Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Πολύ λίγα, πολύ αργά – Άλτα Πανέρα

 



Τίτλος: Πολύ λίγα, πολύ αργά

Συγγραφέας: Άλτα Πανέρα

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Ενύπνιο

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 100


Καταγραφή

Άρχισα να καταγράφω σε μικρά χαρτιά τις συντεταγμένες και τα συμβάντα

Κάθε σημείο στη διαδρομή σημαίνει έναν τάφο εκτός νεκροταφείου

Σημειώνω την ακριβή τοποθεσία του

Τον φωτογραφίζω και τον κοιτώ για ώρα

Παρατηρώ τις αλλαγές και τις φθορές που συνέβησαν

από την τελευταία επίσκεψή μου

 

Σε ένα μόμπιλο απ’ αυτά πάνω από την κούνια του μωρού

κρέμασα τις σημειώσεις και τις φωτογραφίες μου

Με την κίνηση του αέρα σμίγουν γεγονότα μακρινά

και, πριν καν τα δω, απομακρύνονται βιαστικά

Μόνο έτσι γίνεται ορατό

πως όλα συνδέονται και επηρέασαν το ένα το άλλο

κινούμενα μπροστά και αντίστροφα στο χρόνο

Το παρόν γέρνει να πειράξει το παρελθόν θυμωμένο

Το παρελθόν απλώνει πλοκάμια προς το παρόν

προσπαθώντας να ανακουφίσει κάποια ανάγκη του

 

Αν στοιχηθούν σαν τα παιδιά στη σχολική αυλή

οι αναμνήσεις και οι αφηγήσεις

θα αποκτήσουν τάξη και λογική

Δε θα πετάγονται άναρχα και απρόβλεπτα

προκαλώντας ντροπή και αμηχανία

Δε θα χρειάζεται να τις κρατώ σφιχτά το χέρι

μην τρέξουν και αρχίσουν να μιλούν σε κάποιον ξένο

Δε θα με τρομοκρατούν τη νύχτα

 

Θα χρειαστώ ένα μεγαλύτερο μόμπιλο

περισσότερες φωτογραφίες

και καθαρογραμμένες σημειώσεις

 

Κουβέντες καρκίνων

Ας μιλήσουν οι καρκίνοι μας

εμείς ήσυχοι

Γιατροί και νοσοκόμες στο πλάι

σιωπηλοί

κινούνται αργά

φέρονται μαλακά

σαν να είμαστε ήδη άγγελοι

πουπουλένιοι μαλακοί νεοσσοί

Φροντίζουν ελπίζοντας στον επόμενο κόσμο

να έχουν καλές συστάσεις

Ακουμπούν και αγαπούν προσεκτικά

σαν να πονά όλο το κορμί και το περίβλημά του

Προσέχουν όσο μόνο η μάνα νεογέννητου ξέρει

εύθραυστοι πορσελάνινοι

Έχουμε πολλά να πούμε

 

Φόβους, θυμούς και ένα παιδί χωρίς κουκλάκι για αγκαλιά

Δεν τα είπαμε όταν έπρεπε, δειλιάσαμε

Κρυφτήκαμε σε συνθηματικές δηλώσεις

Ξαπλωτοί και εκτεθειμένοι στο εξεταστήριο

δεν υπάρχει ρούχο να καλύψει την ενοχή

Ο καρκίνος δεν ακολουθεί κανόνες

κουνά το δάκτυλο

κατηγορεί χωρίς να λογαριάζει τις συμβάσεις

Δεν πείθεται να μιλά χαμηλόφωνα και ευγενικά

Φωνάζει με σάλια που πετάγονται και μάτια που γουρλώνουν

 

Ο καρκίνος δεν λέει ψέματα

δεν κρατά μυστικά

τωρινά ή περασμένα

Μιλά χωρίς φόβο

 

Η νοσοκόμα σιγοτραγουδά σαν σε μωρό που τρόμαξε

με νανουρίζει

Φαντάζομαι την αγκαλιά αυτής

ή κάποιας άλλης μάνας

Μπορεί να είναι όλα εντάξει ακόμα και τώρα

 

Ας μου πει ο δικός σου καρκίνος ποιος έφταιξε

ίσως και εγώ

Τι χρειαζόσουν να είναι αλλιώς

Προλαβαίνουμε

Θα σου πει και ο δικός μου

Ήμουν μόνη, ματωμένη

δεν με χωρούσαν οι γάζες όλου του κόσμου

Ίσως οι καρκίνοι μας να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλο

Πες μου πως με αγαπούσες

όμως δεν ήξερες πως φροντίζουν έναν κάκτο

Θα σου ψιθυρίσω πώς προσπάθησα να ανθίσω για σένα

ακόμα προσπαθώ

Θα βρούμε μια καινούργια γλώσσα

Μια καινούργια αρχή

λίγο πριν τα τέλη μας


Πολύ λίγα, πολύ αργά

 

Εισαγωγή

Άλτα Πανέρα (Ιλλινόις, ΗΠΑ, 1970) σπούδασε Ψυχολογία στο Widener University και συνέχισε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Columbia University. Είναι ειδικευμένη στη Γνωστική Αναλυτική Ψυχοθεραπεία και στην Τραυματοθεραπεία. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην Ποιητική και στο Εντευκτήριο. Το ποιητικό βιβλίο, «Πολύ λίγα, πολύ αργά», είναι το πρώτο της προσωπικό βιβλίο ποίησης. Το «Πολύ λίγα, πολύ αργά» είναι ένα βιβλίο 100 περίπου σελίδων, όπου τα περιεχόμενά του διαχωρίζονται σε  δύο υποενότητες, επιδιώκοντας μια μείξη του υλικού και μια συνοχή που βασίζεται στο ύφος, αλλά και τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο. Ο διαχωρισμός του υλικού μοιάζει περισσότερο διαισθητικός, ενώ είναι αντιληπτός από τη στοίχιση των ποιημάτων του βιβλίου αριστερά στην πρώτη ενότητα και δεξιά στη δεύτερη. Η τυπογραφική διάταξη των στοιχείων από τη μια δείχνει έγνοια για την οπτική απεικόνιση των ποιημάτων και από την άλλη έχει δομικό χαρακτήρα και λειτουργία.

Ο τίτλος «Πολύ λίγα, πολύ αργά» ίσως σχετίζεται με την αντίστοιχη αγγλική έκφραση «too little too late», που θέλει να περιγράψει την κατάσταση, όταν κατηγορεί κάποιος έναν επειδή δεν έκανε τίποτα για να προλάβει ένα πρόβλημα και πήρε μέτρα μόνο, αφού τα πράγματα είχαν γίνει πολύ άσχημα. Ήδη, ο τίτλος του βιβλίου αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, μια αίσθηση του πόσο άσχημα μπορούν να πάνε τα πράγματα και το πώς μπορεί κάποιος να διαχειριστεί μια ζωή, όπου τα πράγματα δεν έχουν πάντα ευτυχή κατάληξη. Ακριβώς αυτό το στοιχείο της οδύνης, που ενυπάρχει στη ζωή διαπραγματεύεται το βιβλίο της Πανέρα, αυτό το άλυτο πρόβλημα της ανθρώπινης κατάστασης. Τα ποιήματα του βιβλίου διακρίνονται για τον πεζολογικό τους τόνο, την αφηγηματικότητά τους, την τάση τους να φανερώνουν στο βαθμό που επίσης αποκρύπτουν.

