε η ώρα της, να πρωτοτυπήσει και να αναδειχθεί.

Τα δέκα χαρακτηριστικά που προτείνει ο Απέργης διαλέγονται δημιουργικά με τον δεκάλογο των χαρακτηριστικών της νέας ποίησης που πρότεινε το 2015 ο Βασίλης Λαμπρόπουλος στο δοκίμιό του «Left Melancholy Poetry:The Greek Generation of the 2000 ‘s» με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής ανθολογίας με τίτλο «Futures: Poetry of the Greek Crisis». Μάλιστα, ο Απέργης μετέφρασε στα ελληνικά το παραπάνω κείμενο του Λαμπρόπουλου, θέλοντας ίσως να τονίσει την αξία του ως θεωρητικό κείμενο και ως κριτική παρέμβαση στη συζήτηση για τη νέα ποίηση. Σύμφωνα με τον Λαμπρόπουλο η νέα ποίηση είναι 1)Μια αγγλόφωνη ποίηση. 2)Μια υπεργλωσσική και διαγλωσσική (translingual) ποίηση. 3)Μια διαμεσολαβητική ή διαμεσολαβούσα (intermedial) ποίηση. 4)Μια επιτελεστική (performative) ποίηση. 5)Μια επισφαλής (precarious) ποίηση.  6)Μια λειτουργούσα, δραστική (operative) ποίηση. 7)Μια ανακύπτουσα, επειγόμενη (emergent) ποίηση. 8)Μια μελαγχολική ποίηση. 9)Μια μοριακή (molecular) ποίηση. 10)Μια κοινοτική (communal) ποίηση.

Σύμφωνα με τον Απέργη η νέα ποίηση οφείλει να είναι 1)Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού. 2)Να είναι επιτελεστική. 3)Να είναι αφηγηματική. 4)Να είναι ποίηση που δε μιλιέται ούτε λέγεται, μόνο γράφεται. 5)Να βασίζεται σε μεγάλες ποιητικές συνθέσεις. 6)Να έχει επηρεαστεί από τη φιλοσοφία του ’60 και ’70. 7)Να συγκροτείται σε οργανικά ποιητικά βιβλία 8)Να μην περιορίζεται σε ποιήματά ποιητικής. 9)Να αξιοποιεί τη χρήση ιδιωμάτων και ντοπιολαλιών. 10)Να ενσωματώνει στοιχεία ομοιοκαταληξίας και μέτρου.

Χαρακτηριστικά, η κάθε ενότητα του μανιφέστου κλείνει με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο  και, εισάγοντας την επόμενη ενότητα («η νέα μας ποίηση θα είναι ίσως (η ποίηση είναι πάντα ίσως) και:», 1.Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού), «Και μετά, ας είναι και (γιατί η ποίηση είναι πάντα και:», 2.Ποίηση επιτέλαισης), «Κι ακόμα, σχεδόν αντίθετα, θα είναι και μία:,  3.Ποίηση ρυτωρίας, «Εξάλλου (γιατί η ποίηση είναι πάντα εξ άλλου) μπορεί να είναι και:», 4.Ποίηση αρρυτωρίας, «Εν τέλει (γιατί η ποίηση πάντα εντέλει) να είναι και:», 5.Ποίηση φιλοδωξείας, «Και μέσω αυτών, θεωρεί (γιατί η ποίηση πάντα θεωρεί ότι αυτή θα είναι και:», 6.Ποίηση δεισαρμογής, «Όλο αυτό – συνεχίζω- σημαίνει και:», 7.Ποίηση γενετεική, Προτελευταίο (γιατί η ποίηση είναι πάντα το προτελευταίο), ας είναι και:» 8.Όχι ποίηση ποιητικής, «Γι’ αυτό η ποίηση δεν είναι μόνο γραφτό ας είναι και:», 9. Ποίηση γλωσσικής απόκλισης κι εντοπιότητας. Στο δέκατο και τελευταίο ποίημα καταλήγει με το: «Εδώ τελειώνει και ο επί των όρων δεκάλογος (που είχε τελειώσει πρωτύτερα και η επί των όρων ομιλία που όμως για λίγο ακόμα συνεχίζει και λέει:», 10. Ποίηση χωρίς ρυθμικές ενοχές.

