Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/ - Δημήτρης Λεοντζάκος

 




Τίτλος: Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/

Συγγραφέας: Δημήτρης Λεοντζάκος

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Υποκείμενο

Χρονολογία έκδοσης: 2020

Αριθμός σελίδων: 83



Απόσπασμα από τη σελίδα 53 του βιβλίου

 

Το χέρι

 

Η ευγένεια είναι η ευστοχία της ποίησης.

Όπως είναι προσηλωμένη στην αιτία το αντικείμενο.

 

Για να πετύχει στο ποίημα στοχεύει εκτός το υποκείμενο.

 

Υπάρχει ένα χέρι κομμένο όμως πάντα

έξω απ’ το κάδρο.

 

Που λάμπει σαν φως.



Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/ - Δημήτρης Λεοντζάκος

Το Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/ αποτελεί το όγδοο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Λεοντζάκου, το οποίο κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με το ένατο βιβλίο του τη Χλόη ή ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο (Εκδόσεις Κουκούτσι), τον Οκτώβριο του 2020. Τα δύο προηγούμενα βιβλία του ποιητή (Η αγάπη και Τοπίο ξανά) κυκλοφόρησαν επίσης ταυτόχρονα και μάλιστα περιλαμβάνονται και τα δύο σε έναν ενιαίο τόμο. Τα δύο βιβλία βρίσκονται ανεστραμμένα μεταξύ τους, υποδεικνύοντας τόσο τη σύνδεση όσο και την ποιητική αυτονομία τους. Η πρακτική της ταυτόχρονης δημοσίευσης δύο βιβλίων δείχνει από τη μία τη στενή σύνδεση του ποιητικού υλικού και από την άλλη φανερώνει τον πλούτο και την ποικιλία των κειμένων που παράγει ο ποιητής, δημιουργώντας προσδοκίες για την έκδοση μιας πληθώρας ακόμη αδημοσίευτου υλικού.

Η συγγραφική  παραγωγή του Λεοντζάκου χαρακτηρίζεται από διάθεση πειραματισμού και εξερεύνησης νέων ποιητικών τρόπων και καθαρότητα στη διατύπωση. Κάθε βιβλίο του συγγραφέα συνδέεται με τα προηγούμενα αλλά ταυτόχρονα διερευνά νέες κατευθύνσεις και γλωσσικά μονοπάτια, δείχνοντας μια τάση συνεχούς εξέλιξης της φωνής του ποιητή.

Μία από τις πρώτες παρατηρήσεις που μπορεί να κάνει κανείς για το βιβλίο Περπατώντας / μερικά ποιήματα για το τίποτα/ είναι ότι συνδέεται αρκετά στενά με το βιβλίο «Χλόη ή ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο» τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο ύφους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο βιβλία δε διατηρούν την αυτονομία τους. Για παράδειγμα και στα δύο βιβλία υπάρχει ποίημα με τίτλο Ανάτασης άνυσμα ενώ το Περί ύψους (Περπατώντας) συναντάται ελαφρώς παραλλαγμένο και στη «Χλόη» ως Ασκήσεις ύψους. Μια άλλη ομοιότητα σε μορφολογικό επίπεδο είναι η δόμηση ολιγόστιχων σχετικά ποιημάτων (μιας σελίδας περίπου το καθένα), η χρήση της παύλας ως σημείου στίξης του κειμένου καθώς και ο χωρισμός κάποιων ποιημάτων σε ολιγόστιχες αριθμημένες μικρο-ενότητες.

Τέλος, τίτλοι ποιημάτων που υπάρχουν στο Περπατώντας (Η ανάσταση και ο χώρος ιδωμένος σαν δέντρο, Προφέροντας δάση, Ερωτική ζωή των δέντρων, Μόνο τα δέντρα και Χλωρίδα και πανίδα του θείου) συνδέονται με τα δέντρα και παραπέμποντας στον τίτλο της συλλογής «Χλόη ή ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο». Από την άλλη ποιήματα που βρίσκονται στη Χλόη έχουν τίτλους όπως «Περπατώντας» και «η Ποίηση γράφεται περπατώντας» οι οποίοι παραπέμπουν ρητά στο βιβλίο Περπατώντας. Ο ποιητής επιλέγει συνειδητά να «μολύνει» το βιβλίο του με βασικά θέματα και λέξεις κλειδιά του άλλου βιβλίου ώστε να αξιοποιήσει τον πλούτο του καθενός μέσα από τη μίξη και τη διασταύρωση του υλικού του.

Ωστόσο, αφού αναφερθήκαμε στις εξωτερικές ομοιότητες των δύο βιβλίων θα επικεντρωθούμε στο βιβλίο Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/. Ένας βασικός άξονας για να κατανοήσει κανείς το βιβλίο είναι η κατανόηση της λακανικής ψυχανάλυσης. Ο ποιητής φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος τις λακανικές έννοιες της ψυχανάλυσης και ότι αξιοποιεί το βαρύ θεωρητικό της οπλοστάσιο στην εκδίπλωση των θεμάτων του.  Βασικές λέξεις κλειδιά της λακανικής ψυχανάλυσης εντοπίζονται διάσπαρτες μέσα στα ποιήματα. Κεντρική έννοια του βιβλίου θεωρούμε ότι είναι η έλλειψη (Προφέροντας δάση, Ιλασμός και σύνδεσμοι στη γραμματική), η οποία αναφέρεται επίσης ως  κενό (Ο μέλλων της ύπαρξης, Λευκή σελίδα/αγριοπερίστερο), απουσία, ρήγμα (Η κρύα φωτιά του ποιήματος) ή τίποτα. Η έλλειψη σύμφωνα με τη λακανική ψυχανάλυση αποτελεί τη βάση της επιθυμίας και δομεί το υποκείμενο. Επίσης, μια άλλη κεντρική έννοια της λακανικής ψυχανάλυσης η οποία εμφανίζεται στο βιβλίο είναι το αδύνατο (Ερωτική ζωή των δέντρων, Επέλαση της γεωμετρίας τη νύχτα, Ξιφασκώντας αόμματοι στο σκοτάδι). Το αδύνατο στη λακανική ψυχανάλυση σχετίζεται με το άρρητο και την αδυναμία αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσα από τη γλώσσα. Επιπρόσθετα, η γλώσσα ως σύστημα φαίνεται να αποτελεί κεντρική έννοια αρκετών ποιημάτων του Λεοντζάκου (Χειλικό, Η κατάσταση του κόσμου, Δευκαλίων, Λυκώρεια, Το σύμπαν δεν είναι αγράμματο, Το άγνωστο είναι μόνο γλώσσα, Σύννεφα, μετέωρα, νέφη και πουλιά, Η ύπτια θλίψη των πουλιών). Η γλώσσα στην λακανική ψυχανάλυση παίζει σημαντικό ρόλο καθώς σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Λακάν, το ασυνείδητο είναι διατυπωμένο σαν γλώσσα. Τέλος, βασικές έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης, οι οποίες εντοπίζονται σε κάποια ποιήματα είναι ο διχασμός του υποκειμένου (Υπερσυντέλικος, Ιλασμός και σύνδεσμοι στην γραμματική) και οι ταυτίσεις του υποκειμένου (Ορισμοί).