Η ποίηση της Πανέρα, συνομιλεί διακειμενικά με την Ανν Σέξτον, την Σύλβια Πλαθ, την Κατερίνα Γώγου  ως προς τη θεματολογία τους, τις στιλιστικές τους επιλογές, την τολμηρή διαπραγμάτευση θεμάτων που θεωρούνται ταμπού αλλά και την ανάμιξη ενός αισθήματος ευαλωτότητας με μια αίσθηση σιδερένιας απαντοχής. Επίσης, η φεμινιστική οπτική που διακρίνει τις παραπάνω ποιήτριες φαίνεται να αποτελεί σταθερό σημείο προσανατολισμού στην ποίηση της Πανέρα. Η συγγένεια με την Πλαθ, Σέξτον και Γώγου ανιχνεύεται διάχυτα μέσα στην ποιητική της και όχι σε συγκεκριμένα ποιήματα, γεγονός που δείχνει ότι η συνομιλία μαζί τους έχει οδηγήσει σε ένα προσωπικό ύφος της Πανέρα, που προϋποθέτει, αλλά δεν αναπαράγει τις ποιητικές αναφορές της.

Επίσης, στην ποίηση της Πανέρα πέρα από την Πλαθ, Σέξτον και Γώγου υπάρχει ένα πλήθος άλλων διακειμενικών αναφορών. Η αναφορά στον σαιξπηρικό Άμλετ στο ομώνυμο ποίημα, στο ποίημα «Γιόρικ» και στην «Οφηλία», είναι μια από αυτές. Εκτός αυτού, υπάρχει αναφορά στο ποίημα «The second coming» του Γέητς, στα «Κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ, στο πρόσωπο του πεζογράφου Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας αλλά και στη φωτογράφο Ναν Γκόλντιν.  

Τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου είναι γραμμένα σε α΄ ενικό πρόσωπο, δίνοντας μια αίσθηση οικειότητας και εγγύτητας με το ποιητικό υποκείμενο, όμως οι αφηγήσεις που εξιστορούνται δε φαίνεται να έχουν προσωπικό και εξομολογητικό χαρακτήρα. Η προσέγγιση της Πανέρα φαίνεται να ξεπηδά μέσα από την ιδιότητά της ως ψυχοθεραπεύτριας και τραυματοθεραπεύτριας, όπου μέσα από τη γραφή της αναπλάθονται ιστορίες ψυχοθεραπευόμενων γυναικών, προσωπικών τραυμάτων και όμως μέσα από τον εστιακό φακό της ποίησης αποκτούν διαστάσεις μιας συλλογικής διαπραγμάτευσης της ανθρώπινης εμπειρίας.

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Το εξώφυλλο του βιβλίου αναπαριστά μια πεταλούδα που βρίσκεται πάνω στη λευκή γραμμή της ασφάλτου, η οποία κάνει αντίθεση με το σκοτεινή απόχρωση της ασφάλτου. Η φωτογραφία ανήκει πολύ πιθανό στην ίδια την ποιήτρια. Η μάλλον μέτρια ποιότητα της φωτογραφίας τελικά βαίνει προς όφελός της, καθώς κάνει πιο έντονη την αίσθηση της ασφάλτου, της σκληρότητας του κόσμου, της φθοράς, του παρελθόντος, έννοιες οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την ποιητική της Άλτας Πανέρα. Από την άλλη, η πεταλούδα που αναπαρίσταται μπορεί να συμβολίζει την ψυχή, την ελπίδα, την ομορφιά, την απελευθέρωση από την οδύνη. Η έντονη αντίθεση του φωτός στην φωτογραφία περιγράφει τον ποιητικό κόσμο της Πανέρα, έναν κόσμο έντονα διϊστικό, χωρισμένο σε καλό και κακό, κατοικημένο από ζωντανούς και νεκρούς, από υγιείς και ασθενείς, λουσμένο σε φως και σκοτάδι. Η πεταλούδα που αναπαρίσταται πιθανόν παραπέμπει σε έναν στίχο της Ανν Σέξτον με την οποία συνομιλεί η ποίηση της Πανέρα. Συγκεκριμένα, φαίνεται να αναφέρεται στον στίχο «Άσε τους άλλους να στενάζουν στα κρυφά άσε κάθε χαμένη πεταλούδα να πάει σπίτι» («Let the others moan in secret; Let each lost butterfly go home») (Νανούρισμα,1960), επιτυγχάνοντας μια υπόρρητη διακειμενικότητα.

 

Ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας

Η Πανέρα μέσα από την ποίησή της διαπραγματεύεται τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών στη σύγχρονη κοινωνία. Στο ποίημα, «Η γυναίκα ως άλογο», η Πανέρα περιγράφει τη γυναίκα ως «εστιασμένη σε έναν και μόνο στόχο ξεχνώντας όσα δεν οδηγούν σε αυτόν ακόμη και τον εαυτό της». Η δυναμικότητα της γυναίκας δημιουργεί κάποιες φορές  «υπερφόρτωση» στην ίδια «και άγχος στους υπόλοιπους». Η σύγχρονη γυναίκα σπάνια ξεκουράζεται και είναι αναγκασμένη πάντα να αντέχει, γεγονός όμως που την εξαντλεί και την οδηγεί στην ασθένεια και τον θάνατο.

 Στο ποίημα «Τι κάνει μια γυναίκα για να αποφύγει να γράψει την αλήθεια της» συζητά τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας, έτσι όπως ετεροκαθορίζεται μέσα από την ανδρική ματιά. Η γυναίκα προσπαθεί να γίνει αντικείμενο του πόθου για τους άνδρες με τίμημα όμως την απώλεια της ταυτότητάς της («ασχολείται με το βάρος της με στρατηγικές και υπολογισμούς θερμίδων και μερίδων σαν τα γραμμάρια να είναι η ψυχή της που πρέπει να περιοριστεί»). Ασχολείται παραδοσιακά με την καθαριότητα του σπιτιού, ενώ η αναφορά περί βρομιάς φαίνεται να έχει σεξουαλικές υποδηλώσεις κακοποίησης («Καθαρίζει κουρτίνες πατώματα, παράθυρα και μπάνια διώχνοντας ό,τι βρόμικο την έχει ακουμπήσει»). Επίσης, η γυναίκα στα σύγχρονα πρότυπα προσαρμόζεται σε ένα είδος κοινωνικής μητρότητας, όπου είναι επιφορτισμένη αποκλειστικά με την ανατροφή των παιδιών («Διαβάζει τα παιδιά της εξαντλώντας τα να μάθουν όλα τα άχρηστα που δεν τη βοήθησαν πουθενά»). Σε μια κατάφαση της άδειας από νόημα ζωής της, η σύγχρονη γυναίκα ζει τελικά αντλώντας απόλαυση από τη ζωή των άλλων («Τραβά το κουρτινάκι και κοιτά ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει Αν καταλάβει πώς ζουν οι άλλοι ίσως καταλάβει πώς να ζήσει και αυτή»).