Η επανάληψη του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στο τέλος κάθε ποιήματος οδηγεί στο νέο ποίημα, εισάγοντας ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της νέας ποίησης. Η επανάληψη του «και» δημιουργεί ένα ειρωνικό αποτέλεσμα το οποίο όμως μάλλον δεν κυριαρχεί ως αίσθηση. Είναι πιθανό, ο ποιητής με την επανάληψη του «και» να θέλει να δώσει έμφαση στην παρατακτική σύνδεση που εισάγει ο συμπλεκτικός σύνδεσμος μεταξύ των χαρακτηριστικών της ποίησης. Η παρατακτική σύνδεση των προτάσεων δηλώνει ότι ενώνονται ισοδύναμες προτάσεις. Έτσι, ο Απέργης ίσως με αυτόν τον τρόπο θέλει να δηλώσει τον όχι απαραίτητα ιεραρχικό χαρακτήρα των χαρακτηριστικών της νέας ποίησης που θέλει να σκιαγραφήσει. Ταυτόχρονα με την επανάληψη του «και» ο Απέργης πιθανόν επιθυμεί να τονίσει τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα της νέας ποίησης σε πληθώρα ποιητικών τρόπων και δρόμων.

 

Στη συνέχεια, θα αποδοθούν συνοπτικά τα δέκα χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Απέργης στη νέα ποίηση και θα σχολιαστεί η ενότητα που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του μανιφέστου, με τίτλο «Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού».

 

1)Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού

Ο κοινωνικός ιδεαλισμός θεωρείται σύμφωνα με τον Απέργη ως το τέταρτο στάδιο μιας εξελικτικής πορείας της ποίησης. Πρώτο στάδιο είναι ο κοινωνικός ρεαλισμός, δεύτερο ο μοντερνισμός, τρίτο ο μεταμοντερνισμός, ενώ ο κοινωνικός ιδεαλισμός προβάλλει ως νέο επίπεδο «στην εξελικτική πορεία του πνεύματος». Το στάδιο αυτό ταυτίζεται με μια ανασύσταση του νόμου που είχε κερματιστεί, μια «Παλιννομία και Διανομή», όπως το ορίζει ο Απέργης.

 Ο Απέργης δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη η νέα ποίηση να αποτελέσει ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού αφιερώνοντας τις περισσότερες σελίδες για να αναλύσει αυτή τη διάσταση σε σχέση με τις υπόλοιπες εννιά. Όπως σημειώνει ο Λαμπρόπουλος στο άρθρο του με τίτλο, Αριστερή πολιτική και μελαγχολική ποίηση τον 21ο αιώνα, η βασική διαφορά στα χαρακτηριστικά που αναφέρει αυτός με εκείνα που αναφέρει ο Απέργης είναι η απόλυτη έμφαση στην ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού από τη μεριά του Απέργη.

Τι είναι η ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού σύμφωνα με τον Απέργη; Είναι μια ποίηση που δε γίνεται ποτέ ανοιχτά πολιτική «Η ποιητική πόλη παραμένει των ιδεών- δεν κάνει πολιτική, είναι πολιτική», δε βασίζεται σε πολιτικές βεβαιότητες, και δεν έχει βασικά πολιτικά προτάγματα για την μεταμόρφωση της κοινωνίας προς συγκεκριμένη κατεύθυνση «όταν ξεκινάς να γράψεις ένα «πολιτικό ποίημα» δεν είναι παρά ένας προορισμός για το καραβάκι σου», σημειώνει χαρακτηριστικά ο ποιητής.  Ο Απέργης θεωρεί ότι η πολιτική ιδεολογία ορίζει έναν τελικό προορισμό για το ποίημα και την κοινωνία με αποτέλεσμα να γίνεται η ποίηση μονοσήμαντη και τελικά μη ποίηση. Έτσι, αντιτίθεται τόσο σε μια αριστερή όσο και σε μια δεξιά ποίηση «όταν ακούω «Αριστερά» και «Δεξιά», ποιητικά βάζω το παλτό μου, με όλα τα κουμπιά (και κουμπώνομαι)». Έτσι, ο Απέργης δηλώνει την απόλυτη καχυποψία και τον σκεπτικισμό του απέναντι σε μία ποίηση που δηλώνεται ως πολιτική. Το πολιτικό ποίημα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως προπαγάνδα σύμφωνα με αυτή την οπτική και όχι ως τέχνη.

Ο Απέργης όμως προχωρά στη σατιρική του κριτική σε μεγαλύτερο βάθος από μια απλή άρνηση. Αναφέρεται ρητά στη σχέση ποιητικής και πολιτικής ηθικής («πώς να μην κάνεις, που θα έλεγε κι ο Μαρωνίτης (δεδικαίωται!), ποιητική ηθική;», Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού). Ο Απέργης κατευθύνει τη σατυρική κριτική του εναντίον της άποψης του Μαρωνίτη σχετικά με τη στενή σχέση πολιτικής και ποιητικής. Για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα τον στόχο της σατυρικής επίθεσης, πρέπει να γνωρίζει τις σχετικές απόψεις που διατύπωσε ο Μαρωνίτης. Ο Μαρωνίτης στο βιβλίο του, «Ποιητική και πολιτική ευθύνη», υποστηρίζει ότι η ηθική της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είναι πολιτική και ποιητική. Μάλιστα, αυτή η νέα ηθική της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης. Φορείς της νέας ηθικής και ταυτόχρονα σημαντικότεροι μεταπολεμικοί ποιητές είναι αυτοί που γράφουν πολιτική ποίηση και προέρχονται από τον χώρο της αριστεράς, με προεξάρχοντες τον Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη και τον Πατρίκιο. Με αυτόν τον τρόπο ο Απέργης αντιτιθέμενος στη ποιητική και πολιτική ηθική της νέας ποίησης αναδρομικά αμφισβητεί και την κυριαρχία της πολιτικής ποίησης στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Εκτός αυτού φαίνεται να αμφισβητεί τη δυνατότητα ή/και τη χρησιμότητα του πολιτικού ακτιβισμού και της πολιτικής δράσης στη σύγχρονη εποχή («Μην πάει ο νους σου σε πολιτικό πεζοδρόμιο», Το μανιφέστο).

Ο Απέργης σατιρίζει τις αριστερές προσεγγίσεις της νέας ποίησης, καθιστώντας την αριστερά ως προνομιακό του αντίπαλο αλλά και συνομιλητή. Ο Απέργης δείχνει να αντιτίθεται σε ορισμένες απόψεις του Βασίλη Λαμπρόπουλου, καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Michigan και συγκεκριμένα στην άποψη ότι η ελληνική γενιά του 2000 είναι η γενιά που εκφράζει την αριστερή μελαγχολία στην ποίηση. Μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά κάνοντας ένα λογοπαίγνιο: «το Left melancholy poetry’ τι το ΄θελε [ο Λαμπρόπουλος], he could’ve left the Left out». Η αριστερή ποίηση μελαγχολική ή όχι και τόσο αποτελεί κακής ποιότητας ποίηση, μονοσήμαντη, κατευθυνόμενη, φανατική, χωρίς να διαθέτει την ελευθερία που αποτελεί όρο και προϋπόθεση της ποίησης.

Μια άλλη περίπτωση που ο Απέργης ασκεί κριτική, είναι αυτή της πανεπιστημιακού και ανθολόγου, Κάρεν Βαν Ντάικ. Το βασικό επιχείρημα του Απέργη είναι ότι η Βαν Ντάικ υιοθετεί μια νέο-αποικιακή ματιά για την σύγχρονη ελληνική ποίηση, η οποία παρουσιάζεται μέσα από μια οριενταλιστική πρόσληψη. Οι Έλληνες παρουσιάζονται ως εξωτικά θηρία ή ημιάγριοι ντόπιοι.

Ο Απέργης δεν ασκεί κριτική μόνο στην αριστερή προσέγγιση της ποίησης αλλά και των εικαστικών. Συγκεκριμένα επικρίνει την έκθεση documenta 14 [2017] ότι υιοθέτησε την ίδια κρυπτο-αποικιακή αντίληψη για την Ελλάδα όπως έκανε η Βαν Ντάικ.

 Ο Απέργης θεωρεί ότι  υπάρχει ενδιαφέρον της δύσης για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, αλλά θέτει το ερώτημα αν μπορεί η νέα ποίηση να εκμεταλλευτεί αυτό το ενδιαφέρον με τους δικούς της όρους πέρα από το υπεροπτικό πεδίο του αποικιοκράτη που προσπαθεί να μάθει για την τέχνη των ημιάγριων ιθαγενών.

 

2. Επιτελεστική ποίηση

Η νέα ποίηση είναι επιτελεστική «τα νέα ποίηματα δε θα λένε, θα κάνουν». Η ποίηση παύει να «είναι πάντα του γραφείου». Σηκώνεται απ’ το χαρτί και βγαίνει απ’ το γραφείο και καθώς λέγεται κάνει όπως αναφέρει ο Απέργης. Η νέα ποίηση μπορεί να αξιοποιήσει όλες τις τέχνες χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι η διακαλλιτεχνική συνομιλία κάνει από μόνη της την ποίηση.

 

3.Αφηγηματική ποίηση

Η νέα ποίηση ενοποιεί την «κατακερμαρτισμένη ύλη» της τέχνης και αποκαθιστά το αίσθημα συνοχής και συνέχειας μέσω της αφηγηματικής ροής. Είναι γεμάτη εικόνες και δίνει την αίσθηση σινεμά.

 

4. Ποίηση που δε λέγεται

Η νέα ποίηση εμπεριέχει και το αντίθετο στοιχείο από την αφηγηματικότητα, δηλαδή «δε μιλιέται ουδέ λέγεται, μον’ γράφεται κι εγγράφεται».

 

5. Ποιητική σύνθεση

Η νέα ποίηση είναι «ποίηση των μεγάλων θεμάτων και τα μεγάλα θέματα είναι πάντα τα μεταφυσικά». Επίσης, η νέα ποίηση «δε φοβάται το μεγάλο συνθετικό ποίημα, το ποίημα- σπίτι, αρχιτεκτονημένο αλλά ρευστό».

 

6. Ποίηση που έχει επηρεαστεί από τη γαλλική φιλοσοφία του ’60 και ‘70

Η νέα ποίηση έχει εμποτιστεί από τη γαλλική φιλοσοφία του ’60 και ’70 (Λακάν, Μπαρτ, Μπωντριγιάρ, Ντερριντά, Φουκώ, Μπουρντιέ,  Ντελέζ, Μπαντιού), από τους αντιπροσώπους των μετα-αποικιακών σπουδών (Σαϊντ, Στιούαρτ Χωλ, Εμέ Σεζέρ, Σπίβακ) και του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος (Κρίστεβα, Σιξού, Show-alter, Μπάτλερ). Η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία έχει κέντρο της την «αγία τριάδα φύλο- φυλή και -τάξη).

 

7. Οργανικά ποιητικά βιβλία

Η νέα ποίηση δε βασίζεται πλέον στη συγκρότηση ποιητικών συλλογών ή ανθολογιών αλλά παράγονται «οργανικά ποιητικά βιβλία στα οποία ενσωματώνονται λαϊκά αλλά και πειραματικά στοιχεία. Η μείξη στοιχείων της δύσης αλλά και ελληνικών στοιχείων, το ανακάτεμα του υψηλού και του χαμηλού ύφους, του σύνθετου και του απλού δημιουργεί τη νέα ποίηση.

 

8. Περιορισμός των ποιημάτων ποιητικής

Η νέα ποίηση σταματά να αναφέρεται στην ποιητική λειτουργία, παύει να είναι αυτοαναφορική και γλωσσοκεντρική.

 

9. Ποίηση γλωσσικής απόκλισης και εντοπιότητας

Η νέα ποίηση εσνωματώνει όλους τους γλωσσικούς τύπους, χωρίς να αποκλείει όπως την καθαρεύουσα, τα υπαίθρια ιδιώματα και τις ντοπιολαλιές. Ο Απέργης το ονομάζει αναρρίζωμα αντιδιαστέλλοντας τη λέξη προς τη ντελεζιανή έννοια του ριζώματος. Το αναρρίζωμα αναφέρεται στην επανοικειοποίηση του οικείου ως ποιητικού. Παραδείγματα αναρριζώματος εμφανίζονται στην πεζογραφία (Βαλτινός, Παπαγιώργης, Δημητρίου και ο νεότερος Παπαμάρκος) και στην ποίηση (Γκανάς και οι νεότεροι Συφιλτζόγλου και Χατζηπροκοπίου).

 

10. Ενσωμάτωση στοιχείων ομοιοκαταληξίας και ρυθμού

Η νέα ποίηση ενσωματώνει στοιχεία μέτρου και ομοιοκαταληξίας όπως συναντώνται στην ποίηση του Γκανά, Κοροπούλη, Καψάλη και Λάγιου. Ο ρυθμός υποστηρίζει ο Απέργης αποτελεί κι αυτός μορφή αναρριζώματος.

 

Αφού ο Απέργης περιγράψει τα 10 χαρακτηριστικά της νέας ποίησης προσπαθεί να σκιαγραφήσει τους φορείς αυτής της νέας ποίησης, της λεγόμενης «γενιάς της κρίσης». Η γενιά της κρίσης αντιστοιχεί σύμφωνα με τον Απέργη σε μια γενιά κοινωνική και όχι καλλιτεχνική. Αυτή η γενιά, όσα ονόματα ή ιδιότητες προσπαθεί να της προσδώσει κάποιος, είναι η γενιά που βιώνει μια αίσθηση κατακερματισμού και προσπαθεί να αποκτήσει αίσθημα συνοχής και συνέχειας.

Τέλος, ο Απέργης επιδιώκει να παρουσιάσει ένα συνοπτικό οργανωτικό σχήμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ποίηση.  Το στάδιο της Αναζήτησης περιλαμβάνει τις απαρχές της νεοελληνικής ποίησης (Σολωμός και λοιποί). Το στάδιο της Ανατροπής αναφέρεται στον πρώιμο ή υψηλό ή ύστερο μοντερνισμό (Καβάφης και Σεφέρης). Το στάδιο της Αναλαμπής αναφέρεται στον Παναγιωτόπουλο Νίκο του ’45, τον Γκανά και τη Μαστοράκη. Το επόμενο στάδιο είναι αυτό της Ανασκόπησης της παράδοσης υπό το βάρος του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Τέλος, η Αναθεώρηση αφορά στο στάδιο που ο Απέργης προγραμματικά ταυτίζει με τη νέα ποίηση.

 

Το μανιφέστο του κινηματισμού ως παρωδία

Το μανιφέστο του κινηματισμού μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή παρωδίας, του κειμένου του Λαμπρόπουλου με τίτλο «Left Melancholy Poetry:The Greek Generation of the 2000 ‘s».  Στόχος της παρωδίας του Απέργη δεν είναι η γελοιοποίηση του κειμένου του Λαμπρόπουλου αλλά η δημιουργική ανάπλασή του, ανταποκρινόμενη  περισσότερο στους σύγχρονους θεωρητικούς προβληματισμούς σχετικά με έναν ευρύτερο ορισμό της παρωδίας (Βογιατζόγλου,2019). Το κείμενο του Λαμπρόπουλου είναι το μέσο και όχι ο στόχος της παρωδίας του Απέργη.  Η παρωδία του μανιφέστου του κινηματισμού αποτελεί μια μορφή σοβαρής παρωδίας, της επανάληψης με διαφορά . Ο Απέργης υιοθετεί τη σοβαρή παρωδία προκειμένου να ασκήσει αρνητική κριτική στην έννοια της αριστερής μελαγχολικής ποίησης αλλά και να ιδιοποιηθεί μέρος της εγκυρότητας του κειμένου, του Λαμπρόπουλου. Άλλωστε ο Απέργης αναφέρεται στο μανιφέστο του, στο πρόσωπο του Λαμπρόπουλου με θετικό τρόπο, αναφέροντάς τον ως έναν «από τους πλέον αξιόλογους καθότι ενδιαφέρεται και γράφει πάντα με πολλή φροντίδα και αγάπη». Η παρωδία όπως γράφει η Βογιατζόγλου δεν είναι μόνο παιχνίδι αλλά επιτελεί και μια σημαντική κριτική λειτουργία που μετατρέπεται σε όπλο στα χέρια των ανταγωνιζόμενων λογοτεχνών ή λογοτεχνικών ομάδων. Εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανταγωνιστική ομάδα είναι η πολιτική ποίηση της αριστεράς.

Ο Απέργης χωρίς να υιοθετεί έναν μιμητισμό απέναντι στο κείμενο του Λαμπρόπουλου προχωρά σε μια ριζική ανασυγκρότηση και κριτική του διατηρώντας ωστόσο κάποια χαρακτηριστικά του, όπως το βασικό θέμα, η αναφορά σε δέκα διακριτά χαρακτηριστικά,  γλώσσα διανοητική, κείμενο σε μορφή δοκιμίου, ύφος σε σημεία πυκνό και γλώσσα ακαδημαϊκή. Οι βασικές διαφορές εστιάζουν στη διαφορετική πολιτική τοποθέτηση του ποιητή, στη μίξη του υψηλού και του χαμηλού ύφους και στη χρήση ειρωνείας.

Η παρωδία σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά δεν έχει ακόμη απασχολήσει συστηματικά τους Νεοελληνιστές, παρά το γεγονός ότι από την εποχή της κρητικής αναγέννησης μέχρι σήμερα παράγει έργα που συνθέτουν ένα από τα θαλερότερα λογοτεχνικά μας είδη. Επίσης, σύμφωνα με τον Βαγενά, η σύνθεση μιας παρωδίας απαιτεί υψηλές λογοτεχνικές ικανότητες, όπως αυξημένη κριτική ικανότητα. Έτσι, ο Απέργης καταπιάνεται με ένα είδος απαιτητικό τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη, καθώς απαιτεί και από τους δύο βαθιά γνώση του κειμένου που παρωδείται.

Η παρωδία του Απέργη περιέχει ειρωνικά στοιχεία. Η ειρωνεία διατρέχει σχεδόν όλο το βιβλίο και ιδιαίτερα το μανιφέστο του κινηματισμού. Η χρήση της ειρωνείας είναι πολύ σημαντική για τον Απέργη καθώς η γλώσσα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του είναι διανοητική και αντι-λυρική. Έτσι, η δραστικότητα των ποιημάτων βασίζεται κατά κύριο λόγο στην  ειρωνεία, η οποία αποτελεί και τον βασικό ποιητικό μηχανισμό όλου του βιβλίου. Μέσα από την ειρωνεία επιτυγχάνεται η υπονόμευση του νοήματος και η αποσιώπηση, επιτρέποντας την έκλυση της ποιητικής ενέργειας. Οι τεχνικές ή στρατηγικές ειρωνείας που αξιοποιεί ο Απέργης στο μανιφέστο του κινηματισμού είναι πολυπληθείς.  Η ανάλυση των στρατηγικών που αξιοποιεί ο ποιητής θα βασιστεί στην ανάλυση της Κατερίνας Κωστίου έτσι όπως αναφέρονται στο βιβλίο της, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής (2005). Η ρητορική ερώτηση αξιοποιείται συχνά στη λογοτεχνία για να παράγει ειρωνεία, ιδίως όταν η απάντηση στην ερώτηση είναι άλλη από την αναμενόμενη. Μια άλλη τεχνική που συνδέεται με τις ρητορικές ερωτήσεις είναι η υποκριτική αμφιβολία, κατά την οποία εκφράζεται αμφιβολία, ενώ τίποτα δεν τίθεται εν αμφιβόλω (ενδεικτικά, «Η ποίηση του 21ου αιώνα ή θα είναι νέα ή θα υπάρξει καθόλου; Κι επειδή αποκλείεται να μην υπάρξει (αποκλείεται;) γιατί η φύση του ανθρώπου αποστρέφεται το κενό, θα υπάρξει ως νέα. Το σημαίνει αυτό; Ότι θα θεωρεί τον εαυτό της (θα υπάρξει καθόλου;) αντίπαλο του ποιητικού γήρατος», Το μανιφέστο).

Επίσης, ο Απέργης αξιοποιεί την υφολογικά σημασιοδοτημένη ειρωνεία η οποία επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ειρωνικού τρόπου, δηλαδή η αξιοποίηση ενός πομπώδους ή επιτηδευμένου λεξιλογίου ή η χρήση λαϊκού λεξιλογίου ή ιδιόλεκτου (Ενδεικτικά: «Όπου ράβονταν οι δανδήδες της ιντελιγκέντσιας οι κομψευόμενοι κοψομεσιαζόμενοι κουλτουριάρηδες, οι λεγόμενοι και «κουτουριάδηδες» - εκ του κουτούρ [coutour] και του κουτούρ- ού), σημείωση στο ποίημα Το μανιφέστο).

Εκτός αυτού, η υφολογικά σημασιοδοτημένη ειρωνεία επιτυγχάνεται μέσα από την υφολογική τοποθέτηση, δηλαδή την επανάληψη μιας λέξης ή φράσης, η οποία αποκτά ειρωνικό χαρακτήρα. Τέλος, ο Απέργης αξιοποιεί την τεχνική του μπουρλέσκ, η οποία έχει συνδεθεί με τη σοβαρή παρωδία. Το μπουρλέσκ αναφέρεται στη χρήση ενός ευτελούς ύφους και γραφής για να αναφερθεί ο συγγραφέας σε ένα υψηλό και ευγενές θέμα (Ενδεικτικά: «Ενδιαφέροντα όλα αυτά και τροφή για σκέψη και πέψη, όμως όταν ακούω «Αριστερά» και «Δεξιά» ποιητικά βάζω το παλτό μου, με όλα τα κουμπιά (και κουμπώνομαι», Ποίηση κοινωνικού ιδεαλισμού). Εκτός από τις ειρωνικές στρατηγικές, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει και σατιρικές τεχνικές, όπως η διαστρέβλωση στερεοτύπου. Η διαστρέβλωση στερεοτύπου χαρακτηρίζεται από τον Feinberg όπως αναφέρει η Κωστίου ως μορφή παρωδίας. Συχνή είναι η χρήση της στους τίτλους ποιημάτων του Απέργη (ενδεικτικά, «Ποίηση επιτέλαισης», «Ποίηση ρυτωρίας», «Ποίηση φιλοδωξείας», «Ποίηση δεισαρμογής», «Ποίηση γενετεική».

 

Τελικές επισημάνσεις

Το μανιφέστο του κινηματισμού λειτουργεί ως προσωπικό ποιητικό credo αλλά ταυτόχρονα και ως δημόσια τοποθέτηση και παρέμβαση σχετικά με τον ρόλο και τη λειτουργία της νέας ποίησης στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Καρδιά του ποιητικού μανιφέστου είναι το ζήτημα της σχέσης πολιτικής και ποίησης σε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ο ποιητής δηλώνει εμφατικά την καχυποψία του σε κάθε πολιτικά δογματική ποίηση και διατηρεί μια θέση αριστοτελικής μεσότητας απέναντι στην αριστερή ή δεξιά εκδοχή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η στάση του ποιητή φαίνεται να υπονοεί την υιοθέτηση μιας πολιτικά φιλελεύθερης θέσης που απαιτεί ιδανικά μια ποίηση πολιτικά ουδέτερη, η οποία θα είναι αποδεσμευμένη από το βάρος της κομματικής και ιδεολογικής δέσμευσης.

Μέσα από το μανιφέστο του Απέργη η αριστερά αναγνωρίζεται ως προνομιακός αντίπαλος μιας φιλελεύθερης-κεντρώας ανάγνωσης της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Στόχος της οξείας κριτικής επίθεσης που εξαπολύεται μέσα από τη σάτιρα του Απέργη είναι η απονομιμοποίηση της αριστεράς ως πολιτικού τόπου όπου ζυμώνονται καλλιτεχνικές ιδέες και εγχειρήματα με αιχμή την ποίηση και τα εικαστικά και διεκδικούν μια ηγεμονική θέση στον υπό διαμόρφωση λογοτεχνικό/καλλιτεχνικό κανόνα. Έτσι, ένας ακόμη υπόρρητος στόχος του μανιφέστου είναι η σχηματοποίηση ενός λογοτεχνικού κανόνα όπου η αριστερή ποίηση θα αποκλειστεί ή θα εκτοπιστεί από την κεντρική θέση που ίσως  κατέχει προς όφελος μιας πολιτικά φιλελεύθερης ποίησης. Ταυτόχρονα, με την αμφισβήτηση της σύμπραξης πολιτικής και ποιητικής ηθικής ο Απέργης φαίνεται να αμφισβητεί αναδρομικά την ποιητική αξία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με βασικούς εκπροσώπους τον Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη και τον Πατρίκιο, όπως τους ορίζει ο Μαρωνίτης αλλά και τη σύνδεση της πολιτικής δράσης με την ποιητική δράση τότε και σήμερα.

Ο Απέργης με το μανιφέστο του κινηματισμού αναδεικνύεται σε έναν από τους επιφανέστερους οργανικούς διανοούμενους και ποιητές της αστικής τάξης. Ο φιλελεύθερος ουμανισμός, που πρεσβεύει μέσα από το μανιφέστο του, αντιπροσωπεύει το καλύτερο πρόσωπο που έχει να επιδείξει ο μεταφορντικός καπιταλισμός. Από την άλλη το μανιφέστο αντανακλά την αποτυχία του καπιταλισμού να ενσωματώσει την τέχνη στην σκληρή λογική του παραγωγισμού. Ο φιλελεύθερος ουμανισμός πρεσβεύει μια θέση πολιτικής ουδετερότητας στη λογοτεχνία. Ωστόσο, η επιταγή της πολιτικής ουδετερότητας είναι συγκαλυμμένη ή πολλές φορές ασυνείδητη, πολιτική θέση που ταυτίζεται με τη διατήρηση του status quo και τη ριζική απάρνηση κάθε προσπάθειας μετασχηματισμού της κοινωνίας προς νέα κατεύθυνση. Το μανιφέστο του Απέργη υποπίπτει στο αμάρτημα («αστοχία» όπως καταλογίζει στην Βαν Ντάικ) για το οποίο καταδικάζει την αριστερά. Βασίζεται σε πολιτικές αξίες και πολιτικές παραδοχές για την κοινωνία και την εξέλιξή της ακόμη και όταν το αρνείται ρητά. Δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη ή ποίηση έξω από την ιδεολογία και την πολιτική. Η επίκληση μιας δήθεν ουδετερότητας είναι παραπλανητική και συσκοτιστική για την ποίηση και τη θεωρία. Το πολιτικό διηθεί όλες τις εκφάνσεις του λόγου ακόμη και αν αυτό δεν είναι φανερό.

Ωστόσο, παρά τις όποιες πολιτικές διαφωνίες μπορεί να έχει κάποιος απέναντι σε ένα φιλελεύθερο μανιφέστο για την ποίηση, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει σε αυτό μια πηγαία εκφραστική δύναμη, ένα αίτημα αναζωογόνησης της νεοελληνικής ποιητικής σάτιρας και μια διανοητική ενέργεια μεγάλης εμβρίθειας. Το τελικό επίτευγμα του Απέργη μέσα από το μανιφέστο του κινηματισμού είναι η υπενθύμιση της κριτικής δύναμης της σάτιρας, η επαναφορά στη συζήτηση του ζητήματος του πολιτικού, αλλά και το άνοιγμα ενός διαλόγου σχετικά με τη σχέση ποίησης και πολιτικής. Το βιβλίο του Απέργη, με στοιχεία ειρωνείας, παρωδίας, χιούμορ και εν τέλει σάτιρας κομίζει φρέσκο αέρα στο συνήθως βαλτωμένο πεδίο της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Ακόμη και αν κάποιος δε συμφωνεί με τις τοποθετήσεις του ποιητή για τη νέα ποίηση, είναι σημαντική η συνεισφορά του όχι μόνο ως ποιητή αλλά και ως θεωρητικού της νέας ποίησης, που επιθυμεί να σκιαγραφήσει ένα δυναμικό φαινόμενο που είναι ακόμη υπό διαμόρφωση, διακινδυνεύοντας ακόμη και να διαψευστεί. Ο Απέργης κατάφερε στο νέο του βιβλίο να συνταιριάξει τη σάτιρα, το δοκίμιο, την πολιτική σκέψη, την παρωδία, την ειρωνεία με την ποίηση σε ένα έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ναυαρχίδα της ποίησής του, που τολμά να γίνει πιο πολιτική από ποτέ. Ίσως αυτό να είναι και το βασικό ζητούμενο μιας ποίησης που θέλει να μιλά για το τώρα.

 

Δούρβας Αργύρης.