Ο ποιητής μέσα από την πλούσια και παντοδύναμη θεωρητική σκευή της λακανικής ψυχανάλυσης μιλά για την ίδια την ποίηση και την ποιητική δημιουργία. Ύλη της ποίησης σύμφωνα με τον ποιητή είναι το τίποτα, η έλλειψη, το κενό, το ρήγμα. Η ίδια η γραφή αρχίζει και τελειώνει με αυτή την έλλειψη. Η επιθυμία γραφής βασίζεται στην ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό. Επειδή όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, η γραφή δεν παύει να γράφεται, προσπαθώντας μάταια να γεμίσει αυτό το καταστατικό κενό που υπάρχει στη δομή της γλώσσας. Από την άλλη το υποκείμενο είναι διχασμένο μεταξύ εκφοράς και εκφερόμενου, μεταξύ αιτήματος και επιθυμίας, μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.

Έχοντας αυτά στο μυαλό μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι ο τίτλος του βιβλίου αποκαλύπτει πολλά πράγματα για τις βαθύτερες προθέσεις του ποιητή και το βασικό ζήτημα του βιβλίου. Η μετοχή «Περπατώντας» που βρίσκεται στον τίτλο του βιβλίου, επιλέγεται συνειδητά για να αποδώσει αυτή την κίνηση διάσχισης, πλησιάσματος, προσέγγισης του ενός με τον Άλλο. Μεταξύ του ενός και του Άλλου, παρεμβάλλεται ένα κενό, ένα χάσμα, μια έλλειψη ή με τα λόγια του Λακάν η σχέση με τον Άλλον είναι αδύνατη. Ο Λεοντζάκος στο βιβλίο του προσπαθεί να καλύψει αυτόν τον κενό χώρο μεταξύ του ενός και του Άλλου μέσω της γλώσσας, της γραφής, της ποίησης. Η γραφή αποδεικνύεται μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου ως γέφυρα για να πλησιάσουμε ο ένας τον Άλλο, να διασχίσουμε την άβυσσο της επιθυμίας, να καλύψουμε έστω και ατελώς αυτό το αβυσσαλέο τίποτα που μας χωρίζει.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της ποιητικής του Λεοντζάκου είναι η μουσικότητα του ποιητικού κειμένου. Η μουσικότητα διακρίνει σχεδόν το σύνολο του έργου και συνδέεται στενά με την επαγγελματική ενασχόληση του ποιητή με τη μουσική. Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η μουσικότητα των ποιημάτων συνδέεται και ίσως θεμελιώνεται μέσα από αναφορές στη λακανική ψυχανάλυση. Σύμφωνα με τον Λακάν, το σημαίνον (ήχος  της λέξης) στη γλώσσα έχει προτεραιότητα έναντι του σημαινόμενου (νοήμα της λέξης). Ο Λεοντζάκος αξιοποιεί τις λέξεις ως ηχητικό υλικό κατά κύριο λόγο και μετά ως φορείς νοήματος, πιστεύοντας ότι το σημαίνον είναι αυτό που επιτρέπει στην ποίηση να αναδείξει εντάσεις, χρωματισμούς και ρυθμό. Η προτεραιότητα του σημαίνοντος και η μουσικότητα του στίχου επιτυγχάνεται μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου με τη χρήση ομώνυμων και παρώνυμων λέξεων, την αξιοποίηση παρηχήσεων και τη χρήση ομοιοκαταληξίας η οποία πολλές φορές λειτουργεί και ως στίξη του κειμένου. Επίσης, οι ηχητικοί συνδυασμοί των λέξεων δημιουργούν συχνά απροσδόκητες εικόνες και συνειρμούς που εκπλήσσουν ευχάριστα τον αναγνώστη. Η μουσικότητα της ποίησης του Λεοντζάκου συνδέεται στενά με την ανάγκη να εκφέρουμε προφορικά τις λέξεις των ποιημάτων, να αισθανθούμε τους κραδασμούς τους, να κατανοήσουμε ότι η ποίηση είναι ουσιωδώς μια τέχνη προφορικής απαγγελίας και απεύθυνσης στο κοινό.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του βιβλίου σχετίζεται με την προσπάθεια του Λεοντζάκου να δημιουργήσει μια ποιητική αντι-γραμματική (Υπερσυντέλικος, Γραμματική και ευφορία, Ιλασμός και σύνδεσμοι στη γραμματική, Περισπωμένη) και μια αντι- αριθμητική (Arithmetica infinitorum,Οπτική 3χ0=0) της ποιητικής δημιουργίας. Ο ίδιος ο ποιητής έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι «θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη δια της επιστήμης κατασκευή της γραμματικής και του συντακτικού της ποίησης. Πράγμα που θα ήταν κάτι σαν απόλυτη καταστροφή, κάτι σαν το Νταχάου της λογοτεχνίας». Μέσα από τα ποιήματά του παρωδεί την  προσπάθεια της επιστήμης να θέσει κανόνες για την ποιητική γραφή, να την κατανοήσει με τρόπο αποστειρωμένο, στεγνό και στην ουσία θετικιστικό. Η ποίηση για τον Λεοντζάκο εμπεριέχει το στοιχείο του άλογου, του μυστηριακού, του μεταφυσικού, πέρα από αυτό που μπορεί να προσεγγίσει η σύγχρονη επιστήμη.

Εκτός από τη λακανική ψυχανάλυση μια άλλη βασική συνιστώσα της ποιητικής του Λεοντζάκου είναι η φιλοσοφία. Μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου αναφέρονται πλήθος φιλοσόφων όπως ο Πλάτωνας (Alma mater),  ο Χέγκελ και ο Σπινόζα (Ο Αιγύπτιος του ποιητή), ο Χέγκελ (Φαινομενολογία του πνεύματος), ο Φουκώ (Οι λέξεις και τα πράγματα), ο Σενέκας (θρήνος και εποποιία της γλώσσας στον Σενέκα), ο Μπένθαμ (Πανοπτικόν), ο Νίτσε και ο Μπένγιαμιν (Θαλάσσια αύρα/ Nietzsche). Επίσης, υπάρχουν αναφορές σε άλλους σημαντικούς μαθηματικούς  όπως ο John Wallis (Arithmetica Infinitorum), μουσικούς, (Vivaldi και Bach), αλλά και μυθικά πρόσωπα όπως ο Έκτορας και ο Αχιλλέας (Περί ύψους), η Πυρά και η Πανδώρα (Δευκαλίων), ο Ίκαρος (Οπτική), ο Κρέων (Σφίγγουσα πνέουσα επί των ρημάτων). Πηγές της ποίησης του Λεοντζάκου αναδεικνύονται η ψυχανάλυση, η φιλοσοφία, η μουσική, η μυθολογία δείχνοντας την εμβρίθεια με την οποία ο ποιητής έχει ενσκύψει στα παραπάνω πεδία. Από την άλλη οι πολυπληθείς αυτές αναφορές υποβάλλουν στον αναγνώστη την ιδέα της εγγύτητας μεταξύ αυτών των γνωστικών πεδίων με την ποίηση.