Στο ποίημα «Αμαζόνες» το θέμα της μητρότητας επανέρχεται ίσως απηχώντας το ζήτημα της ενοχής που κατατρύχει τις γυναίκες ότι ποτέ δε θα είναι επαρκείς («με τα παιδιά μας ξυπόλητα πίσω μας να τρέχουν να προλάβουν Ας μας συγχωρέσουν που δεν μπορέσαμε να γίνουμε για αυτά γιορτή μητέρας»). Όπως τονίζει και η Σιξού, οι γυναίκες ποτέ δεν μπορούν να διαφύγουν της υπερεγωτικής δομής που δημιουργεί ένα αίσθημα ενοχής. Ενοχή γιατί έχουν πολλές επιθυμίες ή γιατί δεν έχουν καμία, γιατί είναι πολύ μητρικές ή δεν είναι αρκετά μητρικές, γιατί έκαναν παιδιά και επειδή δεν έκαναν παιδιά.

Ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας ως εκείνης που μένει στο σπίτι και αναλαμβάνει τη φροντίδα και την ανατροφή αποτυπώνεται και στο ποίημα, «Για πού το ‘βαλες μωρή». Όπως γράφει καυστικά η Πανέρα «Όλες ξέρουμε τι σημαίνει μένω σπίτι Γιατί δε με αφήνει ο πατέρας, ο άντρας, ο αδελφός γιατί φροντίζω παιδιά και αρρώστους». Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον που αφαιρεί το δικαίωμα στη γυναίκα να εργαστεί, να μορφωθεί, να αποκτήσει αυτονομία και να αυτοκαθοριστεί υφέρπει πολλές φορές το στοιχείο της βίας «γιατί μελάνιασε το μάτι μου και ντρέπομαι τη γειτονιά». Ωστόσο, η Πανέρα καλεί στην ποίησή της για αντίδραση και αντίσταση στη βία πάνω στο σώμα της («δεν ξέρεις πότε θα σου φανεί χρήσιμη μια πυρακτωμένη μασιά»).

 

Το ψυχικό τραύμα

Η Άλτα Πανέρα στο βιβλίο της, «Πολύ λίγα πολύ αργά», διερευνά σε πολλά ποιήματά της την έννοια του ψυχικού τραύματος. Η προσέγγιση του ψυχικού τραύματος φαίνεται να βασίζεται σε μια φεμινιστική του προσέγγιση, έτσι όπως διατυπώθηκε για παράδειγμα μέσα από το έργο της Τζούντι Χέρμαν. H Χέρμαν στο βιβλίο της, «Trauma and recovery» (1992) διερευνά το πώς το ψυχικό τραύμα θέτει σε κίνδυνο τον τρόπο ζωή μας και επηρεάζει την ανθρώπινη ψυχή ανεξάρτητα από την προέλευση του. Επηρεασμένη από φεμινιστικές προσεγγίσεις μελετά τις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής κακοποίησης, βιασμού σεξουαλικής εκμετάλλευσης στον χώρο εργασίας, αιμομιξίας ή αιχμαλωσίας. Τα ψυχικά τραύματα απειλούν τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα και προϋποθέτουν τη βία και τον θάνατο. Φέρνουν αντιμέτωπο τον άνθρωπο με ακραία αισθήματα αβοηθησίας και τρόμου και προκαλούν αποκρίσεις καταστροφής. Τα τραυματικά γεγονότα κυριαρχούν πάνω στα τυπικά συστήματα φροντίδας, που δίνουν στους ανθρώπους μια αίσθηση ελέγχου, σύνδεσης με τους άλλους και νόημα.

Στο ποίημα «Φωτογραφία μετά/ Το μαυρισμένο μάτι της Nana Goldin» αποτυπώνεται το ψυχικό τραύμα που συνδέεται με τον ξυλοδαρμό και τη βία μέσα σε μια συντροφική σχέση. Η φωτογράφος Ναν Γκόλντιν στο πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Η μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης» (1985), αποτυπώνει περίπου 125 εικόνες στιγμιότυπα από προσωπικές εμπειρίες της φωτογράφου θέματα των οποίων αποτέλεσαν ο έρωτας, η εξουσία, το σεξ, η εξάρτηση, η κακοποίηση και ο θάνατος. «Η μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης» μέσα από την αποτύπωση της προσωπικής οδύσσειας της Γκόλντιν αποτυπώνει τη διαφορετική γλώσσα την οποία μιλούν άνδρες και γυναίκες και την πάλη μεταξύ αυτονομίας και εξάρτησης.  

Πολύ γνωστό είναι επίσης, το έργο της με αυτό-πορτρέτα, με τίτλο «Η Ναν αφού δάρθηκε», αποτελούμενη από πορτρέτα της φωτογράφου, τα οποία αποτύπωσε φωτογραφικά το 1984, ένα μήνα αφού δέχθηκε επίθεση από τον σύντροφό της. Η επίθεση έθεσε σε κίνδυνο την όρασή της. Η Γκόλντιν μέσα από τα αυτό-πορτρέτα της θέλησε να αποτυπώσει την εικόνα της ως δαρμένης, ώστε να μην ξεχάσει ποτέ τι της έκανε εκείνος. Τα αυτό-πορτρέτα ήταν ένα είδος οπτικού ημερολογίου που αποτύπωναν τη βία που είχε δεχθεί.

Έτσι, για να επιστρέψουμε στο βιβλίο της Πανέρα, γίνεται φανερό ήδη από τον τίτλο του ποιήματος, ότι γίνεται άμεση αναφορά στον ξυλοδαρμό της Ναν Γκόλντιν και στο μαυρισμένο μάτι που αποτυπώνεται στο αυτό-πορτρέτο της. Το ψυχικό τραύμα που αφήνει μια τέτοια άσκηση βίας δημιουργεί συχνά στις επιζήσασες παρεισφρητικές μνήμες που επανέρχονται αθέλητα με αποτέλεσμα την αναβίωση του τραύματος («δεν τελειώνουν ποτέ οι αναδυόμενες αναμνήσεις»). Πολλές φορές, οι επιζήσασες βιώνουν έναν είδος παγώματος ή σιωπής σχετικά με το συμβάν («η σιωπή μετά είναι εκκωφαντική και αιώνια»). Το ψυχικό τραύμα αφήνει την επιζήσασα σε μια κατάσταση κατακερματισμού («μόλις το ακουμπήσεις διαλύεται σε στάχτη»), όπου ενυπάρχουν συναισθήματα ντροπής («αν πω πολλά θα με ντραπώ»). Το ποίημα «Φωτογραφία μετά/ Το μαυρισμένο μάτι της Nana Goldin» φαίνεται να συνδέεται με ένα άλλο ποίημα της Πανέρα με τίτλο, «Ακόμα σπάνια φανερώνομαι στις φωτογραφίες». Και σε αυτό το ποίημα έχουμε μια φωτογραφική αποτύπωση μιας σχέσης που οδήγησε σε ανεξίτηλο ψυχικό τραύμα («αφού με αγάπησες, αφού με χτύπησες, αφού με βίασες»). Στο ποίημα γίνεται φανερό ότι συχνά οι δράστες ξυλοδαρμών ή βιασμών προέρχονται από το στενό περιβάλλον της επιζήσασας και μπορεί να είναι σύντροφοί τους, όπως για παράδειγμα ο σύντροφος της Γκόλντιν. Επίσης, το ποίημα συνδέει το τραυματικό γεγονός με μια αποτύπωσή του ως παγωμένη εικόνα, ως φωτογραφία που μαρτυρεί τη βία που ασκήθηκε πάνω στο σώμα.

