Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

∞: αποκατάσταση - Βασίλης Αμανατίδης. Λίγα σχόλια για την περφόρμανς

 



∞: αποκατάσταση - Βασίλης Αμανατίδης.

Λίγα σχόλια για την περφόρμανς

 

 

Κείμενα και performance: Βασίλης Αμανατίδης

Σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα

Σκηνική επιμέλεια: Ράνια Εμμανουηλίδου

Ηχητικά τοπία: Μαριάννα Βογιατζή

Φωτογραφίες: Sofia Camplioni Photography

 

Την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022, ώρα 20.00 πραγματοποιήθηκε στο MOMus- Πειραματικό Κέντρο Τεχνών (Αποθήκη Β1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης), το πρώτο σχεδίασμα της live περφόρμανς πάνω στο νέο βιβλίο του Βασίλη Αμανατίδη με τίτλο «∞: αποκατάσταση», (εκδόσεις Νεφέλη, 2022). Στο τέλος της περφόρμανς πραγματοποιήθηκε σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, διάλογος του Αμανατίδη με τους μαθητές του από το τμήμα δημιουργικής γραφής που διευθύνει και υπογραφή αντιτύπων. Ο χώρος παρά τη γιορτινή ατμόσφαιρα της Τσικνοπέμπτης γέμισε με τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό ατόμων. Η ανάγκη του κόσμου να έρθει σε επαφή με την τέχνη του Αμανατίδη επέβαλε την επανάληψη της περφόρμανς το Σάββατο 26/2 στον ίδιο χώρο, ενώ ετοιμάζεται το δεύτερο σχεδίασμα, τον Νοέμβριο. Τέλος, ένα τρίτο και τελικό σχεδίασμα θα ακολουθήσει στην Αθήνα, όπως ανακοινώθηκε από τον δημιουργό.  Η περφόρμανς του Αμανατίδη αποτέλεσε την πρώτη από μια σειρά παράλληλων δράσεων του MOMus υπό τον τίτλο «Πολύτροπα».

Η περφόρμανς βασίστηκε όπως ειπώθηκε ήδη στο νέο βιβλίο του Αμανατίδη με τίτλο «∞: αποκατάσταση». Το νέο βιβλίο του Βασίλη Αμανατίδη αποτελεί οργανική συνέχεια του βιβλίου με τίτλο «m_otherpoem: μόνο λόγος», ένα βιβλίο που αντιμετωπίζει τη μητέρα ως τραύμα, ως γλώσσα, ως καταγωγή. Αν πρωταγωνιστής σε αυτό το βιβλίο ήταν ο λώρος που συνέδεε τη μητέρα με το γιο, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του, στην αποκατάσταση πρωταγωνιστής είναι η ίδια η μητέρα.

Αν στο πρώτο βιβλίο επικρατούσε μια ανάγκη του δημιουργού να ψαύσει το τραύμα και να βιώσει τον αποχωρισμό από τη μητρική αγάπη ως πένθος, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο η μητέρα προσεγγίζεται ως μια ευκαιρία επανένωσης με τη μητρική μορφή μέσω μιας αγάπης αντι-εξουσιαστικής, που δεν οικειοποιείται αλλά δωρίζει, μιας αγάπης που δεν αντιμάχεται αλλά παραδίδεται δίχως όρους στον άλλο. Σε αυτό το νέο βιβλίο του, ο Βασίλης Αμανατίδης, δημιουργεί μια γλώσσα που προσπαθεί να προσεγγίσει την άβυσσο της ασθένειας και του επικείμενου θανάτου, μια γλώσσα που ανασκάπτει την αλήθεια του ανθρώπινου πόνου και της ανημπόριας. Μα πάνω από όλα ο Αμανατίδης δημιουργεί μια γλώσσα όπου το μητρικό στοιχείο μετατρέπεται το ίδιο σε μια γλώσσα μελωδική, παιγνιώδη, κάποτε ρυθμική, μια γλώσσα που επουλώνει και καθησυχάζει ακόμη και όταν εκφέρει τον μεγαλύτερο τρόμο.  Η μητέρα γλώσσα κατασκευάζεται από τα υλικά του ατομικού βιώματος  για να εξυψωθεί στη συνέχεια στη σφαίρα του συλλογικού, να αγγίξει πολιτικά ζητήματα όπως αυτά της πατρίδας, της χώρας και της καταγωγικής προέλευσης.

Αναμφίβολα, πρόκειται για την πιο αφαιρετική, συμπυκνωμένη επιτελεστική ανάγνωση που έχει πραγματοποιήσει ο Αμανατίδης μέχρι σήμερα. Εύκολα διαπιστώνει κανείς μια εξέλιξη στην προσέγγιση του ποιητικού του υλικού αλλά και μια εμπειρία στην επιτέλεση του λόγου που πλουτίζει το τελικό αποτέλεσμα σε συγκίνηση. Η παράσταση καταφέρνει να μετατοπίσει τον θεατή, να τον κάνει να σκεφτεί για λίγο τη θνητότητα και την ασθένεια. Η αποκατάσταση δεν είναι απλά μια πορεία προς την ίαση, αλλά ένας διαρκής αγώνας εναντίον του φθοροποιού χρόνου και εναντίον του αμετάκλητου θανάτου. Πρόκειται για την αποκατάσταση του ανθρώπινου δεσμού και την επισφράγιση της άδολης αγάπης. Ένας αγώνας που προεκτείνεται χρονικά στο άπειρο. Πότε ο μονόλογος της μάνας, πότε ο διάλογος με τον γιο συγκροτούν τα δομικά υλικά ενός έργου που ξεπερνά την επιφάνεια μιας απλής ανάγνωσης και αποκτά το βάθος μιας σκηνικής αναπαράστασης. Ο Αμανατίδης, μαζί με τους συνεργάτες του καταφέρνει να δημιουργήσει μια παράσταση διάρκειας 50 λεπτών όπου ο χρόνος παγώνει και γίνεται μια τρυφερή στιγμή συνάντησης του ποιητή με την αγωνιώδη κραυγή της μάνας. Ωστόσο, η παράσταση όπως και το βιβλίο δεν είναι ένα ημερολόγιο πένθους αλλά μια δήλωση υπέρ της ζωής. Το έργο αρθρώνει έναν μετα-μπεκετικό λόγο που μέσα στην υπαρξιακή αγωνία, την ασθένεια, την κατάρρευση του νοήματος αφήνει πόρους για να αναδυθεί ένα αίσθημα λύτρωσης, ένα αποτύπωμα αγάπης.