Από μια διαφορετική οπτική, αυτή της ψυχανάλυσης, τα πρόσωπα που παρουσιάζονται μέσα στα ποιήματα δεν είναι τυχαία αλλά οι εμφανίσεις τους είναι σκηνοθετημένες εμφανίσεις του πατέρα. Το βιβλίο συνεχίζει τη στροφή προς τη γραφή, προς την ομιλία και προς τον πατέρα που συντελέστηκε για πρώτη φορά  στο Τοπίο ξανά. Όλες αυτές οι αναφορές στα διάφορα πρόσωπα  μέσα στα ποιήματα δεν είναι παρά Ονόματα του πατέρα. Εκτός από κύρια ονόματα, τα ποιήματα περιέχουν αναφορές σε πλήθος σημαινόντων που αρχικά τουλάχιστον φαίνονται αρκετά ερμητικά ως προς τη σημασία τους. Το δάσος, η φωτιά,, τα πουλιά, το φως, η φωνή, η Πολωνία, η Ασία, το σώμα, ο βράχος, τα φύλλα, τα ψάρια, οι τίγρεις, ο ναυαγός, το κομμένο χέρι, η αυγή, τα σύννεφα, οι πέτρες, ο κύκνος είναι σημαίνοντα που σχετίζονται με τα ονόματα του πατέρα και αποτελούν σημαντικά στοιχεία στην προσωπική ανάλυση του ποιητή. Έχει ενδιαφέρον ότι κάποια σημαίνοντα από αυτά που εμφανίζονται στο Τοπίο ξανά, επανεμφανίζονται στο Περπατώντας / μερικά ποιήματα για το τίποτα/. Το φως, η Πολωνία, το χέρι, η φωνή, η πέτρα, η φωτιά είναι σημαίνοντα στα οποία ο ποιητής επανέρχεται στο νέο του βιβλίο για να τα επεξεργαστεί εκ νέου. Η νέα τους προσέγγιση είναι πιο λιτή και απογυμνωμένη, δείχνοντας έτσι μια μετατόπιση στη γραφή του ποιητή αλλά και μια μετατόπιση σε ψυχικό επίπεδο που έχει συντελεστεί πιθανόν μέσα από την αναλυτική εργασία.

Το βιβλίο Περπατώντας / μερικά ποιήματα για το τίποτα/ είναι ένα βιβλίο που θεματοποιεί την ποίηση, τη γραφή, τη γλώσσα αλλά και την αποτυχία τους να αναπαραστήσουν τον κόσμο ως έχει. Αναφέρεται στο κενό που δεν παύει να διαρρηγνύει τη σχέση μας με τον άλλο και που προσπαθούμε μέσα από τις λέξεις μας να γεφυρώσουμε. Ταυτόχρονα, το βιβλίο επιστρέφει στο ζήτημα του πατέρα επιδιώκοντας να το επεξεργαστεί εκ νέου.

Η ποίηση του Λεοντζάκου προσπαθεί να εκφέρει ολόκληρη την αλήθεια  και να άρει τον διχασμό μας ως ανθρώπινα υποκείμενα. Κι όμως παρά την καταστατική αδυνατότητα της ποίησης να μιλήσει για όσα μένουν μέσα μας άρρητα,  ο ποιητής  τολμά να μιλήσει για αυτή την αποτυχία με συγκινητικά γενναίο τρόπο μη διστάζοντας να αποτύχει ξανά και ξανά.

 

Δούρβας Α.


Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Ενδεχόμενα τοπία- Δανάη Σιώζιου

 



Τίτλος: Ενδεχόμενα τοπία

Συγγραφέας: Δανάη Σιώζιου

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Αντίποδες

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 72

 

Απόσπασμα από τη σελίδα 65 του βιβλίου

 

Κάποιες μέρες είμαι σκληρή με τον εαυτό μου

συμβαίνει πού και πού και είναι θείο δώρο

Είναι οι μέρες που ο χειμώνας

αποκτά νόημα μέσα σου. Λες, να,

αυτό το χιόνι που βγάζω απολεπίζοντας

το σώμα μου, το χιόνι που πέφτει καθώς

τρίβονται τα οστά μου και το χέρι μου ξύνει

το αγύριστο κεφάλι μου

αυτό το χιόνι φοβάμαι θα με καλύψει

από τα νύχια ως την κορφή, και δεν θα σταματήσει

ούτε θα λιώσει, εδώ θα σβήσει η ζωή.

Ύστερα γλυκά σε γλείφεις

ώσπου να φύγουν και οι τελευταίοι πάγοι από πάνω σου.

Κάποιες μέρες είμαι καλή με τον εαυτό μου.

Δώρο άδωρο. Καμιά εποχή δεν διαρκεί.



Ενδεχόμενα τοπία- Δανάη Σιώζιου

 

Η Δανάη Σιώζιου εμφανίστηκε στην ποιητική σκηνή με το βιβλίο της Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, το οποίο κέρδισε το Κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης», το 2017. Το 2021, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση, η ποιήτρια προχωρά στον επόμενο εκδοτικό της βήμα, στην κυκλοφορία του δεύτερου ποιητικού της βιβλίου με τίτλο, «Ενδεχόμενα τοπία». Τα «Ενδεχόμενα τοπία» διαρθρώνονται σε πέντε ενότητες με τίτλο, Ελληνικό όνειρο, Ανθρωπογεωγραφία, Μυθολογικά, Τροπικότητες και Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με βάση την έννοια του μύθου, δημιουργώντας μια σπονδυλωτή σύνθεση.

Για να κατανοήσει κανείς σε βάθος τις ορίζουσες του βιβλίου πρέπει να αναφερθεί σε κάποιες βασικές έννοιες που χρησιμοποιεί η ποιήτρια ως δομικούς λίθους για το εγχείρημά της, όπως ο μύθος, ο μυθικός χώρος και ο μυθικός χρόνος έτσι όπως αναπτύχθηκαν στο έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η Σιώζιου στο πρώτο της βιβλίο εξερευνά το έργο του Μπένγιαμιν μέσα από την έννοια του παιχνιδιού όπως σκιαγραφείται στο έργο του, Μονόδρομος. Στα Ενδεχόμενα τοπία η εξερεύνηση του ποιητικού φαινομένου με βάση τις φιλοσοφικές απόψεις του Μπένγιαμιν βαθαίνει και πλαταίνει.

 Βασικό στοιχείο για να κατανοήσει κανείς την προσέγγιση της Σιώζιου στο βιβλίο της είναι η μπενγιαμινική έννοια του μύθου. Ο Μπένγιαμιν έχει μια διττή στάση απέναντι στον μύθο. Άλλοτε υποστηρίζει τη διάλυση του μύθου μέσα στον Λόγο και άλλοτε υποστηρίζει την αντικατάσταση των παλιών μύθων από τον Λόγο, ο οποίος την εποχή της νεωτερικότητας λαμβάνει με τη σειρά του τη μορφή ενός νέου μύθου.  Αυτή τη δεύτερη αντίληψη του μύθου φαίνεται ότι υιοθετεί και η Σιώζιου, αναγνωρίζοντας τη χειραφετητική δύναμη της αφήγησης. Ο μυθοποιητικός της λόγος δεν ακολουθεί μια φροϋδική ή γιουνκιανή προσέγγιση που θα τοποθετούσε στο κέντρο του μύθου, ασυνείδητα αρχέτυπα ή απωθημένες φαντασιώσεις. Ο μύθος όπως αξιοποιείται στη Σιώζιου βασίζεται στις συλλογικές εικόνες του κόσμου, οι οποίες φέρουν σαφή ιστορική υπογραφή.

Μια άλλη βασική έννοια για να κατανοήσει κανείς καλύτερα το βιβλίο της ποιήτριας είναι η μπενγιαμινική αντίληψη του μυθικού χώρου. Ο μυθικός χώρος επιτρέπει την αντιστοίχιση του κόσμου με τα αρχαϊκά σύμβολα αλλά και τη διερεύνηση ενός κόσμου όπου οι διαφοροποιήσεις μεταξύ μέσα και έξω, ζωής και θανάτου ακυρώνεται. Σε αυτό τον μυθικό χώρο μπορούν να εκφραστούν οι μυθικές επιδράσεις της φύσης πάνω στα υποκείμενα.  Η περιπλάνηση μέσα στη φύση όπως περιγράφεται από την Σιώζιου είναι αυτή που μεταμορφώνει τον χώρο σε μυθικό τοπίο.

Τα τοπία που περιγράφει η Σιώζιου στο βιβλίο της είναι ένα ιδιαίτερο μείγμα από μνήμες, από φυσικούς τόπους και ψυχικά τοπία, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη και προσωπική ψυχογεωγραφία. Κάθε τοπίο συγκροτεί έναν ποιητικό χώρο, ενώ από την άλλη τα ποιήματα του βιβλίου συγκροτούν έναν νοητό χάρτη τόπων, αισθήσεων και μνημών. Τα πιο ισχυρά τοπία για την ποιήτρια είναι τα τοπία που συνδέονται με την παιδική ηλικία, τα τοπία που δέθηκαν αδιάρρηκτα με τα βιώματα της ποιήτριας και αποτέλεσαν αφορμή για την έκλυση της συναισθηματικής ενέργειας των ποιημάτων.

 Ήδη το μότο στην αρχή του βιβλίου, που προέρχεται από τους μύθους του Αισώπου, προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη σημασία του μύθου και του μυθικού χώρου «Ω ούτος, συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος» (Τι να σου κάνω, δε με κοροϊδεύεις εσύ αλλά ο τόπος). Η φράση αυτή προέρχεται από τον γνωστό μύθο του Αισώπου με τον λύκο και το ερίφιο. Το ερίφιο το οποίο βρίσκεται στην άκρη ενός βράχου που δεν μπορεί να προσεγγίσει ο λύκος, τον περιγελά, έχοντας μιας αίσθηση ασφάλειας. Το επιμύθιο είναι ολοφάνερο: ο τόπος, οι συνθήκες είναι αυτές που επιτρέπουν ακόμη και τον αδύνατο να μπορεί να μιλήσει με θάρρος, ακόμη και με έπαρση. Η αναφορά σε αυτόν τον μύθο του Αισώπου φανερώνει την πρόθεση της ποιήτριας να μιλήσει από τη θέση του θύματος, από τη θέση του αδύνατου, μέσα από την προστασία και την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει ο τόπος της ποίησης.

Το δεύτερο μότο του βιβλίου είναι μια φράση της Agnes Varda, πρωτοπόρας σκηνοθέτριας με έντονες φεμινιστικές επιρροές. Η φράση της Varda, «αν άνοιγε κανείς τους ανθρώπους θα έβρισκε κανείς τοπία», εντείνει την αίσθηση, ότι το βιβλίο εστιάζει στην περιγραφή εσωτερικών τοπίων, ως θραύσματα μνήμης, σκέψης και συγκίνησης.

Στην πρώτη ενότητα με την ονομασία Ελληνικό όνειρο, η ποιήτρια δημιουργεί μια προσωπική μυθολογία. Η μυθολόγηση του εαυτού μέσα από αυτοβιογραφικά στοιχεία δεν ικανοποιεί μια ναρκισσιστική ανάγκη της ποιήτριας αλλά βοηθά στην κατανόηση και την αποδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Η προσωπική ιστορία ανασύρει από τον αναγνώστη τις δικές του μνήμες από την παιδική του ηλικία και κινητοποιεί τη νοσταλγία για τον οριστικά χαμένο παράδεισο της παιδικής αθωότητας. Στην οικοδόμηση της προσωπικής μυθολογίας της ποιήτριας σημαντικό ρόλο παίζουν οι εικόνες. Βουνά (Ελληνικό όνειρο), δέντρα, δάση (Αναχώρηση), βιολέτες (Βιολέτες), ξέφωτα (Τραγούδι), χωματόδρομοι (Το τέλος του κόσμου), μονοπάτια (τραγούδι της σκιάς μου), ποτάμια, πρόβατα, μια μικρή πόλη, ένα σινεμά (Τοπίο) δημιουργούν απτές εικόνες μιας μνήμης που αναβιώνει κάτι από τα περασμένα.  

Η πρώτη ενότητα συνδέει πετυχημένα τη θεματική της παιδική ηλικίας και του χρόνου, με τον τόπο. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το παρελθόν μέσα από τα ποιήματα δε δρα καταλυτικά για τη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντος. Κανένας ντετερμινισμός δεν είναι αποδεκτός. Το μέλλον συνεχίζει να είναι αβέβαιο και πάντα υπό συνεχή διαμόρφωση (Είμαστε σιωπηλοί σαν το μέλλον, στο ποίημα Ελληνικό όνειρο) αλλά και το ποίημα Ενδεχόμενα στην τελευταία ενότητα.

Οι εικόνες που παρουσιάζονται στην πρώτη ενότητα αλλά και γενικότερα στο σύνολο του βιβλίου, λειτουργούν ως εργαλείο εξερεύνησης του κόσμου και του εαυτού, αποτελούν ένα φευγαλέο ακούμπισμα των δαχτύλων στο άγνωστο χωρίς όμως να προϋποτίθεται η επιτυχία του εγχειρήματος (Σύρτε το δάχτυλο  ως την άκρη. Καμιά απάντηση δεν είναι αναγκαία, ποίημα Ο χάρτης).

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου αποκαλείται Ανθρωπογεωγραφία. Η ανθρωπογεωγραφία είναι ένας κλάδος της γεωγραφίας που μελετά τη χωρική διαμόρφωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και το πώς αυτή σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον.

Μετά, την έκθεση της προσωπικής μυθολογίας της ποιήτριας, το βιβλίο στη δεύτερη ενότητα ανοίγει προς το συλλογικό βίωμα και τη διυποκειμενικότητα.  Η ποιήτρια στρέφει την προσοχή της από τον εαυτό της, στον κόσμο και στις κοινωνικές σχέσεις. Οι αναμνήσεις στη δεύτερη ενότητα παύουν να συγκροτούν ένα καταγωγικό μυθιστόρημα, αλλά συμπλέκονται πλέον με αφηγήσεις  για φίλες,  γνωστούς, για εξόδους και ταξίδια. Η ποιήτρια παρατηρεί  τις αναμνήσεις της, τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω της και συνειδητοποιεί πόσο πλασματικές  και ρευστές είναι αυτές οι μνήμες.

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου που ονομάζεται Μυθολογικά συνδέεται άμεσα με την έννοια του μυθολογικού χρόνου. Ο Μπένγιαμιν ορίζει τον μυθικό χρόνο ως τον χρόνο της αιώνιας επανάληψης, ο οποίος αποτελεί την ουσία κάθε μυθικού συμβάντος. Η αιώνια επανάληψη συμβολίζει τη ματαιότητα όπως αντανακλάται σε γνωστούς αρχαιοελληνικούς μύθους όπως σημειώνει ο Μπενγιαμιν στο Passagenwerk. Η μυθική τιμωρία στις τραγωδίες οδηγεί σε έναν κύκλο ενοχής και τιμωρίας του ήρωα. 

Η μπενγιαμινική αντίληψη του μυθικού χώρου βρίσκει ευθεία αντανάκλαση στα Μυθολογικά. Η Σιώζου σε αυτή την ενότητα αναφέρει τους μύθους του Τάνταλου, των Δαναΐδων, του Ιξίωνα, της Ιππώς, της Αντιγόνης και της Δανάης στα ομώνυμα ποιήματα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των μύθων είναι η ενοχή και η τιμωρία των ηρωίδων. Μέσα από αυτούς τους μύθους  αναδεικνύεται το μοτίβο αιώνιας επανάληψης που αποτελεί άρρηκτο χαρακτηριστικό του μυθικού χρόνου. 

Οι Δαναΐδες για παράδειγμα καταδικάζονται να γεμίζουν νερό ένα τρύπιο πιθάρι, ο Τάνταλος να απλώνει το χέρι του για να πιάσει ένα φρούτο και τα κλαδιά να μεγαλώνουν σε μεγαλύτερο ύψος ώστε να μην μπορεί να τα πιάσει και ο Ιξίωνας τιμωρείται με δέσιμο σ’ έναν φλεγόμενο τροχό.  Η Σιώζιου τονίζει την επαναληπτικότητα του μυθικού χρόνου ωστόσο φροντίζει να τονίσει στο τέλος κάθε ποιήματος την ανάγκη ρήξης αυτού του αιώνιου κύκλου και της τελικής αποκατάστασης των ηρωίδων. Το έμφυλο στοιχείο των μύθων, η καταπίεση και ο βασανισμός των γυναικών είναι ιδιαίτερα διακριτός σε αυτή την ενότητα, αναδεικνύοντας μια φεμινιστική συνιστώσα της ποίησης της Σιώζιου.

Η τέταρτη ενότητα του βιβλίου με τίτλο, Τροπικότητες, συνδέει το τοπικό με το διεθνές, το μυθικό με το πραγματικό. Ο μύθος που πλάθεται από τη Σιώζιου σε αυτή την ενότητα έχει τη σφραγίδα της ιστορικής πραγματικότητας. Χώρες και άνθρωποι σε κρίση (Μια χώρα σε κρίση), νομαδικά υποκείμενα, αιώνιοι πλάνητες, μετανάστες, αγνοούμενοι και νεκροί (Στάχτες) συνθέτουν έναν σύγχρονο δυστοπικό μύθο για την προσφυγιά και τα κλειστά σύνορα. Η συλλογική ιστορία διαπλέκεται με την προσωπική (Ποίημα για τις παντόφλες σου) ελαφραίνοντας λίγο το βάρος της δυστοπίας.

Η τελευταία ενότητα του βιβλίου αποκαλείται «Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι». Η ενότητα αυτή έχει ως στόχο τη ρήξη και αποκατάσταση του μύθου (Διάρρηξη), την ακύρωση της αιώνιας επανάληψης ως τιμωρίας και την αποδοχή του μέλλοντος ως συνόλου ενδεχομένων (Ενδεχόμενα). Επίσης, η τελευταία ενότητα εξυμνεί την περιπλάνηση (Από καταπακτή σε καταπακτή) ακόμη και αν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του εαυτού (Η περιπέτεια της ψυχής).

Τα ενδεχόμενα τοπία είναι ένα βιβλίο εξερεύνησης και περιπλάνησης σε φυσικά και ψυχικά τοπία. Ο εαυτός, ο άλλος και η εμπράγματη πραγματικότητα μυθοποιούνται με τρόπο σαγηνευτικό. Η Σιώζιου μέσα από το βιβλίο της αναζητά τον σύγχρονο μύθο για να μιλήσει τρυφερά για τη σκληρότητα του κόσμου αλλά και την ανάγκη επαναμύθευσής του, μέσα από την αγάπη. Ο μύθος δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς τρόπους για να πλησιάσουν οι άνθρωποι λίγο πιο κοντά στον εαυτό τους, ίσως και στους άλλους.

 

Δούρβας Α.


Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί- Αγγελική Πεχλιβάνη

 



Τίτλος: Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί

Συγγραφέας: Αγγελική Πεχλιβάνη

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Κίχλη

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 104



Απόσπασμα από τη σελίδα 57 του βιβλίου

 

 

Σφάλμα

 

Με τον θάνατό σου διέπραξες μεγάλο σφάλμα. Φυσικά δεν το ήθελες – το σφάλμα σου ήταν ακούσιο. Και έτσι όμως, οι πεποιθήσεις μου κλονίστηκαν. Βεβαιότητες τύπου «η ζωή (Σου) είναι το αντίθετο του θανάτου», «ο ήλιος (Σου) θα μας ζεσταίνει πάντα», «τα κουάρκ της άφθαρτης ύλης (Σου) συνιστούν την ύψιστη τρυφερότητα» διερράγησαν αμετάκλητα. Τώρα συμβιβάζομαι με παραδεδεγμένες νόρμες, όπως η νομοτελειακή αλληλοδιαδοχή ζωής και θανάτου, το αναπάντεχο του βίου και η στιγμιαία (ένας παλμός, ένα παλμός μόνο) μεταστροφή της τύχης.

Ο θάνατός σου ήταν σφάλμα. Με βύθισε σε μια κοινοτοπία σκέψης, σε έναν βάλτο ελαφρών προσεγγίσεων της ψυχής, σε μια αμφιθυμική μεταφυσική δεύτερης κατηγορίας.

 

Ο θάνατός σου με εξέθεσε ανεπανόρθωτα,

μητέρα.


Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί- Αγγελική Πεχλιβάνη

 

Οι γάτες του τρίτου είναι το δεύτερο βιβλίο της Αγγελικής Πεχλιβάνη μετά το Πεζή οχούμενη (2018). Στο δεύτερο βιβλίο της η Πεχλιβάνη βαθαίνει και προεκτείνει κατακτήσεις του πρώτου βιβλίου της, εκλεπτύνει τους εκφραστικούς τρόπους της και δομεί με αρχιτεκτονική σοφία το νέο βιβλίο της. Οι ρίζες του βιβλίου εντοπίζονται στο ημερολόγιο πένθους του Ρολάν Μπαρτ στο οποίο, ο γνωστός σημειολόγος του πολιτισμού και της λογοτεχνίας, εκφράζει το πένθος για το θάνατο της μητέρας του υπό τη μορφή ημερολογιακών καταχωρίσεων. Η Πεχλιβάνη στο νέο της βιβλίο θεματοποιεί το πένθος και την απώλεια για τη χαμένη μητέρα της με τρόπο συγκινητικό χωρίς να περιέρχεται στιγμή σε εύκολες λύσεις μιας άκρατης συναισθηματολογίας και αυτοοικτιρμού. Ακολουθεί στα περισσότερα ποιήματά της της, τη μορφή υποτιθέμενων ημερολογιακών καταχωρίσεων, τα οποία όμως ξεπερνούν κατά πολύ την προσωπική εξομολόγηση μιας απλής καταγραφής και εξυψώνονται σε ελεγεία θανάτου.

Ο λόγος της Πεχλιβάνη διακρίνεται για τη λεπτότητα της διατύπωσής του, της συγκρατημένης συγκίνησης που προσφέρει, της επιδίωξης του απέριττου άρα και του ουσιαστικού. Το ύφος του βιβλίου είναι πεζολογικό και συνταιριάζει με τη μορφή του πεζού ποιήματος που παίρνουν τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου. Στις γάτες του τρίτου, η ποίηση συνδυάζεται πετυχημένα με την πεζογραφία και το πένθος με την ανάγκη λύτρωσης και συνέχισης της ζωής. Η ποιήτρια απευθύνεται στη νεκρή μητέρα της όχι γιατί θέλει απαντήσεις σε ανεπίλυτα ζητήματα που τη βασανίζουν, αλλά για να δημιουργήσει μια γλώσσα φυλακτό έναντι του θανάτου όσο δύσκολο και αν είναι αυτό (Θαύμα ακυρωθέν).

Ένα ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου της Πεχλιβάνη είναι ο συνδυασμός του πένθους με την αγάπη για τις γάτες. Οι γάτες εμφανίζονται στο εξώφυλλο του βιβλίου, πρωταγωνιστούν σε αρκετά ποιήματα και απεικονίζονται σε όλες τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τα ποιήματα. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν γάτες σε χώρους νεκροταφείων. Διαβάζοντας κανείς και τα ποιήματα του βιβλίου αντιλαμβάνεται γρήγορα τη σημαντική, συμβολική λειτουργία της γάτας για την ποιήτρια. Η γάτα αποτελεί έναν φύλακα- προστάτη των ανθρώπων που χάθηκαν, αλλά και αυτών που έμειναν πίσω, είναι μια αποτροπαϊκή μορφή που αποδιώχνει το κακό, είναι το βλέμμα που διαπερνά ακόμη και το πιο βαθύ σκοτάδι. Η γάτα αποτελεί για την ποιήτρια το οικείο σύμβολο που εξημερώνει το ανοίκειο του θανάτου. Η γάτα με τη γαλάζια ουρά, ο Φοίβος και η Αθηνά, η Πουά, η Γάτα ράτσας μοχέρ, είναι μερικές από τις γάτες που συντροφεύουν την ποιήτρια στο πένθος της και ελαφραίνουν με την παρουσία τους το βάρος της επίσκεψης στο κοιμητήριο.

Η ποιήτρια με τον θάνατο της μητέρας της περιέρχεται στο πένθος σε μια κατάσταση αβοηθησίας, σε μια κατάσταση τόσο οικεία στα βρέφη ή τα παιδιά. Η ποιήτρια αντιμετωπίζει τον θάνατο με μόνο όπλο της, την παιδική αθωότητα, την παλινδρόμηση στις αναμνήσεις με τη μητέρα της τότε που ήταν ακόμη παιδί (Nike φθινοπώρου). Επίσης, η επιστροφή στη θέση του ανυπεράσπιστου παιδιού μπροστά στον θάνατο δηλώνεται και στο ποίημα Κάποιες νύχτες (Άλλωστε το ξέρουμε κι οι δυο πως δεν νικιέται ο γαμημένος θάνατος και πως κουράστηκα – παιδί μικρό – μετά από τόσες μάχες», ενώ κάποιες φορές η ποιήτρια μεταμορφώνεται στη χαμένη μητέρα όπως στο ποίημα Αντιποίηση αρχής (Αυτό το Πάσχα εγώ είμαι η Mater εγώ η Dolorosa. Μητέρα).

 

Ένα άλλο στοιχείο του βιβλίου που προκαλεί εντύπωση είναι η προσεκτική καταμέτρηση του χρόνου που έχει παρέλθει από τον θάνατο της μητέρας. Η ποιήτρια ξεκινά να μετρά ώρες από τον θάνατο της μητέρας της (Όνειρο θερινή νυκτός και Ημερολόγιο),  βδομάδες (Κυριακή), μέρες (Εξοικείωση και Αριθμητική) και μήνες (Ολιστικό χρόνος). Κυριαρχεί σε αυτά τα ποιήματα η εμμονική καταγραφή της απώλειας, η καταμέτρηση του χρόνου που πέρασε από το μοιραίο συμβάν, ο χρόνος που χάθηκε. Η εξαντλητική καταγραφή ωρών, ημερών, βδομάδων που πέρασαν δημιουργεί στο βιβλίο μια αίσθηση του χρόνου που περνάει. Μια άλλη λειτουργία της καταμέτρησης του χρόνου είναι να συνδεθεί με μια ανάγκη ελέγχου της κατάστασης, μια εξύψωσης της λογικής έναντι του συναισθήματος.

 

Στο βιβλίο επίσης ξεχωρίζουν οι αναφορές σε εθνικές επετείους και σε γιορτές όπως τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες, η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, η κοίμηση της Θεοτόκου και η Μεγάλη βδομάδα. Οι εθνικές επέτειοι και οι θρησκευτικές γιορτές δεν αποτελούν για την ποιήτρια μέρες χαράς, ανάτασης ή ξεκούρασης. Οι αργίες μετατρέπονται σε ημέρες μοναξιάς, βαθιάς περισυλλογής και αποδεικνύονται σκληρές ασκήσεις πάνω στην απουσία και την απώλεια. Η ενότητα «Της Μεγάλης εβδομάδας και του Πάσχα» συμπυκνώνει την αίσθηση του αποχωρισμού, του οριστικού τέλους και της ματαιότητας. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας συνοδεύονται από αποσπάσματα από τροπάρια, ψαλμούς και τα ευαγγέλια δημιουργώντας μια αίσθηση βαθιάς θρησκευτικότητας και ευλάβειας, η οποία όμως δεν συνδέεται απαραίτητα με την πίστη στην ανάσταση και τη μετέπειτα ζωή  όπως υπονοείται στο ποίημα Μεγάλο Σάββατο και το ποίημα Κυριακή του Πάσχα.

Η τελευταία ενότητα του βιβλίου με τίτλο «Και τότε φυσάει Πατέρας αέρας Πεχλιβάνης» είναι αφιερωμένη στην απώλεια του πατέρα της ποιήτριας. Σε αυτή την ενότητα η ποιήτρια αποδέχεται την απώλεια των γονιών της και τη μελαγχολία που τη συνοδεύει χωρίς όμως φόβο  όπως περιγράφεται στην εποχή του φθινοπώρου. Η ποιήτρια έρχεται στο επιλογικό ποιήμα του βιβλίου αντιμέτωπη πια με την πιθανότητα του δικού της θανάτου χωρίς όμως να ξεχνά στιγμή την απώλεια των ανθρώπων της.

Οι γάτες του τρίτου είναι ένα βιβλίο για το πένθος και την απώλεια, την ανάγκη να βρούμε καταφύγιο και προστασία μπροστά στο ανοίκειο του θανάτου. Το βιβλίο αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, μια λεπτή αίσθηση ειρωνείας μπροστά στην τραγικότητα της ζωής και μας βοηθά να έρθουμε αντιμέτωποι με τη θνητότητά μας. Οι γάτες μεταμορφώνονται μέσα από την ποίηση της Πεχλιβάνη σε σύμβολο τοτέμ της νεκρής μητέρας, το βιβλίο σε κιβωτό διάσωσης αναμνήσεων και συναισθημάτων και η γλώσσα σε φυλακτό κατά του θανάτου. Με λιτό και χαμηλόφωνο ύφος, η Πεχλιβάνη δε σταματά να μας θυμίζει ότι τα όρια της ζωής  μας συνορεύουν αδιάλειπτα με τα όρια αυτών που αγαπάμε ακόμη και όταν δεν υπάρχουν εκεί για μας.

 

Δούρβας Α.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Κωμωδία – Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός

 



Τίτλος: Κωμωδία

Συγγραφέας: Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Άγρα

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 144


Απόσπασμα από τη σελίδα 83 του βιβλίου (Γιάννης Στίγκας)

 

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

 

Ζωηρόχρωμο λεπιδόπτερο της υπεροικογένειας Papilionidae. Συνήθως πετά κατά μόνας. Όταν σπανίως σχηματίζει πελώρια σμήνη (επισήμως: καλειδοσκόπια), παρατηρείται σημαντική μείωση της εγκληματικότητας σε ακτίνα επτά χιλιομέτρων. Το 1999, ομάδα Γάλλων εγκληματολόγων πρότεινε τη δημιουργία εκτροφείων πεταλούδας, με σκοπό τη μαζική της απελευθέρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Αποδείχθηκε ασύμφορο, αλλά και ιδιαιτέρως επικίνδυνο, καθώς η παρατεταμένη έκθεση στην ομορφιά προκαλεί ταχυκαρδία, ιλίγγους και ψυχικές διαταραχές, όπως ευφορία και αίσθηση πληρότητας, καταστάσεις άκρως επιβλαβείς για την οικονομία και -κατ’ επέκταση- τη συνοχή του κοινωνικού μας ιστού.

 

Απόσπασμα από τη σελίδα 82 του βιβλίου (Νικόλας Ευαντινός)

 

ΠΑΤΕΡΙΤΣΑ

Εξάρτημα χρήσιμο για προτεραιότητα

σε ουρές-ραντεβού-ταξιδιωτικά μέσα κ.α.

 

Από χαζοβιόληδες χρησιμοποιείται ως συνώνυμο

της λέξης «ποίημα».

Αγνοούν πόσο μελανιάζουν

μασχάλες και παλάμες

Όταν στηρίζεσαι πάνω του.

 

Άσε που ένα ποίημα δεν εξαπατά:

Θα προτιμούσε

να αδικηθεί

παρά να αδικήσει.


Κωμωδία – Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός

Ο Γιάννης Στίγκας μετά το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι» (2017) και ο Νικόλας Ευαντινός, μετά το βιβλίο του «Η γυρισμένη γλώσσα του Επιμενίδη», συνεργάζονται στο νέο τους, κοινό βιβλίο, με τίτλο, Κωμωδία. Τα ποιήματα γράφονται ατομικά ενώ υπάρχει αναφορά στον δημιουργό τους στο τέλος του βιβλίου. Όμως, το βιβλίο εμπεριέχει αδιάκριτα το υλικό των δύο δημιουργών, συγκροτώντας ένα ενιαίο σύνολο.

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στην θεία κωμωδία του Δάντη Αλιγκέρι. Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί το μότο του βιβλίου, lasciate ogni Speranza voi chentrate (εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που εισέρχεστε εδώ), μια από τις πιο διάσημες φράσεις της θείας κωμωδίας. Στη θεία κωμωδία παραπέμπουν επίσης, τα τρία μέρη στα οποία είναι χωρισμένο το βιβλίο, κόλαση, καθαρτήριο και παράδεισος. Η θεία κωμωδία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια βαθιά ηθική και πολιτική αλληγορία της εποχής της. Επίσης, εκφράζει τις μεταφυσικές αντιλήψεις του μεσαίωνα, όπου το επέκεινα λάμβανε σημαντικές διαστάσεις στις πνευματικές αναζητήσεις των μεσαιωνικών στοχαστών. Τέλος, η θεία κωμωδία είναι σημαντικό έργο, επειδή υιοθετεί ως γλώσσα την καθομιλουμένη της εποχής και όχι τη λατινική, η οποία είχε καθιερωθεί ως γλώσσα της λογοτεχνίας.

Η Κωμωδία του Στίγκα και του Ευαντινού δεν ακολουθεί πέρα από την τριμερή διάκριση, τη δομή της Κωμωδίας του Δάντη αλλά ούτε και το περιεχόμενο. Η Κωμωδία αποτελεί μια ανεστραμμένη θεία κωμωδία, μιλά για την τραγικωμωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, σατιρίζει τη μεταφυσική και παρωδεί την αυθεντία του επιστημονικού λόγου. Από την άλλη, ίσως ένα συνδετικό στοιχείο με τη θεία κωμωδία να είναι η χρήση της γλώσσας στο βιβλίο του Στίγκα και Ευαντινού. Οι ποιητές χρησιμοποιούν μια γλώσσα απλή, απέριττη, μακριά από την εκζήτηση που επιβάλλει ο ποιητικισμός που κυριαρχεί στη σύγχρονη εποχή. Η γλώσσα του βιβλίου, είναι μια γλώσσα άμεση, κατανοητή και προσβάσιμη.

Η  κωμωδία διαρθρώνεται μέσα από 99+1 ποιήματα. Η κόλαση και ο παράδεισος αποτελούνται το καθένα από ένα ποίημα ενώ το καθαρτήριο εμπεριέχει τα υπόλοιπα ποιήματα του βιβλίου. Το καθαρτήριο χαρακτηρίζεται από την αλφαβητική του δόμηση, ως ένα είδους ποιητικού λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας. Κάθε τίτλος των ποιημάτων είναι μονολεκτικός και αναφέρεται συνήθως σε κάποιο αντικείμενο ή έννοια, τα οποία είναι αυστηρά ταξινομημένα αλφαβητικά. Οι δύο ποιητές φροντίζουν να ταξινομήσουν το υλικό τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διαπλέκονται τα ποιήματά τους με τρόπο λειτουργικό που αναδεικνύει ομοιότητες αλλά και διαφορές μεταξύ των ποιημάτων.

Τα ποιήματα είναι άλλοτε ολιγόστιχα και άλλοτε εκτείνονται σε δύο σελίδες. Το ύφος τους είναι συχνά αφοριστικό και επιθετικό, ενώ η ειρωνεία και το χιούμορ αναδεικνύονται ως τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Η ελλειπτικότητα του ύφους, η έντονη προφορικότητα, η αντιλυρική χρήση της γλώσσας και η αμεσότητα του λόγου κάνουν την ποίηση του Στίγκα και του Ευαντινού σύγχρονη και ισχυρή. Τα ποιήματα του βιβλίου σατυρίζουν τη μεταφυσική, προσεγγίζουν το πολιτικό ως ερώτημα χωρίς έτοιμες λύσεις, προσεγγίζουν την ιστορία ως πεδίο παράλληλων δυνατοτήτων, την επιστημονική γνώση ως έναυσμα μυθοπλασίας.

 Οι αναφορές σε πρόσωπα από το πεδίο της λογοτεχνίας (πχ Κάφκα, Κορτάσαρ, Καμύ, Μπόρχες, Χόλουμπ, Καρούζος) , της μουσικής (Μπρέγκοβιτς, Μπετόβεν, Μότσαρτ), του μυστικισμού (Σβέντεμποργκ), της φιλοσοφίας (Ζίζεκ, Χέγκελ) εμβαπτίζουν τα ποιήματα στην ιστορία και καθιστούν την ποίηση εξωστρεφή και κοινωνική, δημιουργώντας υπόγειες διακειμενικές συνδέσεις. Επίσης, αξιοπρόσεκτες είναι οι αναφορές στη Γαλλική επανάσταση (Γκιλοτίνα), στο Ολοκαύτωμα (Ρολόι) και στην Οκτωβριανή επανάσταση (Σοβιέτ), μέσα από λοξές αναφορές, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα και έναν υποδόριο πολιτικό σχολιασμό.

Το πολιτικό στοιχείο στην ποίηση του Στίγκα και του Ευαντινού είναι σημαντικό για την κατανόηση του εγχειρήματός τους. Οι δύο ποιητές μέσα από το βιβλίο τους δε διστάζουν να διατυπώσουν απερίφραστα την ηθική  δέσμευση των ποιητών έναντι της ιδέας της δικαιοσύνης (στο ποίημα Πατερίτσα, ο στίχος «το ποίημα δεν εξαπατά: θα προτιμούσε να αδικηθεί παρά να αδικήσει» δηλώνει ξεκάθαρα το πολιτικό στίγμα μιας ποίησης διατυπωμένης ως κοινωνικής κριτικής). Ζητήματα όπως η γραφειοκρατία, η ποιότητα της δημοκρατίας , η θρησκεία, η πίστη, η βία, η επανάσταση, ο ολοκληρωτισμός, η λογοκρισία θεματοποιούνται μέσα από την ποίησή τους και γίνονται ζητήματα ποιητικού αναστοχασμού και κριτικής χωρίς ίχνος διδακτισμού ή πρόθεσης προπαγάνδας.

Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της Κωμωδίας είναι τα ποιήματα που έχουν τη μορφή ψευδοδοκιμίου και παίρνουν τη μορφή πεζού ποιήματος, μιας φόρμας που υπηρετεί άψογα τη λογική του εγκυκλοπαιδικού λήμματος. Σε αυτά τα ψευδοδοκίμια, το ποίημα μέσα από φαινομενικά αντικειμενικές περιγραφές της πραγματικότητας εκτρέπεται μέσα από παράδοξες και συχνά ειρωνικές ή χιουμοριστικές αναφορές. Τα ψευδοδοκίμια συχνά ενσωματώνουν  υποθετικές ημερολογιακές σημειώσεις (Κόλαση, Παράδεισος, Πριόνι) ή αποτελούν λήμματα μιας φανταστικής ζωολογίας (Εφιάλτης, Πεταλούδα).

Εκτός από τα ψευδοδοκίμια, υπάρχουν ποιήματα που αξιοποιοούν ως μυθοποιητικό πλαίσιο, τη βιογραφία ανθρώπων όπως ο Μίροσλαβ Χόλουμπ (Ιχνηλάτης), γνωστός γιατρός και ποιητής, ο Ρεμπώ (Λεγεώνα), ο Καρούζος (Μοναξιά), ο Λόρκα (Ντουφέκι). Βέβαια, οι ποιητές δε διστάζουν να μυθοποιήσουν μέσα από την ποίηση την αυτοβιογραφία τους (Αγκάθι, Βιογραφικό).

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στην κωμωδία του Στίγκα και Ευαντινού είναι η χρήση των σημειώσεων στο τέλος του βιβλίου. Συνήθως, οι σημειώσεις αποτελούν επεξηγήσεις όρων ή αναφορών που εμπεριέχονται στα ποιήματα ενός βιβλίου. Στην Kωμωδία, οι σημειώσεις αποτελούν προεκτάσεις των ποιημάτων του κυρίως μέρους, συχνά σκωπτικές αναφορές στο κυρίως ποίημα ή άλλοτε ψευδοδοκίμια που συντελούν στην αναγνωστική απόλαυση του ποιήματος που συνιστούν υποτίθεται υποσημείωση.

Η Κωμωδία του Στίγκα και Ευαντινού αποτελεί ένα συλλογικό ποιητικό εγχείρημα, μια πρόταση για το πώς πρέπει να γράφεται ποίηση στις μέρες μας ώστε να αγαπηθεί από τους αναγνώστες, μια ποίηση αιχμηρή και γωνιώδης, αρκετή για να απαντήσει στο ερώτημα γιατί πρέπει να διαβάζουμε ποίηση σήμερα.

 

Δούρβας Α.