Στο ποίημα «Ανθρωπόμορφο» η Πανέρα, διαπραγματεύεται την επίδραση του ψυχικού τραύματος στο ψυχισμό του επιζήσαντα. Ο ψυχικός και σωματικός κατακερματισμός αποτελεί μια οδυνηρή συνέπεια του ψυχικού τραύματος. Ο ψυχικός κατακερματισμός ισοδυναμεί με κατακερματισμό της ταυτότητας της επιζήσασας, με αποσταθεροποίηση του εγώ, ενώ ο σωματικός κατακερματισμός ισοδυναμεί με απώλεια του ελέγχου και της κυριότητας του σώματος, καθώς και μια απώλεια των ορίων του σώματος. Όπως υποστηρίζει η Χέρτμαν (1992), «Τα τραυματικά γεγονότα παραβιάζουν την αυτονομία του ατόμου στο επίπεδο της βασικής σωματικής συνοχής. Το σώμα έχει υποστεί εισβολή, έχει τραυματιστεί, έχει βεβηλωθεί. Ο έλεγχος πάνω στις σωματικές λειτουργίες συχνά χάνεται.  Η απώλεια του ελέγχου του σώματος είναι αυτή που προσμετράται ως η περισσότερο ντροπιαστική πτυχή του τραύματος». Στο «Ανθρωπόμορφο» περιγράφεται ακριβώς αυτός ο σωματικός κατακερματισμός, ο οποίος λειτουργεί ως μέσο επιβίωσης για να αντέξει κανείς το τραύμα («Διασπάστηκα για λόγους ασφαλείας Μικρότερα ανεξάρτητα κομμάτια, άγνωστα μεταξύ τους το καθένα αυτόνομο για τις ανάγκες της επιβίωσης»). Ο ψυχισμός για να αντιμετωπίσει το τραύμα «κόβει» ορισμένα τμήματά του για να επιβιώσουν τα άλλα («Εύθραυστα κομμάτια χάθηκαν κρύβονται κουρασμένα και φοβισμένα Ίσως επιστρέψουν αργότερα»). Η προσπάθεια επανασυγκρότησης του εαυτού, απόκτησης του ελέγχου και της κυριότητας του σώματος δεν είναι κάτι εύκολο και δε σημαίνει επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση προ του τραύματος («Στην επανένωση μαζευτήκαμε ετερόκλητα κομμάτια Προσεκτικά αντικαταστήσαμε όσα έλειπαν Το χέρι κάλυψε τη θέση του καρπού τα μισά πλευρά που μείναν άθικτα μπήκαν στη μέση στήριξαν τον κορμό»).

Πολύ σημαντική θέση στο βιβλίο, έχει το «Επίμετρο», το οποίο αποτελείται από δύο ποιήματα, τα οποία λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, το «Πολύ λίγα πολύ αργά» και το «Πολύ λίγα πολύ αργά redux». Η τοποθέτηση των δύο ποιημάτων στο τέλος του βιβλίου δείχνει, τόσο τη σημασία που αποδίδει σε αυτά η ποιήτρια και υποδηλώνει ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο κάθαρσης από τη βία που ελλοχεύει σε κάθε περίσταση του ανθρώπινου βίου.  Κεντρικό θέμα του επιλόγου είναι το ψυχικό τραύμα και η διαχείρισή του από την επιζήσασα, μέσα από έναν συναισθηματικά φορτισμένο, ποιητικό μονόλογο. Τα δύο ποιήματα θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στον στίχο «Άντε γαμήσου πια», έναν στίχο που ξεχειλίζει από θυμό και αγανάκτηση της επιζήσασας. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, ο θυμός σε αυτό το ποίημα δε θα πρέπει να εκληφθεί ως δυσλειτουργία που έχει προκαλέσει ο ψυχικός τραυματισμός, αλλά αντιθέτως ως δείγμα χειραφέτησης από το τραύμα. Ο θυμός αποτελεί μια φυσιολογική εσωτερική εμπειρία που είναι απαραίτητη για την αυτοπροστασία και την επιβίωση του ατόμου και δεν πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά αρνητική ή επιβλαβής. Ο θυμός λειτουργεί τελικά ως μέσο ενδυνάμωσης της επιζήσασας και ως μέσο ανάκτησης του ελέγχου και της κυριαρχίας του εαυτού. Το «άντε γαμήσου πια», που ειπώνεται μέσα στο ποίημα, υπερβαίνει τη χριστιανική πάση θυσία συγχώρεση και την ανάγκη η γυναίκα να υπομένει αγόγγυστα ό,τι κι αν της συμβαίνει στο όνομα μιας ιώβειας υπομονής. Ο θυμός δεν υποβιβάζεται ή απωθείται στα πλαίσια μια δήθεν συμφιλίωσης με τον δράστη ενός περιστατικού κακοποίησης.

 

Ο θάνατος, η απώλεια και το πένθος

Η  Πανέρα αναφέρεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου της στο γεγονός του θανάτου και της απώλειας. Από το πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τίτλο «Καταγραφή», ορίζει ότι θα καταγράψει σημεία όπου βρίσκονται τάφοι εκτός νεκροταφείου. Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, «Πυρασφάλεια», το θέμα της απώλειας σημαίνεται εμφατικά, «Να, δες, μην το παίρνεις προσωπικά Έχασα και εγώ κάτι σημαντικό για μένα». Στο ποίημα «Γιόρικ», το οποίο παραπέμπει στον σαιξπηρικό Άμλετ, η Πανέρα, μιλά για την απώλεια των αγαπημένων μας, ως ένας άλλος αλλοπαρμένος πρίγκιπας που κινείται μεταξύ τρέλας και ακραίας συνειδητοποίησης του τέλους («Κρατώ τρυφερά το κρανίο σου και κρυφά το γλείφω Περιμένω έστω και μια ακόμα φορά, να γευτώ την αλμύρα σου»). Στο ποίημα, «Αγαπημένη αυταπάτη», επιστρέφει στο ζήτημα ψυχικής οργάνωσης της απώλειας και αποδοχής του αναπόφευκτου θανάτου («Βάλε σημάδια σταθερά Μια παπαρούνα Ένα δυτικό αστέρι Μια βιαστική κάμπια Γιατί και οι δυο μας ξέρουμε δεν θα επιστρέψεις»). Ο θάνατος θέλει χρόνο για να αποτελέσει αντικείμενο ψυχικής επεξεργασίας («Ο θάνατος του καθενός ντροπαλός θέλει χρόνο να ξεδιπλωθεί», στο ποίημα «Το νεκρό μου σπίτι»). Κανείς δεν εξαιρείται από τη βιαιότητα του θανάτου, ούτε τα μικρά παιδιά («Δεν ζούσαν όλα τα παιδιά που γεννιόντουσαν αλλά ούτε και τώρα»), ενώ ο θάνατος  σπάνια ομολογείται δημόσια αλλά απωθείται και θάβεται («Τα μυστικά παντού τριγύρω μέχρι το όριο του φράχτη… Εσύ είχες θάψει κάτι μικρός;»). Οι απώλειες προστίθενται σε μια λίστα θανάτου, ενώ η μνήμη αναλαμβάνει το καθήκον αφθαρτισμού της ζωής («Το δικό μου το γραπτό θα είναι πάντα μια λίστα ονόματα που τα διαβάζει ο παπάς από μικρά χαρτιά σφιχτά διπλωμένα ευλαβικά γραμμένα με τα καλύτερά μου γράμματα Υπέρ μακαρίας μνήμης»). Το «αλφαβητάρι της απώλειας» είναι μια ακόμη προσπάθεια, να συλλαβίσει η ποιήτρια τον θάνατο των οικείων μας, μιλώντας για τη συνόρευση του θανάτου με τα ακραία όρια της ζωής.

Το «Νεκροφίλημα» είναι ένα ποίημα αποχαιρετισμού, ενώ το «Νεκροστάσιο» είναι ένα ποίημα για την προσπάθεια διαχείρισης του θανάτου και της απώλειας («Ξέρεις πως λειτουργώ άλλωστε Χρειάζομαι φακέλους, αρχεία και αλφαβητικές σειρές για να κατανοήσω»). Το ποίημα «Αναστάσεως του Κυρίου» μιλά για την επίσκεψη που επιτελούν οι ζωντανοί στους νεκρούς τους ως χρέος και ως τελετουργία. Επίσης, μιλά για το χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου («Αναρωτιούνται για το ότι εγώ ακόμα μένω από την έξω πλευρά του φράχτη»). Τα τελευταία αυτά ποιήματα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι αποτελούν περιγραφές διαβατήριων τελετουργιών, δηλαδή τελετουργιών που στοχεύουν στον ομαλό αποχωρισμό από τον νεκρό. Οι διαβατήριες τελετουργίες διακρίνονται από τρία στάδια τον αποχωρισμό, τη μετάβαση και την ενσωμάτωση. Η Πανέρα μιλά για τη διαδικασία αποχωρισμού από το αγαπημένο πρόσωπο, τη μετάβαση όπου ενσωματώνονται στοιχεία που θα βοηθήσουν τον πενθούντα να προσαρμοστεί στην αλλαγή και τελικά να ενσωματωθεί ξανά στη ζωή και την κοινωνία.

Η Πανέρα μιλά για τον θάνατο ως άνθρωπος που έχει βιώσει την απώλεια, αλλά και ως  πολιτικό ον που αντιμάχεται την κυρίαρχη πολιτική διαχείρισης του θανάτου. Σχεδιάζει χάρτες, χαράσσει διαδρομές, τοποθετεί οδοδείκτες που σημαίνουν απώλειες και πένθη. Η ποιητική της Πανέρα βασίζεται σε μια οργάνωση του χάους της απώλειας και του θανάτου, σε μια προσεγμένη επαναφήγηση του χαμού. Τα οδόσημα και οι προσανατολισμοί που θέτει η Πανέρα μέσα στο βιβλίο της θέλουν να δομήσουν έναν εικονικό τόπο, όπου το βαθύ πένθος μετασχηματίζεται, τα γεγονότα παρατίθενται σε επανάληψη ώστε να χάσουν το βάρος τους και το πένθος να οδηγήσει σε μια αναδιοργάνωση. Η ποιητική της Πανέρα αποτελεί έναν τρόπο συνομιλίας με τους νεκρούς ώστε να τους αφθαρτίσει μέσα από τις λέξεις.  Έτσι, οι νεκροί εξυψωμένοι μέσα από τα ίχνη της απουσίας τους θα καταστούν παρόντες εν τη απουσία τους.

Η ποιήτρια μέσα από το έργο της στοχεύει να αμφισβητήσει τη σύγχρονη θανατοπολιτική. Η Πανέρα τολμά να μιλήσει για τον θάνατο, την απώλεια και το πένθος θέματα ταμπού και μάλιστα χωρίς διάθεση θανατολαγνείας, αλλά με τόλμη και σεβασμό σε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Την απώθηση του ζητήματος του θανάτου από τη δημόσια σφαίρα έχουν θέσει πολλοί διανοητές, μεταξύ των οποίων και ο Τζέφρι Γκόρερ στο άρθρο του, «pornography of death», στο οποίο υποστηρίζει ότι κατά τον 20ο αιώνα ο θάνατος είναι «ακατανόμαστος» ως φυσική διαδικασία, αποσιωπάται και ανάγεται σε θέμα ταμπού. Ο θάνατος σύμφωνα με τον Γκόρερ ορίζει μια νέα «άσεμνη» και εγγενώς επαίσχυντη θεματική, όπως τονίζει η Δήμητρα Μακρυνιώτη στην εισαγωγή του συλλογικού τόμου, «Περί θανάτου». Ο Γκίντενς βασισμένος σε μια παρόμοια προβληματική αναφέρει ότι οι κοινωνίες στην ύστερη νεωτερικότητα ,προκειμένου να παρέχουν οντολογική ασφάλεια στα μέλη τους, εξορίζουν τον θάνατο από την καθημερινότητα και το δημόσιο βλέμμα και το αναθέτουν σε ειδικούς. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως σημειώνει ο Μπωντριγιάρ, οι κοινωνίες  επιθυμούν να εξοβελίσουν τον θάνατο από τη δημόσια σφαίρα προκειμένου να αποσοβήσουν τον κίνδυνο, που ο θάνατος μπορεί να επιφέρει ως απώλεια ελέγχου και μονιμότητας. Ωστόσο, όπως σημειώνει με αυτή την προσπάθειά τους, αποτυγχάνοντας τελικά να ελέγξουν την απώλεια αφήνουν εκτεθειμένα τα μέλη της κοινωνίας στον θάνατο περισσότερο από ποτέ.

Η Πανέρα, για να επιστρέψουμε στο βιβλίο έρχεται αντιμέτωπη με κοινωνικά παγιωμένα ταμπού, συγκρούεται με μια αντίληψη της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, που θέλει να θέσει όρια σε κάθε ανεξέλεγκτη και μη προβλέψιμη πτυχή της ζωής, καθιστώντας τον θάνατο ανίερο, βρώμικο και επαίσχυντο. Η Πανέρα, διερευνά τον θάνατο ως πτυχή της ζωής, ως όριο αυτού που μπορεί να λεχθεί, ως όριο μιας προσωπικής εμπειρίας που στοιχειώνει ολόκληρη την κοινότητα. Στόχος της Πανέρα είναι να μιλήσουμε για τον θάνατο και την απώλεια όχι ως εξομολόγηση, θρήνο, λυγμό ή αισχύνη απέναντι στη ζωή, αλλά ως μια βασική πτυχή της ανθρώπινης περιπέτειας.

 

Η αυτοχειρία

Η αυτοκτονία αποτελεί μια ισχυρή θεματική στο βιβλίο της Πανέρα, όχι τόσο για τη συχνότητα με την οποία αναφέρεται το ζήτημα αλλά εξαιτίας της βαρύτητας που έχει το θέμα, ιδίως αν το αντιμετωπίσει κανείς σε σχέση με τις αυτοκτονίες που συνδέονται με περιστατικά γυναικείας κακοποίησης ή βαριάς σωματικής ή ψυχικής ασθένειας. Δύο είναι τα ποιήματα της Πανέρα που αναφέρονται άμεσα στο ζήτημα της αυτοκτονίας, το «David Foster Wallace/ Έπρεπε να μείνεις λίγο ακόμα» και το «Όταν μια γυναίκα αυτοκτονεί», ενώ περισσότερο έμμεσα παραπέμπει σε αυτή το ποίημα «Οφηλία».

 Το ποίημα «David Foster Wallace» αναφέρεται έμμεσα στην αυτοκτονία του ομώνυμου συγγραφέα την 12 Σεπτεμβρίου, στην ηλικία των 46 ετών το 2008. Η γυναίκα του, η εικαστικός Karen Green τον βρήκε κρεμασμένο στο γκαράζ του σπιτιού τους, στο Claremont, California («πώς θα κόψουμε το σκοινί πώς θα σε κατεβάσουμε σεβόμενοι το πτώμα… πώς θα σκεπάσουμε το μπλαβιασμένο πρόσωπό σου τα μάτια που μείναν γουρλωμένα να κοιτάν»). Για πολλούς μήνες, ο Wallace βρίσκονταν σε μια κατάσταση βαθιάς κατάθλιψης. O Wallace διαγνώστηκε με κατάθλιψη από τη δεκαετία του ’80. Από εκείνη τη στιγμή ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή, ώστε να διαχειριστεί τα συμπτώματά του. Το magnus opus του Wallace θεωρείται το μυθιστόρημά του με τίτλο, «Infinite Jest», όπου μιλά και για το ζήτημα της αυτοκτονίας. Σε αυτό υποστηρίζει ότι ένας αυτόχειρας δεν αυτοκτονεί από ένα συναίσθημα ότι η ζωή δεν αξίζει ή από ένα αίσθημα αβοηθησίας, ούτε γιατί βρίσκει ξαφνικά τον θάνατο ελκυστικό. Ο αυτόχειρας φτάνει σε ένα ανυπόφορο επίπεδο αγωνίας και θα σκοτώσει τον εαυτό του όπως κάποιος που είναι εγκλωβισμένος σε ένα διαμέρισμα που φλέγεται. Τελικά, επιχειρεί να πηδήξει από το παράθυρο του κτιρίου καθώς, ο φόβος για την πτώση μοιάζει λιγότερο τρομερός από τους δυο τρόμους.

Το δεύτερο ποίημα της Πανέρα, που αναφέρεται στο ζήτημα της αυτοκτονίας, είναι το «Όταν μια γυναίκα αυτοκτονεί». Σε αυτό το ποίημα, η αυτοκτονία παίρνει έμφυλο χαρακτήρα. Πολύ λίγες έρευνες έχουν διερευνήσει την αυτοκτονική συμπεριφορά των γυναικών, έτσι ώστε να αναδειχθούν σχέσεις μεταξύ του φύλου και της αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Η έλλειψη αυτή σχετίζεται με στερεότυπα όπως το ότι άντρες ερευνητές θεωρούν ότι η αυτοκτονική συμπεριφορά των γυναικών έχει ως σκοπό τη χειραγώγηση ή ότι δεν είναι σοβαρή (παρά τα στοιχεία που δείχνουν το αντίθετο). Η Πανέρα στο ποίημα της αφηγείται ότι οι αυτοκτονικοί σκηνοθετούν τη σκηνή του θανάτου τους με κάθε λεπτομέρεια («φαντάζονται τις λεπτομέρειες»), στο πώς τις περισσότερες φορές αφήνουν κάποιο σημείωμα αυτοκτονίας («συντάσσουν νοερά το σημείωμα αυτοκτονίας»), στην ανάγκη να μη μείνουν πίσω εκκρεμότητες («Σκέφτονται να μην αφήσουν εκκρεμότητες») και στο πώς η επιλογή της αυτοκτονίας μοιάζει πολλές φορές όχι ως άρνηση της ζωής, αλλά ως κίνηση ελευθερίας και απαλλαγής από τον πόνο («πανηγυρίζουν για αυτή που ελευθερώθηκε Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από αυτήν»). Στην περιγραφή της πρόθεσης του ποιητικού υποκειμένου να αυτοκτονήσει η ποιήτρια αντιπαραβάλλει την έγνοια της γυναίκας για τις οικιακές δουλειές («σκέφτονται αν θα βγάλουν τα σκουπίδια έξω»), σκέφτεται τον σύζυγο (ο άντρας θα θυμώσει»), τα παιδιά της («Τα παιδιά για ώρες θα μένουν μόνα») και την ενοχή που μπορεί να τους δημιουργήσει η πράξη της («Αρχικά μπορεί να απορήσει ή να νιώσει ένοχος» και «Κάποιες φορές θα χαίρονται γι’ αυτό αλλά συνάμα θα νιώθουν ένοχα»).

Η Πανέρα μέσα από τα ποιήματά της για την αυτοκτονία δεν στοχεύει ούτε στη ρομαντικοποίηση της αυτοχειρίας, ούτε στην εξειδανίκευσή της.  Η Πανέρα αντιτίθεται στις μετανεωτερικές αξίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, σύμφωνα με τις οποίες όλες οι συμπεριφορές του ανθρώπου πρέπει να υποτάσσονται στην αποτελεσματική διαχείριση, ενώ η αδυναμία διαχείρισης του εαυτού από την πλευρά του υποκειμένου ταυτίζεται με την αποτυχία του.

Η οπτική της ποιήτριας φαίνεται να είναι συμβατή με μια φουκωική εννοιολόγηση της αυτοκτονίας. Ο Φουκώ υποστηρίζει ότι ο λόγος για την αυτοκτονία, όπως συγκροτήθηκε μέσα από τον επιστημονικό λόγο της νεωτερικότητας, είχε ως στόχο την άσκηση μιας βιοεξουσίας πάνω στον πληθυσμό. Η ίδια η αυτοκτονία υποστηρίζει ο Φουκώ, πρέπει να προσεγγιστεί πέρα από ένα ιατρικό μοντέλο που στοχεύει στην παθολογικοποίηση του υποκειμένου. Ο Φουκώ θεωρούσε την αυτοκτονία ως μια «κατηγορία αντίσταση στη νεωτερική διαχείριση της ζωής από το κράτος με τα συστήματα πρόνοιας και με τη ρύθμιση του πληθυσμού, σε αυτό που αποκάλεσε βιοεξουσία» (Osborne, Η σαγήνη της αποστέρησης στον συλλογικό τόμο, Περί θανάτου, νήσος, 2008). Η Πανέρα παρουσιάζει έμμεσα μέσα από τα ποιήματά της την αυτοκτονία ως μια άσκηση ελευθερίας, ως μια πράξη καθαρής βούλησης, ως θετική δύναμη, ως διεκδίκηση του εαυτού.

 

Η νόσος

Ένα άλλο ζήτημα που ξεχωρίζει στο βιβλίο της Άλτας Πανέρα είναι αυτό της νόσου. Στο ποίημα «Κουβέντες καρκίνων» η εμπειρία του καρκίνου αποτυπώνεται με τρόπο αγωνιώδη και ειλικρινή. Ο καρκίνος μπορεί συχνά να αποτελέσει μια εμπειρία οριακή που φέρνει τον νοσούντα μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου του («Γιατροί και νοσοκόμες.. κινούνται αργά φέρονται μαλακά σαν να είμαστε ήδη άγγελοι»). Η ασθένεια φέρνει στο προσκήνιο το πόσο ευάλωτο και θνητό είναι το ανθρώπινο σώμα («Προσέχουν όσο μόνο η μάνα νεογέννητου ξέρει εύθραυστοι πορσελάνινοι»). Συχνά, ο καρκίνος συνοδεύεται με μια τάση ενοχοποίησης του ασθενή και ίσως σε αυτό αναφέρεται ο στίχος «Ξαπλωτοί και εκτεθειμένοι στο εξεταστήριο δεν υπάρχει ρούχο να καλύψει την ενοχή». Η εμπειρία της νεοπλασματικής νόσου είναι σκληρή («Ο καρκίνος.. Δεν πείθεται να μιλά χαμηλόφωνα και ευγενικά Φωνάζει με σάλια που πετάγονται και μάτια που γουρλώνουν»). Ο ασθενής χρειάζεται στήριξη, φροντίδα και γνήσιο νοιάξιμο από το ιατρικό προσωπικό αλλά και την οικογένεια («Η νοσοκόμα σιγοτραγουδά σαν σε μωρό που τρόμαξε με νανουρίζει Φαντάζομαι την αγκαλιά αυτής ή μιας άλλης μάνας Μπορεί να είναι όλα εντάξει ακόμα και τώρα»). Η επικοινωνία των καρκινοπαθών μεταξύ τους μπορεί να τους ενδυναμώσει και να τους παρηγορήσει («Ίσως οι καρκίνοι μας να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλο»).

Στο ποίημα «Ένα τελευταίο φλερτ», η Πανέρα αναφέρεται με τρόπο ειρωνικό και σαρκαστικό στη σκληρή εμπειρία της νόσου και το πώς ορισμένες φορές το υποκείμενο κατακλύζεται από ένα ισχυρό άγχος θανάτου. Η νόσος συχνά αποδεικνύεται ως ένα δυνατό φλερτ με τον θάνατο («Τελευταία πιστεύω ο θάνατος με γουστάρει Προσπαθεί να με πιάσει γκόμενα»). Η πιθανότητα θανάτου και ο θάνατος βιώνεται συνήθως μέσα από τον θάνατο προσφιλών προσώπων, καθώς το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί τον ίδιο του τον θάνατο, όπως υποστήριζε και ο Φρόιντ («Αρχικά ενοχλεί τις φίλες μου Μόλις τον προσέξουν υποχωρεί»). Η νόσος συνδέεται με τον τόπο του νοσοκομείου, ως τόπου ίασης, αλλά και με το νεκροταφείο ως τόπο θανάτου («Τις βγάζει ραντεβού συχνά σε ιατρεία, νοσοκομεία, νεκροταφεία Τις φλερτάρει με αναλύσεις και βιοψίες»). Κάποιες φορές, η εμπειρία του θανάτου μπορεί να είναι λυτρωτική για τον ασθενή τελικού σταδίου («Ακόμα και αν δεν τον θέλουν λυγίζουν και του δίνονται Τις απελευθερώνει»). Η ποιήτρια ολοκληρώνει το ποίημα με την παραδοχή της τρωτότητάς της και την αποδοχή του πεπερασμένου της ύπαρξης («Ίσως τον καλέσω ένα βράδυ αργά να γνωριστούμε»).

Σε στενή σύνδεση με τα ποιήματα που μιλούν ξεκάθαρα για το νοσούν σώμα είναι οι «Αμαζόνες», το οποίο εστιάζει στην εμπειρία του ακρωτηριασμού του γυναικείου σώματος χωρίς όμως να δηλώνεται ξεκάθαρα η αιτία του. Ωστόσο, η αναφορά στον κομμένο μαστό «(Γυναίκες αμαζόνες μόνες μονόστηθες προχωράμε») δηλώνει με αρκετή καθαρότητα και σαφήνεια τη μαστεκτομή στην οποία υποβάλλονται αρκετές γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Από την άλλη μεριά, η σύνδεση του κομμένου στήθους με τις Αμαζόνες που κόβουν ή κολλούν το ένα στήθος στο σώμα για να είναι πιο ικανές στη μάχη, αναδεικνύει το πώς μια σωματική μειονεξία, μπορεί να μετατραπεί σε ισχύ.

Η Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της «Η νόσος ως μεταφορά» καθώς και στο «Aids και οι μεταφορές» ασκεί κριτική στην επίσημη γλώσσα που χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο σχετικά με ασθένειες, όπως ο καρκίνος και το Aids. Η Σόνταγκ υποστηρίζει ότι για τον καρκίνο συγκεκριμένα χρησιμοποιείται συνήθως μια πολεμική μεταφορά όπως φονική ασθένεια, μάχη με την ασθένεια, η άμυνα του σώματος, η εισβολή των καρκινικών κυττάρων. Έχει ενδιαφέρον ότι η Πανέρα στη διαπραγμάτευση της νόσου δε χρησιμοποιεί πολεμικές μεταφορές, οι οποίες όπως λέει η Σόνταγκ, τελικά οδηγούν στη βίωση μεγαλύτερου πόνου από τους ασθενείς και διαστρέφουν την πραγματικότητα σχετικά με την ασθένεια. Επίσης, η διαπραγμάτευση της νόσου από την Πανέρα δε στοχεύει στην ενοχοποίηση του ίδιου του ασθενούς για την ασθένεια, όπως κάνουν διάφορες ψυχαναλυτικές συνήθως προσεγγίσεις, που συνδέουν την εκδήλωση του καρκίνου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ασθενούς. Τέλος, η Πανέρα δε στοχεύει στην ωραιοποίηση της νόσου ή της ηρωοποίησης του ασθενούς, καθώς δε διστάζει να εκθέσει στον αναγνώστη τον ψυχικό πόνο, το άγχος εκμηδένισης που διακατέχει τον ασθενή. Η ποιήτρια παρουσιάζει την ασθένεια, ως μια οριακή κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, εκεί που τα μεταξύ τους όρια συχνά συγχέονται. Αυτή την οριακή κατάσταση, όπου φαινομενικά το νόημα καταρρέει, έρχεται η ποίηση ή η ψυχοθεραπεία να επενδύσει με σημασία χωρίς να παραγνωρίζει την πραγματικότητα ή τη σοβαρότητα της νόσου.

 

Τελικές επισημάνσεις

Το βιβλίο της Άλτας Πανέρα, «Πολύ λίγα πολύ αργά», περιέχει ποιήματα υψηλής θερμοκρασίας, ποιήματα που αφορούν σε ένα υλικό πολύ έντονο, ακόμη και απάνθρωπο που προσφέρεται για συναισθηματισμούς και εκδραμάτιση. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση δείχνει ότι η Πανέρα  καταφέρνει με τον τρόπο της να θέσει το ατομικό ως δημόσιο και το προσωπικό ως συλλογικό. Αντιμετωπίζει το ψυχικό τραύμα ως ευκαιρία επανασύνδεσης με την κοινότητα και επανα-νοηματοδότησης της προσωπικής εμπειρίας μέσα από μια προοπτική ενδυνάμωσης. Επίσης, μέσα από το ζήτημα του θανάτου η ποιήτρια στοχεύει στο να σπάσει καθιερωμένα θεσμικά ταμπού γύρω από αυτόν. Η αυτοκτονία προσεγγίζεται μέσα από τον αμφίσημο χαρακτήρα της όπου αυτή  μπορεί να νοηματοδοτηθεί όχι μόνο ως απάρνηση της ζωής αλλά και ως άσκηση ελευθερίας. Τέλος, η νόσος προσεγγίζεται ως μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στην ανθρώπινη θνητότητα.

Η βία που διατρέχει το βιβλίο είναι μια βία που συγκροτεί τελικά την καθημερινή εμπειρία, είναι μια βία που ασκεί το υποκείμενο πάνω σε άλλα υποκείμενά αλλά και μια βία εν τέλει θεσμική και επίσημη. Η βία που περιγράφεται στο βιβλίο της Πανέρα καθίσταται ορατή και κατονομάσιμη, είναι μια βία που ασκείται επί των σωμάτων και επί των λέξεων. Οι λέξεις κάτω από το καθεστώς της βίας μετατρέπονται σε μάρτυρες μιας αλήθειας που μπορεί ακόμη και να ενοχλήσει τον αναγνώστη με την ανάγκη της να εκστομιστεί απερίφραστα. Η σκληρότητα των περιγραφών, η βία που κάποιες φορές απωθεί όταν αρθρώνεται μέσα στη γύμνια της αντισταθμίζεται από ένα τρυφερό αίσθημα παράπονου, μια βουβή έκκληση για αποδοχή, μοίρασμα και πλησίασμα ανάμικτα με μία αίσθηση ανέκκλητης ευθραυστότητας. Η γλυκόπικρη ειρωνεία, το σκοτεινό χιούμορ, η συναισθηματική έκρηξη συνυπάρχουν με μια διάθεση αναστοχασμού, διαπραγμάτευσης της πραγματικότητας και ανάγκης για λύτρωση. Μέσα από την ποιητική της Πανέρα διακυβεύεται όμως κάτι πολύ πιο σημαντικό από την κάθαρση του υποκειμένου.

Η πολιτική και φεμινιστική στόχευση του βιβλίου της Πανέρα θεμελιώνεται και συγκροτείται μέσα από έναν σύγχρονο φεμινιστικό θεωρητικό λόγο που συνομιλεί υποδόρια με το έργο της Έλεν Σιξού. Η Σιξού μέσα από το κείμενό της, «Το γέλιο της Μέδουσας», αλλά και το μετέπειτα έργο της θεμελίωσε τη μεταστρουκτουραλιστική φεμινιστική θεωρία. Η Πανέρα επιδιώκει να συγκροτήσει μέσα από το ποιητικό βιβλίο της μια θηλυκή γραφή, όπως θεμελιώνεται μέσα από το έργο της Σιξού, μια ecriture feminine που μιλά για τη γυναικεία εμπειρία. Το κυρίαρχο και διακριτικό στοιχείο μιας θηλυκής ή γυναικείας γραφής είναι ότι πρόκειται για μια γραφή ενσώματη, μια γραφή για και από το σώμα. Το σώμα ομιλεί, γράφει και συγκροτεί έναν λόγο που δεν υπόκειται στον κυρίαρχο ανδρικό και διαφεύγει από αυτόν διαρκώς. Το γυναικείο σώμα και η σεξουαλικότητα εγγράφονται μέσα στη γλώσσα. Η Σιξού μέσα από τη θηλυκή γραφή στοχεύει στην ανατροπή των σχέσεων κυριαρχίας και την αμφισβήτηση της ανδρικής κυριαρχίας. Η ίδια η πράξη της γραφής μετατρέπεται σε οδό διαφυγής για τις γυναίκες. Η γυναικεία γραφή βασίζεται στην λιβιδινική οργάνωση του γυναικείου σώματος, είναι μια γραφή εκρηκτική, ηφαιστειακή,  που προκαλεί αναστάτωση, είναι η γραφή που αντιστοιχεί στη νεογέννητη γυναίκα, στη γυναίκα που έχει έρθει στην ύπαρξη μέσα από τη γραφή της. Αυτό που μπορεί κάποιος να εκλάβει, ως υψηλή θερμοκρασία και ένταση είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό μιας λιβιδινικής γραφής, μιας γραφής γυναικείας που στοχεύει στην αποδόμηση του ηγεμονικού ανδρικού λόγου. Το βιβλίο της Πανέρα απαντά στην έκκληση της Σιξού, οι γυναίκες να γράψουν τον εαυτό τους. Η ίδια η γυναικεία γραφή αμφισβητεί διαχωρισμούς, όρια και γένη, προτιμά το υβριδικό και τη μείξη. Τα κείμενα της Πανέρα εμπεριέχουν στοιχεία του πεζού λόγου, της ποίησης, του αυτοβιογραφικού λόγου, της μυθοπλασίας, του φεμινιστικού λόγου και της ηθικής διακήρυξης. Η γυναικεία γραφή της Πανέρα στοχεύει σε μια μεταμόρφωση της κουλτούρας, στη δημιουργίας μιας κουλτούρας του έμφυλου υποκειμένου. Η θηλυκή γραφή της Πανέρα, μιλώντας για το σώμα μιλά για τον τρόπο ύπαρξης των γυναικών, για την εμπειρία του αποκεφαλισμού των γυναικών μέσα από τον κυρίαρχο ανδρικό λόγο μέσα από μια αναλογία με τον ευνουχισμό του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας για τον οποίο μιλά η Σιξού είναι η προϋπόθεση υποκειμενοποίησης της ίδιας της γυναικείας ταυτότητας από τους άνδρες. Η Πανέρα μέσα από τα ποιήματά της μιλά έμμεσα για αυτή τη διαδικασία αποκεφαλισμού, για το σώμα που αντιδρά, που εναντιώνεται, για το σώμα που παλεύει ενάντια στον ακρωτηριασμό, ενάντια στην κοινωνική καταπίεση και αδικία. Εκτός αυτού, η Πανέρα περιγράφει την έντονη ενοχικότητα της γυναίκας σε σχέση με τον πολλαπλό κοινωνικό της ρόλο ως συζύγου, ερωμένης, μάνας και φροντίστριας ηλικιωμένων. Η ενοχή καταδιώκει πάντα τη γυναίκα, ότι ποτέ δεν θα είναι αρκετή, ώστε να ανταποκριθεί στον πολλαπλό ρόλο, με τον οποίο έχει επιφορτιστεί από τις κοινωνικές νόρμες. Η Πανέρα μέσα από τη θηλυκή γραφή της δε θέλει να καταγράψει θύτες και θύματα παγιώνοντας ρόλους και σχέσεις, αλλά επιθυμεί να αναγνωρίσει το γυναικείο υποκείμενο ως μαχητικό, αυτόνομο και διαχωρισμένο από την ανδρική υποκειμενικότητα.

Η Πανέρα μέσα από την ποίησή της δε στοχεύει ούτε στην εξομολόγηση μυστικών, ούτε στην έκθεση καταστάσεων κάτω από το ηδονοβλεπτικό βλέμμα του αναγνώστη. Κατασκευάζει λογοτεχνικές αναμνήσεις του τραύματος, εξιστορεί ιστορίες εμβαπτισμένες στο συναίσθημα της εμπειρίας, δικής της ή των άλλων για να μιλήσει για τη διαπλοκή του προσωπικού με το συλλογικό, της σιωπής με το μοίρασμα, της ζωής με τον θάνατο. Η σκηνή της γραφής για την Πανέρα γίνεται ο χώρος συνάντησης με το τραύμα, με το σώμα που υποφέρει, με την ανάγκη να ορίσουμε ξανά έναν χώρο του μαζί. Γιατί αυτό είναι το μόνο που μας απομένει.

 

Δούρβας Αργύρης