Στη σκηνή ένα αναπηρικό αμαξίδιο και ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Ένα κεφάλι, στατικό, θαρρείς αποκομμένο από το υπόλοιπο του σώματος αρχίζει να μιλά. Ο ποιητής καθισμένος στο αμαξίδιο παραδίδεται στον ίδιο του τον λόγο και μετατρέπεται σε τόπο εκφοράς μιας αλήθειας που είναι δική του αλλά και δεν είναι. Τα κείμενα, οι λέξεις, οι αποσπασμένες από το σώμα της μάνας  και του γιου ομολογίες αγάπης εκφέρονται με την τρυφερότητα ενός παιδιού που θρηνεί την απώλεια ενός κόσμου. Η εκφορά αυτής της αναπαλλοτρίωτης αγάπης είναι η συνέχιση της αδιάσπαστης σχέσης μάνας και γιου με τους  διευρυμένους τρόπους της ποίησης.

Ο ποιητής φορά στο πρόσωπο και στα χέρια επιδέσμους, μόνο που δεν είναι επίδεσμοι, αλλά λεπταίσθητες κατασκευές, πλεκτά της μάνας, λευκά σαν την αθωότητα που χαρακτηρίζει το ανυπεράσπιστο γήρας και τους ποιητές. Μόνο που αυτοί οι όχι πια  επίδεσμοι στο κεφάλι αλλά αυτή η τόσο τρυφερή μάσκα, αυτό το πρόσωπο που ακτινοβολεί λευκό φως, δεν είναι πια ο Βασίλης, αλλά η Αλκμήνη, μεταμορφωμένη σε μάνα όλων όσων γεννήθηκαν παιδιά. Είναι η μάνα του ύστατου αποχαιρετισμού, του αποχωρισμού, της δικαίωσης της αγάπης ως μοναδικής δυνατότητας.

Η σκιά στον τοίχο, φασματικό πρόσωπο που έρχεται από πολύ μακριά, πέρα από το όριο των ζωντανών, μας επισκέπτεται λουσμένη φως για να μας μιλήσει για την ασθένεια, τη μετατόπιση, την παράδοση στην αγάπη των άλλων, στην άλλη αγάπη που δε ζητά τίποτα πέρα από τον εαυτό της. Το αίμα της μάνας, θεία μετάληψη που λυτρώνει μπροστά σε ένα φάσμα που μπορεί να είναι ο θεός.

Οι ήχοι, που ξεπηδούν σαν σπινθήρες από τα ηχεία, συνοδεύουν τη φωνή από το μακρινό υπερπέραν, έρχονται να μας θυμίσουν την ανεξάντλητη απόσταση που πρέπει να διανύουμε κάθε φορά για να αφουγκραστούμε τη φωνή όσων χάσαμε ή όσων πια ακούμε μόνο κρυμμένη μέσα στα ποιήματα. Άλλοτε, μας θυμίζουν την καταγωγική μας προέλευση, ψάλλοντας στροφές του εθνικού ύμνου, άλλοτε μας υπενθυμίζουν το ανοίκειο της άλλης πλευράς, άλλοτε μας βυθίζουν στη λυτρωτική ατμόσφαιρα του παραδείσου και των νήσων Φίτζι.

Η παράσταση όσο προχωρά σε παρασέρνει σε έναν άλλο κόσμο, χάνει τα υλικά της χαρακτηριστικά, γίνεται μια μυστικιστική ένωση με το άφατο του θανάτου, μια συντροφική συνοδεία της μητέρας προς την απώλεια, μια εξομολόγηση αγάπης του γιου στη μάνα. Αν η μάνα ερχόταν να μας μιλήσει δε θα έλεγε πιθανόν τίποτα. Θα απέφευγε τις ερωτήσεις μας και θα έμενε κρυμμένη σε μια σκοτεινή γωνία του χώρου, σκεπτόμενη, ποιος ξέρει τι σκέψεις περνούν από το μυαλό μιας μάνας, όταν ακούει τον γιο της να της στέλνει τον μακρινό αποχαιρετισμό του από τη γη. Μάλλον, επιθεωρώντας  από ψηλά τον γιο που την αγάπησε με όλες του τις δυνάμεις θα του χαμογελούσε  ευτυχισμένη, συγκαταβατικά.

 

Δούρβας Α.


1 σχόλιο:

  1. Κείμενο χειμαρρώδες, συγκινησιακά φορτισμένο, ώριμο, πολιτικό, ποιητικό στον πυρήνα του. Ευχαριστούμε, Αργύρη Δούρβα, για το δώρο που μας προσέφερες, την έμμεση βίωση της περφόρμανς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή