Τίτλος: Στις εθνικές οδούς
Συγγραφέας: Ρακόπουλος Θοδωρής
Θέμα: ποίηση
Εκδότης: Νεφέλη
Χρονολογία έκδοσης: 2022
Αριθμός σελίδων: 64
αστική πανίδα
Και δεν θα αναφερθώ στις γάτες, τα σκυλιά,
τα περιστέρια, τους αρουραίους και τα ποντίκια,
στις καρακάξες και τις κάργιες, στις δεκαοχτούρες,
τους γλάρους, τα σπουργίτια· ούτε στους σπίνους,
τα παγόνια, τους κορμοράνους, τις χελώνες,
τ’ άλογα, τους πελαργούς, τους πελεκάνους,
και τις νυχτερίδες της Θεσσαλονίκης.
Θα αναφερθώ μόνο στην κόκκινη αλεπού,
που κάηκε το ’96 στην έξω πλαγιά του Σέιχ Σου,
και στα ζαρκάδια της Πάρνηθας, που έγιναν
παρανάλωμα τον Αύγουστο του ’07
– και που δεν γνώρισα.
Κι ακόμη, στα μηχανάκια και τα ποδήλατα:
τα παιδιά που έγιναν άσφαλτος σε μια στροφή·
τέλος, στα πνεύματα που μαζεύονται, Πρωτοχρονιά,
στην εγκαταλειμμένη βίλα των Εβραίων, Β. Όλγας 147.
Στις
εθνικές οδούς – Θοδωρής Ρακόπουλος
Εισαγωγή
Ο
Θοδωρής Ρακόπουλος (1981) εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής
Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Έχει γράψει τα εξής βιβλία: Φαγιούμ
(2010), το οποίο απέσπασε το Κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα,
Ορυκτό δάσος (2013), Η συνωμοσία της πυρίτιδας (2014) και το πρόσφατο Στις
Εθνικές οδούς (2022). Επίσης, έχει συμμετάσχει με ποιήματά του στον συλλογικό
τόμο Ξέρετε το τέλος (2017) μαζί με τους Μήτα Στέργιο και Ψάλτη Αντώνη. Τέλος,
έχει γράψει διηγήματα με τίτλο Νυχτερίδα στην τσέπη (2015).
Το
Φαγιούμ (2010), βασίζεται στην έννοια της μνήμης, που ανακαλείται με βάση
φωτογραφίες, εικόνες και άλλο οπτικό υλικό. Το Ορυκτό δάσος συνδέεται και αυτό
με την έννοια της μνήμης, η οποία όμως έχει περισσότερες μυθολογικές αναφορές.
Πολλά ποιήματα είναι επηρεασμένα από την ακαδημαϊκή ενασχόληση του ποιητή με την
ανθρωπολογία. Η συνωμοσία της πυρίτιδας (2014) έχει ως κεντρικό θέμα τις
θεωρίες συνωμοσίας και την εναλλακτική ιστορία. Είναι ένα υβριδικό βιβλίο που
εμπνέεται από τη λογοτεχνική παράδοση του παράδοξου και θαυμαστού, αν και η
στόχευσή του είναι καθαρά πολιτική όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο ποιητής σε
συνέντευξή του. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει εκτενής ανάλυση του νέου βιβλίου
του Θοδωρή Ρακόπουλου με τίτλο Στις εθνικές οδούς (2022).
Στις
εθνικές οδούς
Το
βιβλίο Στις εθνικές οδούς είναι το πρώτο αμιγές βιβλίο ποίησης που εκδίδει ο
ποιητής μετά τη Συνωμοσία της πυρίτιδας (2014), το οποίο γραφόταν για έξι
χρόνια και ετοιμάζονταν για άλλα δύο σύμφωνα με αναφορές του ίδιου του ποιητή. Όπως
αναφέρει ο Θοδωρής Ρακόπουλος σε συνέντευξή του στην Αθηνά Ρώσσογλου, στο άρθρο
με τίτλο Reading
Greece:
Thodoris
Rakopoulos
on Poetry as a Travelling Kit (https://www.greeknewsagenda.gr/interviews/reading-greece/7295-reading-greece-thodoris-rakopoulos-on-poetry-as-a-travelling-toolkit), «τα ποιήματα του
βιβλίου Στις εθνικές οδούς έχουν όλα αφηγηματική δομή. Κάθε ποίημα αφηγείται
μια ιστορία, η οποία ωστόσο δε θα μπορούσε να ειπωθεί σε πρόζα. Κεντρικό ρόλο
στο βιβλίο παίζουν η σάτιρα και η κοινωνική κριτική. Το βιβλίο παίζει με τον
μεγαλόστομο και πομπώδη εθνικό μύθο και με την πεζότητα της βιωμένης
καθημερινότητας».
Δομικά
χωρίζεται σε τρία μέρη, «Θα σου πω μια ιστορία» (αποτελούμενη από 14 ποιήματα),
«made in China» (αποτελούμενη από 8 ποιήματα)
και «Η άλλη ήπειρος» (αποτελούμενη από 8
ποιήματα). Ο χωρισμός της σε τρία μέρη όπως στη Συνωμοσία της πυρίτιδας
(ακούγοντας τα γράμματα του γείτονα, χιλιαστές, το ζωικό βασίλειο του Ιούλιου
Βερν) αλλά και η έννοια του βιβλίου concept είναι παρούσα και σε αυτό το βιβλίο. Ο τίτλος, της
πρώτης ενότητας, «Θα σου πω μια ιστορία», φανερώνει τον πρωτογενή χαρακτήρα της
ποίησης του Ρακόπουλου που είναι η αφηγηματική λειτουργία του λόγου και θα
μπορούσε να αποτελεί τίτλο, ολόκληρου του βιβλίου. Ο τίτλος της δεύτερης
ενότητας, «made
in China», ίσως αναφέρεται στην Κίνα, όπως το
σημαντικό ποίημα «Totalizing
system»,
όμως είναι πιο πιθανό, καθώς τα υπόλοιπα ποιήματα δεν αναφέρονται στην Κίνα, να
αναφέρεται στο ύφος των ποιημάτων. Ο όρος made in China συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά,
για να δηλώσει κάτι που είναι κατασκευασμένο με χαμηλό κόστος ή φθηνό, ακόμη
και κακής ποιότητας. Με τον τίτλο αυτό θέλει ίσως ο ποιητής να σχολιάσει ότι
υλικό των ποιημάτων του είναι η ελαφριά καταναλωτική κουλτούρα, ο εθνικιστικός
λόγος, ο λόγος της καθημερινότητας χωρίς τίποτα το υψηλό. Τέλος, η τρίτη
ενότητα, με τίτλο, «Η άλλη ήπειρος» πιθανόν, αναφέρεται στην έννοια της
ετερότητας, στον ριζικά Άλλο.
Στο
πρώτο μέρος του βιβλίου κεντρικό ρόλο φαίνεται να παίζουν ποιήματα που
αναφέρονται στην Κύπρο και το κυπριακό πρόβλημα. Στη δεύτερη ενότητα του
βιβλίου βασικής σημασίας είναι τα ποιήματα που αναφέρονται στην ελληνική
μεταπολιτευτική κουλτούρα και ταυτότητα. Στην τρίτη ενότητα κυριαρχούν τα
ποιήματα που αναφέρονται σε χώρες εκτός της Ελλάδος και της Κύπρου. Αυτή η
διάκριση δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε πλήρης. Επίσης, σχεδόν σε όλες τις
ενότητες υπάρχουν ποιήματα που ενσωματώνουν το στοιχείο του παράδοξου ή
θαυμαστού, το οποίο όμως δεν είναι το κυρίαρχο όπως στα προηγούμενα βιβλία του
Ρακόπουλου.
Όλα τα ποιήματα του βιβλίου είναι δημοσιευμένα
σε πρώτο χρόνο σε εφημερίδες και περιοδικά, συγκεκριμένα στα εξής: Εμβόλιμον, Το Δέντρο, Η Αυγή, Books
Journal, Χάρτης, Ποιητική, Χαραυγή, Τεφλόν και Εντευκτήριο δείχνοντας την
ανάγκη του ποιητή να συνομιλεί με τους αναγνώστες κατά τη διάρκεια της
συγγραφής των βιβλίων του και την αντίληψη των λογοτεχνικών περιοδικών και
εφημερίδων ως ζωντανών κυψελών παραγωγής πολιτισμού.
Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου κοσμείται με φωτογραφίες του Νίκου
Φιλίππου από το βιβλίο Sharqi
(2016).
Ο τίτλος Sharqui αναφέρεται
στον Σιρόκο, άνεμο που φέρνει σκόνη από τη Σαχάρα στην Κύπρο. Ο τίτλος, Σιρόκος,
χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τις πολιτισμικές επιρροές και τα
πολιτιστικά ρεύματα που δε λογαριάζουν σύνορα και έρχονται από μακριά για να
πλουτίσουν την κουλτούρα ενός τόπου με νέα στοιχεία (https://nimac.org.cy/el/sharqi-by-nicos-philippou/).
Αυτή η μεταφορά συμφωνεί με την πρόθεση του βιβλίου να αναδειχθούν τα
πολυπολιτισμικά στοιχεία κάθε χώρας ή πολιτισμού καθώς και τον συμβατικό
χαρακτήρα των συνόρων που εκπηγάζουν στο βάθος από μια εθνικιστική αντίληψη για
το έθνος κράτος, απομεινάρι του ρομαντισμού.
Στη
συνέχεια, θα αναλύσουμε ορισμένα ποιήματα του βιβλίου με βάση ορισμένους άξονες
που έχουν ως στόχο την ανάδειξη βασικών θεματικών πυρήνων της ποιητικής του
Ρακόπουλου. Συγκεκριμένα, διακρίνονται τέσσερις βασικοί άξονες. Ο πρώτος άξονας
αφορά στην ελληνική κουλτούρα της μεταπολίτευσης (made in China), ο δεύτερος στην κυπριακή ταυτότητα
(Θα σου πω μια ιστορία), ο τρίτος σε
ζητήματα εθνικισμού, ρατσισμού και πολιτικής των κλειστών συνόρων (διάσπαρτα
στις τρεις ενότητες) και ο τέταρτος στο στοιχείο του παράδοξου και θαυμαστού
(διάσπαρτα στις τρεις ενότητες του βιβλίου). Με βάση αυτούς τους τέσσερις
άξονες που ορίσαμε θα ακολουθήσει η ανάλυση των Εθνικών οδών.
Α)Η
ελληνική κουλτούρα της μεταπολίτευσης
Τα
βασικά ποιήματα τα οποία επικεντρώνονται στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης
είναι ο «Εθνικός ύμνος», «ο Σολωμός στ’ όνειρό τους» και το «Ποίημα για τον
Μάικλ Ντάγκλας». Βασικό ζήτημα των ποιημάτων είναι η βιοπολιτική και
ανθρωπολογική κριτική απέναντι στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης και στη νεοελληνική
ταυτότητα έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τη χούντα των συνταγματαρχών μέχρι
σήμερα. Ο ποιητής υιοθετεί μια αντι-εθνικιστική στάση που στοχεύει στην
κατάλυση των εθνικών μύθων και στον κριτικό στοχασμό έναντι της έννοιας του
εθνικού.
Εθνικός
ύμνος
Το
ποίημα εθνικός ύμνος ανήκει στη δεύτερη (κεντρική) ενότητα του βιβλίου με
τίτλο, made
in China και εκτείνεται σε ένα εύρος περίπου
δυόμιση σελίδων, καθιστώντας το ένα μάλλον από τα πιο εκτενή του βιβλίου.
Διαβάζοντάς το κανείς κατανοεί εύκολα τον κομβικό ρόλο του ποιήματος στο βιβλίο
του Ρακόπουλου. Ωστόσο, προσέχοντας κάποιος ότι το ποίημα Εθνικός ύμνος
δημοσιεύτηκε από τη Δήμητρα Πέπυγκα στο περιοδικό Τεφλόν, στο τεύχος 10, τον
Χειμώνα του 2015 αναρωτιέται πια είναι η
εν λόγω ποιήτρια και γιατί συμπεριλήφθηκε το εν λόγω ποίημα στις Εθνικές Οδούς.
Για
αυτόν τον λόγο κρίνουμε ότι απαιτείται μια περαιτέρω έρευνα και σχολιασμός του
δημιουργού του ποιήματος, πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του ίδιου του
ποιήματος. Το ποίημα Εθνικός ύμνος είχε δημοσιευτεί μαζί με άλλα τέσσερα
ποιήματα της Δήμητρας Πέπυγκα (Πειρατικό, Εκλογές, Το τέκνο του πλοίαρχου
Γκραντ, Κυριακή στο προάστιο [Άνδρες]. Στο περιοδικό Τεφλόν, αναφέρονται τα
βιογραφικά νέων συνεργατών, μεταξύ των οποίων και της Δήμητρας Πέπυγκα, το
οποίο παραθέτουμε. «Γεννήθηκε το 1991 στη Θεσσαλονίκη. Παράτησε σπουδές στο ΤΕΙ
Ζωικής Παραγωγής και από το 2011 είναι μετανάστρια πρώτης γενιάς στη Σουηδία
όπου εκτός από τον βιοπορισμό,
δραστηριοποιείται όσο μπορεί σε ομάδες ριζοσπαστικής οικολογίας και κοινοτισμού.
Πιστεύει ότι η ελληνική ποίηση νοσεί από υπερβολική ποίηση». Ο Θοδωρής
Ρακόπουλος αναρτά στο προσωπικό του προφίλ στο facebook 4 φορές (19/1/15,
31/1/15, 25/3/15, 19/1/17 και 25/3/18)
το ποίημα Εθνικός ύμνος της Δήμητρας Πέπυγκα και μία φορά το ποίημα Εκλογές.
Αξίζει μάλιστα να σχολιαστεί ότι ο «Εθνικός ύμνος» της Πέπυγκα αναδημοσιεύεται
δύο φορές ανήμερα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου από τον
ποιητή. Ο ποιητής παραθέτει στα σχόλια το βιογραφικό της ποιήτριας και
σχολιάζει «Εξαιρετικό άτομο ακούγεται» και «την πολιτική της αντι/θεση σε αυτό
το ποίημα θα την ψήφιζα άνετα». Επίσης, σε έναν άλλο σχολιασμό του ποιήματος «Εθνικός
ύμνος», ο ποιητής γράφει « Εκπληκτικό, απαραίτητο, επίκαιρο κράξιμο από την
Δήμητρα Πεπυγκα» και τέλος «Ένα από τα πιο σπινθηροβόλα ποιήματα που έχω
διαβάσει εδώ και πολύ καιρό» και «Το πιο πολιτικό ποίημα που έχω διαβάσει εδώ
και καιρό». Όπως
μπορεί κάποιος να υποθέσει με σχετική ασφάλεια η Δήμητρα Πέπυγκα είναι ένα
ετερώνυμο του Θοδωρή Ρακόπουλου και οι αναφορές στον Εθνικό ύμνο και τη Δήμητρα
Πέπυγκα είναι αυτοαναφορικές και σατιρικές. Βέβαια, η πιθανότητα ύπαρξης της
ποιήτριας Πέπυγκα είναι πάντα μια πιθανότητα που δεν μπορεί εύκολα να
αποκλειστεί.
Το
ποίημα Εθνικός ύμνος είναι μια «βέβηλη» και «ιερόσυλη» παρωδία/σάτιρα του
εθνικού ύμνου του Διονύσιου Σολωμού στο οποίο υιοθετείται μια επιθετική
προσέγγιση έναντι μιας εθνικιστικής διάστασης που αποδίδεται στην έννοια της
πατρίδας. Η πατρίδα συχνά εννοιολογείται κυρίως από ακροδεξιές ομάδες ως
μορφώματος που συγκροτείται με βάση το τρίπτυχο αίμα (φυλή), θρησκεία και
γλώσσα. Σε αυτή την εθνικιστική προσέγγιση της πατρίδας η Πέπυγκα αντιτίθεται «κράζοντάς
τη». Σχολιάζοντας κανείς τον «Εθνικό ύμνο» δεν μπορεί να μην παρατηρήσει ότι
είναι γραμμένος σε μορφή τρίστιχων η οποία στοχεύει πιθανόν στο να παρωδήσει
την παραδοσιακή φόρμα στην οποία είναι γραμμένος ο εθνικός ύμνος του Σολωμού.
Επίσης, ορισμένες ομοιοκαταληξίες, οι οποίες εμφανίζονται άτακτα και ακανόνιστα
θέλουν να υποβάλλουν μια αίσθηση ειρωνείας και φαιδρότητας. Η επανάληψη του
στίχου «του Γιάννη Πάριου», «άντες άλλη μια φορά του Γιάννη Πάριου», «άντες
-τέταρτη φορά;- του Γιάννη Πάριου» γίνεται εν είδη ρεφραίν του εθνικού ύμνου
εντείνοντας ταυτόχρονα μέσα από την επίμονη και σχεδόν κουραστική επανάληψη την
αίσθηση του κωμικού. Η μορφή του εθνικού ύμνου, δίνει την εντύπωση ενός
ποιήματος ελαφρού, άτσαλου, σχεδόν κωμικού και συνδέεται στενά με το
περιεχόμενό του. Ως προς το περιεχόμενο του ποιήματος, αυτό είναι διάσπαρτο από
αναφορές τραγουδιστών, πολιτικών, δημοσιογράφων, συνθετών και τηλεπαρουσιαστών
τα οποία αποτελούν ψηφίδες ενός ευρύτερου σχηματισμού που συγκροτεί τη
νεοελληνική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης με έμφαση στις τελευταίες
δεκαετίες. Τα πρόσωπα που αναφέρονται δεν επιλέχθηκαν τυχαία αλλά έπαιξαν και
συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μαζικής κουλτούρας της
μεταπολίτευσης, από τον 1974 έως σήμερα.
Ο
«Εθνικός ύμνος» της Πέπυγκα φαίνεται να συνομιλεί με το βιβλίο του καθηγητή
Νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, Δημήτρη Τζιόβα, με
τίτλο, «Η Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης», το
οποίο θα σχολιάσουμε συνοπτικά. Σε αυτό το βιβλίο ο Τζιόβας προσεγγίζει την
έννοια της κουλτούρας βιοπολιτικά και ανθρωπολογικά και όχι ουμανιστικά. Με
βάση αυτή την προσέγγιση αναλύεται η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης μετά την
κατάρρευση της χούντας. Σύμφωνα με τον Τζιόβα στην Ελλάδα ενυπάρχει μια σύγκρουση
μεταξύ της λεγόμενης ουμανιστικής αντίληψης της κουλτούρας και της αντίληψης
της κουλτούρας νοούμενης ως τρόπου ζωής. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης
φαίνεται να κυριαρχεί η αντίληψη της κουλτούρας ως τρόπου ζωής, όπου αυτή
συνδέεται με το σύγχρονο λάιφ στάιλ και την καταναλωτική ή λαϊκή κουλτούρα.
Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η έννοια του λαϊκού μέσα από τη μεταπολίτευση
έχει επαναπροσδιοριστεί ως στοιχείο του καταναλωτισμού, της υλικής κουλτούρας
και της ελαφριάς ψυχαγωγίας. Ο «εθνικός ύμνος», της Πέπυγκα, στην ουσία
περιγελά την κουλτούρα της μεταπολίτευσης, η οποία δεν έχει να επιδείξει πολλά
παραπάνω από τον λάιφ στάιλ καταναλωτισμό και την ελαφριά ψυχαγωγία. Η αναφορά
του ποιήματος στον ζεστό χαλβά, το ουζάκι, τη ντοματούλα με λαδάκι ριγανάτη
είναι μια προσπάθεια μετατόπισης του ποιήματος από την ελαφριά ψυχαγωγία στον
υλικό πολιτισμό της μεταπολίτευσης, όπου η μαγειρική, η γαστριμαργική
ικανοποίηση ακόμη και οι εκπομπές ή τα ριάλιτι μαγειρικής κατέχουν εξαίρετη
θέση.
Ο
«εθνικός ύμνος» της Πέπυγκα λίγο πριν την ολοκλήρωσή του αναφέρεται στη Σουηδία
με τον στίχο, «στη Σουηδία οι αυτοκτονίες είναι 5 τα εκατό». Με τον ειρωνικό
αυτό στίχο καυτηριάζεται η άποψη ότι η Ελλάδα τελικά υπερέχει των ανεπτυγμένων
χωρών του Βορρά όπως της Σουηδίας καθώς έχει μικρότερο ποσοστό αυτοκτονιών.
Μπορεί να είναι μια μεγάλη ή οικονομικά ανεπτυγμένη χώρα όμως η ελαφριά
ψυχαγωγία, το φαγητό, ο ήλιος προσφέρει μια ποιότητα ζωής που κάνει τους
Έλληνες να ξεχωρίζουν θετικά. Πρόκειται δηλαδή για μια δήλωση του εξαιρετισμού
της Ελλάδας έναντι των άλλων χωρών. Επίσης, η αναφορά στο Ισραήλ («στο Ισραήλ
είναι όλοι τους Εβραίοι») είναι πάλι ειρωνική. Το ποίημα θέλει να καυτηριάσει
την άποψη εκείνων που δε λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα του σημαντικού ποσοστού
Αράβων που κατοικούν στο Ισραήλ. Το ποίημα ολοκληρώνεται με τον στίχο «και
Έδγαρ άλαν Πόε (αν το σκεφτείς)». Ίσως με τον καταληκτικό στίχο η Πέπυγκα να
θέλει να τονίσει τον γκροτέσκο χαρακτήρα των στοιχείων που απαρτίζουν τη
νεοελληνική ταυτότητα και κουλτούρα τα οποία άλλοτε δημιουργούν τρόμο και
άλλοτε απλή θυμηδία. Τέλος, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι η αναφορά προσώπων
όπως ο Ελύτης ή ο Μίκης Θεοδωράκης στο ποίημα, δείχνουν ένα επιπλέον στοιχείο
της κουλτούρας της μεταπολίτευσης, ότι η διάκριση υψηλής και λαϊκής κουλτούρας
δεν είναι ποτέ απόλυτη και αυστηρή, ενώ πολλές φορές συναντά κανείς την
υβριδοποίηση των δύο αντιτιθέμενων αντιλήψεων για την κουλτούρα, της υψηλής και
της κατώτερης.
Το
ποίημα Εθνικός ύμνος φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση απλοϊκό έως αφελές, μέσα
από αναφορά προσώπων της λεγόμενης λαϊκής κουλτούρας, στην πραγματικότητα όμως
είναι μια κοινωνική σάτιρα της σύγχρονης Ελλάδας, μια μίμηση του «λαϊκού» λόγου
του καταναλωτισμού, ένα δριμύ κατηγορώ εναντίο ν της κουλτούρας της
μεταπολίτευσης, μια πολιτική και ανθρωπολογική κριτική του Νεοέλληνα από τη
χούντα μέχρι την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Ο
Σολωμός στ’ όνειρό τους
Ο Ρακόπουλος με το ποίημα του, «Ο Σολωμός στ’
όνειρό τους», ίσως ένα από τα πιο
σημαντικά ποιήματα του βιβλίου, παραπέμπει ρητά στο αντίστοιχο ποίημα
του Νίκου Καρούζου με τίτλο, «Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου», από τη συλλογή
Υπνόσακος (1964). Πέρα από την αγάπη του ποιητή για την ποίηση του Καρούζου,
εντύπωση προκαλεί η αλλαγή στην αντωνυμία του τίτλου από το πρώτο ενικό πρόσωπο
σε τρίτο πληθυντικό. Ο Ρακόπουλος, στο ποίημα του, παραθέτει μια οπτική για τις
απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, που έρχεται σε αντίθεση με
τον ηγεμονικό λόγο της εποχής, αξιοποιώντας τη λεπτή ειρωνεία και το γλυκόπικρο
χιούμορ. Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Ρακόπουλος γράφει «Οι απαίσιες
χιλιετηρίδες έχουν μια τάση να συνοψίζονται στα 200 χρόνια ύπαρξης ενός
μηχανισμού». Σε αυτούς τους πρώτους στίχους παρατίθεται η κλασική εθνικιστική
άποψη περί συνεχούς και αδιάσπαστης ύπαρξης ενός έθνους για χιλιάδες χρόνια,
όπου η γέννησή του χάνεται στα βάθη των αιώνων και ανάγεται στον μύθο. Ωστόσο,
η συγκρότηση ενός έθνους σε κράτος αποτελεί μια σημαντική στιγμή συμπύκνωσης
αυτής της «υπερχιλιετούς» ιστορίας. Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους σε
ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος λίγο μετά την επανάσταση, γιορτάστηκε 200 χρόνια
μετά από το ελληνικό κράτος με πολυπληθείς εκδηλώσεις για την επέτειο.
Σε αυτό
το σημείο, θα ήταν βοηθητικό να αναλυθεί η έννοια του κρατικού μηχανισμού, στον
οποίο αναφέρεται ο Ρακόπουλος. Η έννοια του κρατικού μηχανισμού βασίζεται στον
Λουί Αλτουσέρ. Ο σημαντικός Γάλλος φιλόσοφος, Λουί Αλτουσέρ, διατύπωσε στο
άρθρο του με τίτλο, Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, την άποψη
ότι ο καπιταλισμός για να αναπαράγει τους όρους ύπαρξής του αξιοποιεί τον
κρατικό μηχανισμό προς όφελός του. Ο κρατικός μηχανισμός διακρίνεται από τον
Αλτουσέρ σε κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους και σε ιδεολογικό μηχανισμό. Ο
κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους βασίζεται στην άσκηση βίας και εκφράζεται
μέσα από τον στρατό, την αστυνομία κ.α. Ο ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους
από την άλλη αξιοποιεί τον πειθαναγκασμό και όχι την ωμή βία, με κύριους
εκφραστές την εκκλησία, το σχολείο, την οικογένεια και τα ΜΜΕ. Βασικός στόχος
των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους είναι να αναπαράγουν την κυρίαρχη
(αστική) ιδεολογία.
Ένας από τους στόχους της κυρίαρχης ιδεολογίας
της αστικής τάξης είναι να αποκρύψει το γεγονός ότι η έννοια του έθνους δε
βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια όπως οι κοινές ιστορικές αναμνήσεις ή το
παρελθόν, ούτε σε καθαρά υποκειμενικούς, αλλά κατασκευάζεται μέσα από τον
εθνικιστικό λόγο. Η εθνική ιδεολογία έχει ως στόχο την κατασκευή και
αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας
προϋποθέτει την επιστράτευση του παρελθόντος, μέσα στο οποίο το έθνος γίνεται
αντιληπτό ως φυσική και αναλλοίωτη οντότητα.
Έτσι, για να επανέλθουμε στο ποίημα του
Ρακόπουλου, είναι ξεκάθαρο ότι ο ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, υιοθετεί
και αναπαράγει έναν εθνικιστικό λόγο όπου σημαντική θέση κατέχει η συγκρότηση
του ελληνικού έθνους σε κράτος. Ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Ούγκο
Φόσκολο και ο Διονύσιος Ρώμας, σημαίνοντα πρόσωπα της περιόδου της ελληνικής
επανάστασης που γεννήθηκαν στη Ζάκυνθο, αξιοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί
μια προγονική αφήγηση που να εξυπηρετεί
τον εθνικιστικό λόγο. Προκαλεί εντύπωση ότι ο Σολωμός και ο Κάλβος ήταν
δίγλωσσοι, γεγονός που συχνά αποσιωπάται ή παραγνωρίζεται από το εθνικό αφήγημα
καθώς θεωρείται ότι δεν ταιριάζει η διγλωσσία με τους πατέρες της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Ο στίχος «μαυσωλεία και αγάλματα εξόδοις ενός κρατικού μηχανισμού
στα Νότια Βαλκάνια» απηχεί μια πραγματικότητα. Η μνημειοποίηση του (ένδοξου
πάντα) παρελθόντος, η εύρεση των προπατόρων και πατέρων του έθνους και η
κανονικοποίηση κάθε στοιχείου που δε συνάδει με το εθνικιστικό αφήγημα αποτελεί
συνηθισμένη πρακτική. Στη Ζάκυνθο, δημιουργήθηκε το Μουσείο Σολωμού και
επιφανών Ζακυνθίων, όπου στον χώρο του Μαυσωλείου φιλοξενούνται τα οστά του
Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου κα της συζύγου του. Αντίστοιχα στην πλατεία
Διονύσιου Σολωμού μπορεί κάποιος να δει το άγαλμα του Διονύσιου Σολωμού και το
άγαλμα του Ούγκο Φόσκολο στην νότια πλευρά της πλατείας. Επίσης, το αεροδρόμιο
της Ζακύνθου φέρει το όνομα του Διονύσιου Σολωμού, όπως ρητά αναφέρει ο στίχος «έχει στο όνομά του τον αεροδιάδρομο του
Ζακύνθου και των Εγγλέζων». Η τελευταία φράση του ποιήματος «και των Εγγλέζων»
επίσης, φανερώνει στοιχεία που συνήθως αποσιωπώνται από τον εθνικιστικό λόγο. Η
Ζάκυνθος, αποτελούσε σύμφωνα με τη συνθήκη των Παρισίων (5 Νοεμβρίου 1815)
μέρος του Ηνωμένου Βασίλειου. Τα Επτάνησα, όπως και η Ζάκυνθος αποτέλεσαν μέχρι
το 1864 τμήμα της Βρετανικής αποικιοκρατίας, γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα
γνωστό στους περισσότερους Έλληνες.
Στόχος του ποιήματος του Ρακόπουλου είναι η
ανάδειξη του ρόλου του κρατικού μηχανισμού στην κατασκευή του εθνικιστικού
λόγου ακόμη και μέσα από υλικές πρακτικές (εθνικές εορτές, παρελάσεις) ή ακόμη
και ονοματοδοσίες πλατειών, οδών ή μουσείων. Η ιδεολογία έχει πάντα υλικές
προεκτάσεις οι οποίες την καθιστούν απτή και αφομοιώσιμη. Η πρόσφατη επέτειος
από τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης δε στάθηκε αφορμή για κριτικό αναστοχασμό
αλλά για επιβεβαίωση της ένδοξης ιστορίας και της κατάφασης στο εθνικιστικό
αφήγημα.
Ποίημα για τον Μάικλ Ντάγκλας
Το «Ποίημα για τον Μάικλ Ντάγκλας», πρέπει να
συνδεθεί με την τηλεόραση τις δεκαετίες 1980 και 1990 όπως αναφέρεται στο
ευρετήριο βιβλίων και τόπων που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου, φανερώνοντας
έτσι και το κέντρο του ποιήματος. Το ποίημα βασίζεται πιθανώς σε παιδικές
αναμνήσεις του ποιητή από την τηλεόραση του 80 και 90, χωρίς όμως ο τόνος του
ποιήματος να φανερώνει νοσταλγία εκτός από ελάχιστα σημεία («χωρίς τη γιαγιά»).
Το ποίημα σχολιάζει έμμεσα το πέρασμα από τη δημόσια τηλεόραση στην ιδιωτική, η
οποία ξεκίνησε το 1989 (« Όταν ήμουν μικρός – σχετικά μικρός, νωρίς
δεκαετία ’90- ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση
στη χώρα με τη δαπίτικη χωρίστρα του Χατζηνικολάου και τον Μπους να βομβαρδίζει
τη νυχτερινή Βαγδάτη». Το ποίημα σε αυτόν τον στίχο αναφέρεται στις ειδήσεις
του Mega που παρουσίαζε ο Νίκος Χατζηνικολάου το
Σαββατοκύριακο αλλά και την κάλυψη του πολέμου του κόλπου από την ιδιωτική και
δημόσια τηλεόραση. Στην συνέχεια του ποιήματος, αναφέρονται γεγονότα όπως το
ευρωμπάσκετ του ’87, το οποίο διοργάνωσε η Ελλάδα, η οποία κέρδισε και τον τίτλο.
Επίσης υπάρχει αναφορά, στην κατάρρευση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, ηγέτη της
Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας, η οποία σημαδεύτηκε από την εκτέλεσή
του τα Χριστούγεννα του 1989 («είναι το χιόνι που κύκλωνε το ζεύγος Τσαουσέσκου
ενώ κοκκίνιζε αργά»). Εκτός αυτού, γίνεται αναφορά στο σκάνδαλο Κοσκωτά και τον
γάμο του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Δήμητρα Λιάνη, το 1989 («Ο Ανδρέας στις
εκκλησιές»).
Η αναφορά στον Μάικλ Ντάγκλας «που έπαιζε
συνέχεια σε οτιδήποτε στην οθόνη» παραπέμπει στις πολυπληθείς του συμμετοχές σε
ταινίες από το 1966 μέχρι και σήμερα («Ο Μάικλ Ντάγκλας όποιος κι αν είναι
αυτός, συνεχίζει – όπως το κιβώτιο ταχυτήτων») με σημαντικότερες τη δεκαετία
του 80 και 90, την Ολέθρια σχέση (1987) και το Βασικό ένστικτο (1992).
Ουσιαστικά, ο Μάικλ Ντάγκλας συμπυκνώνει την ιστορία της τηλεόρασης και του
κινηματογράφου στην Ελλάδα του ‘80 και ‘90.
Ο καταληκτικός στίχος «Μαζί του συγχωρώ ότι προηγήθηκε. Όχι ότι ενδιαφέρει
και κανέναν», δείχνει την πρόθεση του ποιητή με τρόπο πικρό να ξορκίσει την
πολιτική και πολιτιστική κατάσταση που επικράτησε στη χώρα τις δεκαετίες του
’80 και ’90, η οποία διακρίνονταν για την ευτέλεια, την πολιτική αστάθεια και
την απορρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου.
Όπως αναφέρει ο Τζιόβας στο βιβλίο του, «Η
Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης», η
απελευθέρωση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι
εκφράζει μια εκσυγχρονιστική, πλουραλιστική τάση ή ακόμη ότι δίνει ευκαιρία
στην έκφραση μιας λαϊκής, «παρωχημένης» κουλτούρας. Τελικά, επικράτησε η
απορρύθμιση και η εμπορευματοποίηση στο πρόγραμμα της ελληνικής τηλεόρασης με
την κυριαρχία ψυχαγωγικών προγραμμάτων (σαπουνόπερες, παιχνίδια, εκπομπές
ταλέντου, ταινίες). Όπως σημειώνει ο Τζιόβας, η «απελευθέρωση» της δημόσιας
τηλεόρασης, δημιούργησε βαρόνους τηλεοπτικών καναλιών (προερχόμενοι από τον
ναυτιλιακό, πετρελαϊκό και κατασκευαστικό τομέα), οι οποίοι χρησιμοποιήσαν τα
μέσα ενημέρωσης για πολιτικούς σκοπούς και ως
μέσο άσκησης παρασκηνιακής εξουσίας. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι μέσα
από αυτό το ποίημα ο Ρακόπουλος ανατέμνει άλλο ένα σημαντικό κομμάτι της
κουλτούρας της μεταπολίτευσης, αυτό που αφορά τα μέσα ενημέρωσης και ειδικότερα
την τηλεόραση.
Β)Το κυπριακό πρόβλημα και η κυπριακή
ταυτότητα μετά το ‘74
Στον
δεύτερο άξονα θα αναλύσουμε το κυπριακό ζήτημα και τη διαμόρφωση της κυπριακής
ταυτότητας μετά το 1974. Το κυπριακό πρόβλημα φαίνεται να αγνοείται εν πολλοίς,
όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, από την ελληνική ποίηση τόσο μετά το 1974, όσο
και μετά το άνοιγμα της πράσινης γραμμής το 2003. Επίσης, οι Ελλαδίτες φαίνεται
να γνωρίζουν ελάχιστα για την περιπλοκότητα του κυπριακού προβλήματος και το πώς
αυτό συνδέεται και με τον ιδιαίτερο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του νησιού. Τέλος,
η Κύπρος ως σύνορο μεταξύ ανατολής και δύσης επερωτάται ως προς τη σχέση της με
τη βαλκανική κουλτούρα. Αυτά είναι τα βασικά ζητήματα που πραγματεύονται τα
ποιήματα «Εδώ είναι το ταξίδι», «Στο χωριό των Μαρωνιτών» και «Όταν στα Βαλκάνια»,
τα οποία θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
Εδώ είναι το ταξίδι
Το ποίημα «εδώ είναι το ταξίδι» αναφέρεται στην
επίσκεψη μιας ομάδας εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων («γεμάτο πρόσφυγες- δεκαετιών
εβδομήντα- εσωτερικό του λεωφορείου») στο βόρειο τμήμα της Κύπρου που τελεί υπό
κατοχή.
Στο ποίημα αναφέρονται ρητά περιοχές που
βρίσκονται σε εδάφη της Κύπρου που δε βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής
Δημοκρατίας, όπως η Αμμόχωστος, η Γιαλούσα, το Ριζοκάρπασο και το Βαρώσι. Η
Γιαλούσα και το Ριζοκάρπασο είναι κοινότητες της επαρχίας Αμμοχώστου στην
Κύπρο, οι οποίες μετά την τουρκική εισβολή το 1974, δεν ελέγχονται από την
Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Τουρκοκυπρίων. Το
Βαρώσι ή Βαρώσια είναι μια πόλη φάντασμα (για αυτό και ο χαρακτηρισμός μέσα στο
ποίημα ως «φασματικό Βαρώσι»), στο νότιο τμήμα της Αμμοχώστου. Η πόλη
εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της μετά την τουρκική εισβολή. Το
ελληνοκυπριακό ξενοδοχείο Κωνστάντια, που βρίσκεται στην κατεχόμενη Αμμόχωστο,
στο οποίο αναφέρεται το ποίημα, βρίσκεται πλέον υπό τουρκοκυπριακή κατοχή και
λέγεται Palm beach.
Ενδιαφέρον υπό εξέταση ποίημα είναι η αναφορά
στην ετήσια μετανάστευση των πεταλούδων η οποία δεν έχει πάντοτε αίσια κατάληξη
(«για κάποιες το ταξίδι τελειώνει με έναν κίτρινο λεκέ»). Η έμμεση αναφορά στο
προσφυγικό φαινόμενο μέσα από την μεταφορά της μετανάστευσης των πεταλούδων
είναι ιδιαίτερα ευρηματική καθώς
σχολιάζει τους κινδύνους με τους οποίους έρχονται οι πρόσφυγες, οι
οποίοι διακινδυνεύουν την ίδια τους τη ζωή και από την άλλη αποφεύγει με αυτόν
τον τρόπο τη συναισθηματολογία. Η αναφορά στις δυνάμεις του ΟΗΕ ([η Αμμόχωστος,
όπου «δεν μπήκαν ούτε καν οι ΟΗΕδες από τότε»]) δείχνει μια ακόμη συνιστώσα στο
ζήτημα του κυπριακού, αυτή του ρόλου των Ηνωμένων Εθνών. Το τέλος του ποιήματος
(«Επιστρέφουμε προς Λεμεσό περάσαμε σχετικά καλά») αφήνει τον αναγνώστη με μια
μετέωρη αίσθηση. Οι πρόσφυγες ένιωσαν για άλλη μια φορά το τραύμα του
εκτοπισμού, από την άλλη χάρηκαν που μπόρεσαν να επιστρέψουν έστω και ως
επισκέπτες. Η γλυκόπικρη αίσθηση δίνεται με τρόπο δραστικό στο τέλος του
ποιήματος.
Το πέρασμα της πράσινης γραμμής από τους
Κύπριους πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια την κατοικία τους
μετά την εισβολή, υπονοείται χωρίς να δηλώνεται άμεσα, οπότε χρονικά, η
επίσκεψη των εκτοπισμένων τοποθετείται χρονικά αρκετά χρόνια μετά την εισβολή
του ’74. Η Πράσινη γραμμή ή Παρεμβαλλόμενη γραμμή του ΟΗΕ στην Κύπρο όπως
λέγεται επίσημα αποτελεί «το όριο μεταξύ ελεύθερων περιοχών και κατεχόμενων από
την Τουρκία περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας» όπως την ορίζει η Κυπριακή
δημοκρατία στην επίσημη ιστοσελίδα της. Το 2003 η κυβέρνηση των κατεχομένων
αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευση της πράσινης γραμμής προς τα κατεχόμενα.
Το 2003 λειτούργησε ως σημείο τομής για την
ποιητική διαπραγμάτευση του κυπριακού στην κυπριακή ποίηση όχι όμως και στην
ελλαδική. Ο Ρακόπουλος επιχειρεί να στρέψει μέσα από ορισμένα ποιήματα του
βιβλίου του όπως το «εδώ είναι το ταξίδι», στο κυπριακό ζήτημα ως ζήτημα μνήμης
του παρελθόντος αλλά και ως σύγχρονου αιτήματος για την επίλυσή του.
Σύμφωνα
με την Βασιλική Σελιώτη, όπως αναφέρει στο βιβλίο της, «Λογοτεχνία και Τραύμα.
Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία», μπορεί κανείς να διακρίνει δύο
περιόδους στην ποίηση που πραγματεύεται το Κυπριακό, αυτή που έπεται του 1974
και αυτή που έπεται του 2003. Η περίοδος μετά το 1974 χαρακτηρίζεται για την
ελλαδική ποίηση ως περίοδος «άπλετης σιωπής» ίσως εξαιτίας του φόβου να πέσει
κανείς στην παγίδα του εθνικισμού ή εξαιτίας ενός συμπλέγματος ενοχής της
ελλαδικής συλλογικής μνήμης απέναντι στο νησί με λιγοστές εξαιρέσεις. Το 2003
το άνοιγμα των οδοφραγμάτων αποτελεί σημείο τομής για τους Ελληνοκυπρίους
σύμφωνα με την Σελιώτη εξαιτίας των ψυχικών κλυδωνισμών που προκαλεί, αλλά για
την Ελλάδα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων
αποτελεί «μια ακόμη εξωτερική είδηση, ενδιαφέρουσα αλλά απόμακρη πια- όπως ό,τι
αφορούσε γενικά τη Μέση Ανατολή εκείνη την περίοδο». Έτσι όπως υποστηρίζει η
Τσελιώτη, μετά το 2003 ελάχιστοι Έλληνες ποιητές βρίσκουν ενδιαφέρον το ζήτημα
του Κυπριακού ώστε να το πραγματευτούν μέσα από την ποίησή τους.
Το ποίημα του Ρακόπουλου καταφέρνει να
αναφερθεί στο κυπριακό πρόβλημα παρουσιάζοντας ορισμένες διαστάσεις του όπως ο
εκτοπισμός των προσφύγων, το αίτημα για επιστροφή των περιουσιών τους και ο
ρόλος του ΟΗΕ στην επίλυσή του. Ο Ρακόπουλος θίγει ένα θέμα ταμπού για την
ελληνική ποίηση τόσο εξαιτίας των παθών που διεγείρει το ζήτημα όσο και
εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του.
Στο χωριό των Μαρωνιτών
Το
ποίημα, Στο χωριό των Μαρωνιτών, αφηγείται την επίσκεψη δύο ατόμων στο χωριό
Κορμακίτης που βρίσκεται στη βόρεια Κύπρο και κατοικείται από Μαρωνίτες. Στις
δύο πλευρές του νησιού είχε 34 βαθμούς Κελσίου (ελληνοκυπριακή και
τουρκοκυπριακή), ωστόσο στο χωριό των Μαρωνιτών βρίσκεται η «τρίτη» (πλευρά),
για την οποία γίνεται λόγος από ελάχιστους. Τα δύο άτομα κάθονται σε μια
ταβέρνα όπου μιλούν «καλαμαρίστικα» στη σερβιτόρα, η οποία όμως τους
ξεκαθαρίζει ότι «εγώ μιλώ αγγλικά, αραβικά, τούρκικα». Με αυτό το ποίημα ο Ρακόπουλος
εκθέτει πολλά ζητήματα τα οποία μένουν συχνά τελείως άγνωστα για τους Ελλαδίτες.
Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα το ποίημα πρέπει να αναφερθεί στον ρόλο και
την ιστορία των Μαρωνιτών.
Σύμφωνα
με το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αναγνωρίζονται τρεις θρησκευτικές
μειονότητες, οι Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι. Μετά από δημοψήφισμα το
1960 οι τρεις μειονότητες επέλεξαν να ανήκουν στην ελληνική κοινότητα όπως
ορίζονταν σύμφωνα με το σύνταγμα. Οι Μαρωνίτες ζούσαν σε τέσσερα χωριά, τον Κορμακίτη,
τον Ασώματο, την Αγία Μαρίνα και τα Καρπάσια που ανήκουν τώρα στα κατεχόμενα
εδάφη. Μετά το 1974, η πλειοψηφία των Μαρωνιτών εκτοπίστηκε από τις εστίες του
και κατέφυγε στη Λευκωσία και τη Λεμεσό. Οι Μαρωνίτες ομιλούν την
Κυπρομαρωνιτική Αραβική γλώσσα, η οποία θεωρείται ξεχωριστή γλώσσα από την
αραβική. Στην έκθεση του minority
rights group international με
τίτλο, Δικαιώματα μειονοτήτων: λύσεις σε σχέση με το κυπριακό πρόβλημα (2011)
επισημαίνεται ότι οι Μαρωνίτες που διαμένουν στο βόρειο τμήμα του νησιού
αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της μη επίσημης αναγνώρισής τους ως εθνοτικής ομάδας
σε αυτό το τμήμα της Κύπρου. Επίσης, στο νότιο τμήμα οι Μαρωνίτες παρακολουθούν
ελληνοκυπριακά σχολεία όπου δε διδάσκονται μειονοτικές γλώσσες.
Με
αυτά τα στοιχεία στο μυαλό μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει το ποίημα Στο
χωριό των Μαρωνιτών. Βασικό θέμα του αναδεικνύονται ο πολυπολιτισμικός
χαρακτήρας του νησιού της Κύπρου, τα μειονοτικά και ανθρώπινα δικαιώματα στην
Κύπρο και κατά πόσο είναι αυτά σεβαστά και τέλος η άρνηση επίσημης διδασκαλίας
της μαρωνιτικής γλώσσας στα σχολεία. Η σερβιτόρα αρνείται να μιλήσει ελληνικά,
όπως οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι πέρα
από θρησκευτική μειονότητα, οι Μαρωνίτες αποτελούν γλωσσική και εθνοτική
κοινότητα. Στόχος των δύο κοινοτήτων είναι η αφομοίωση των Μαρωνιτών και η
εξαφάνιση του ιδιαίτερου πολιτισμικού χαρακτήρα τους. Η ύπαρξη μειονοτήτων στην
Κύπρο δεν απασχολεί σχεδόν ποτέ τη δημόσια συζήτηση για την επίλυση του
Κυπριακού, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου για το μειονοτικό ζήτημα κυριαρχεί πλήρης άγνοια.
Όταν
στα Βαλκάνια
Το
ποίημα «Όταν στα Βαλκάνια» αφηγείται τη συνάντηση δύο αντρών, του Χαμπή από την
Κύπρο (ξάδερφος του ποιητή σύμφωνα με το ποίημα) και του Μήτσου (αδελφό του
πατέρα του ποιητή σύμφωνα με το ποίημα) από την Πτολεμαΐδα, ο οποίος μιλούσε «βαριά
μακεδονίτικα». Τους δύο άντρες, παρά τις πολλές διαφορές μεταξύ τους, τους
συνδέει η αγάπη για το ουίσκι και τα σκυλάδικα. Το ουίσκι άλλωστε καταλήγει ο
ποιητής «πάντα ενώνει στα ευρύτερα Βαλκάνια». Το ποίημα κλείνει με τη σκέψη του
ποιητή ότι κάποιοι ιστορικοί ενέταξαν την Κύπρο όχι στον Λεβάντε όπως
συνηθίζεται αλλά στα Βαλκάνια. Το ποίημα αυτό δεν εστιάζει αποκλειστικά στην
Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα και την ιστορία των Βαλκανίων. Τοποθετείται σε αυτόν
τον άξονα ανάλυσης μόνο για λόγους τυπικούς ενώ θα μπορούσε να μπει για
παράδειγμα σε έναν άξονα για τα Βαλκάνια.
Παρά
τον κίνδυνο να υποπέσει κανείς στο παράπτωμα του βιογραφισμού, πιστεύουμε ότι
θα πρέπει να συσχετιστεί το συγκεκριμένο ποίημα με την καταγωγή του ποιητή.
Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, η μητέρα του είναι πρόσφυγας του ’74 από τη βόρεια
Κύπρο ενώ ο πατέρας του από το Αμύνταιο (Σόροβιτς) κατανοούσε τη γλώσσα του
γειτονικού λαού. Η αναφορά του ποιήματος σε συγγενείς που μιλούν κυπριακά και «βαριά
μακεδονίτικα» μάλλον δεν είναι τυχαία και θέλει να δείξει τη σύνθετη και
περίπλοκη πολλές φορές ταυτότητα των υποκειμένων που δεν ορίζονται ποτέ
μονόπλευρα και αναγωγικά. Επίσης είναι μια θαρραλέα γενεαλόγηση του εαυτού ως
υβριδικού και πολυπολιτισμικού, πέρα από εθνικιστικές κραυγές και ιδεοληψίες.
Το
ποίημα φαίνεται να σχολιάζει το ουίσκι ως βασικό χαρακτηριστικό του βαλκανικού
πολιτισμού («ανήκαν σε δύο ισόποσα ουσικοβαρείς πολιτισμούς»). Αρχικά, η
αναφορά στο ουίσκι ως βασικό στοιχείο πολιτισμού ίσως ξενίσει τον αναγνώστη.
Ωστόσο, η αναφορά του σκυλάδικου ή του ουίσκι μόνο τυχαία δε φαίνεται να είναι
στο ποίημα. Όπως αναφέρει ο Τζιόβας στο βιβλίο του, «Η Ελλάδα από τη Χούντα
στην κρίση. Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης», το ουίσκι αποτέλεσε σύμβολο στην
Ελλάδα της παγκόσμιας νεοτερικότητας και του ηδονιστικού τρόπου ζωής. Το ουίσκι
έγινε σύμβολο ταυτότητας και νεοπλουτισμού, ενώ η αιχμή της κατανάλωσής του
συνδέθηκε με την εμφάνιση του καταναλωτισμού, τη δεκαετία του 90, στην Ελλάδα.
Το ουίσκι σύμφωνα με τον Τζιόβα, τονίζει την επικράτηση της καταναλωτικής
κουλτούρας από τη μια, ενώ από την άλλη μπορεί να θεωρηθεί ως επιρροή της
αμερικανικής/ υψηλής κουλτούρας, δείχνοντας πολλές φορές ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται
μέσα από μια μείξη των δύο αντιφατικών αντιλήψεων για την κουλτούρα
(υψηλή/χαμηλή).
Είναι
σημαντικό να σχολιάσουμε τους τελευταίους στίχους του ποιήματος που αναφέρουν
«Πολύ αργά, στα τριανταπέντε, έμαθα πως κάποιοι ιστορικοί ενέταξαν για λίγο και
την Κύπρο στη Βαλκανική και όχι στο Λεβάντε». Ο Λεβάντες (Ανατολή στα ιταλικά)
είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο χωρών μεταξύ
των οποίων η Κύπρος, το Ισραήλ, η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Συρία, τα
Παλαιστινιακά εδάφη και η επαρχία Χατάι της Τουρκίας. Από την άλλη, ο όρος
Βαλκάνια χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνήθως χώρες όπως η Αλβανία, Βόρεια
Μακεδονία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Ελλάδα, Κόσοβο, Κροατία, Μαυροβούνιο,
Ρουμανία, Σλοβενία, Σερβία, και τμήμα της Τουρκίας. Από την αντιπαραβολή
καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι η Κύπρος τοποθετείται στον Λεβάντε και όχι στα
Βαλκάνια. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον η άποψη ιστορικών όπως η Μαρία Τοντόροβα, η
οποία εξηγεί τις σημασίες του όρου Βαλκάνια στο βιβλίο της, «Βαλκάνια, η δυτική
φαντασίωση». Σε αυτό το βιβλίο τονίζεται ότι ο όρος Βαλκάνια είναι φορτισμένος
με τρεις έννοιες. Η πρώτη έννοια είναι γεωγραφική και ταυτίζεται με την περιοχή
της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η δεύτερη έννοια είναι μεταφορική και σημαίνει για
τους δυτικούς εκείνο το τμήμα της Ευρώπης που είναι «εν μεταβάσει», ημι- άγριο
και ημι-πολιτισμένο. Τέλος, τα Βαλκάνια ταυτίζονται με την ιστορική κληρονομιά
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως μάλιστα ρητά αναφέρει η Τοντόροβα, στο βιβλίο της «Βαλκάνια, η δυτική φαντασίωση»,
σύμφωνα με μια ορισμένη πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση μπορεί να περιληφθεί
και η Κύπρος βαλκανική χώρα.
Ο
Ρακόπουλος ίσως θέλει να προσεγγίσει πολιτικά το ζήτημα των Βαλκανίων και όχι
καθαρά γεωγραφικά ή ιστορικά. Για τον Ρακόπουλο, πολιτικό ζητούμενο σε μια
συζήτηση για τα Βαλκάνια είναι η άμβλυνση των εθνικισμών, η προώθηση μιας
αίσθηση κοινής ταυτότητας και κουλτούρας, μια διεθνιστική οπτική των βαλκανικών
λαών.
Γ)Στοχασμός
πάνω σε ζητήματα εθνικισμού, ρατσισμού και πολιτικής των κλειστών συνόρων
Στον
τρίτο άξονα θα αναλύσουμε ποιήματα που αφορούν σε ζητήματα εθνικισμού,
ρατσισμού και της πολιτικής των κλειστών συνόρων. Συγκεκριμένα θα αναλύσουμε τα
ποιήματα Coloured
girl in party costume, District six, Cape Town, Suid Afrika (ρατσισμός), Οι μαύροι βούβαλοι
(πολιτική των κλειστών συνόρων) και United States of Albania (αλβανικός και ελληνικός
εθνικισμός).
Coloured girl in party
costume, District six, Cape Town, Suid Afrika
Το
ποίημα αυτό βασίζεται στην περιγραφή μιας φωτογραφίας. Η φωτογραφία αναπαριστά
ένα (μαύρο) κορίτσι με αποκριάτικη στολή βοσκοπούλας, στο Κέιπ Τάουν της Νότιας
Αφρικής το 1954, μαζί με το ξαδελφάκι της. Η λεζάντα της φωτογραφίας
«υποδεικνύει εκείνο που συνέβη στο κορίτσι με τη στολή βοσκοπούλας», όμως το
ποίημα δεν παρέχει περισσότερες διευκρινήσεις. Ωστόσο, οι τελευταίοι στίχοι
αφήνουν μια αίσθηση πικρή και υποδηλώνουν ότι κάτι πολύ άσχημο συνέβη στο
κορίτσι («ο λεκές στο φουστάνι. Λάσπη από τη λερωμένη ροή. Έχουν κλείσει
σήμερα, και το ρυάκι και το σπίτι.»). Η λεζάντα της φωτογραφίας είναι γραμμένη
στα αφρικάνς μια από τις επίσημες γλώσσες της Νότιας Αφρικής, η οποία
αποκαλείται και αφρικολλανδική. Τα αφρικάνς είναι δυτική γερμανική γλώσσα με
προέλευση τα ολλανδικά. Αφρικάνς μιλούν πολλοί έγχρωμοι, ενώ επίσης τη μιλούν
πολλοί Ολλανδοί αποικιστές. Ίσως την ολλανδοκρατία μαρτυρά και η αναφορά του
ποιήματος σε «ξυλοπάπουτσα που ήρθαν από μακριά».
Το
ποίημα είναι μια ευθεία, θα μπορούσε να πει κανείς, στο καθεστώς του απάρτχαιντ,
δηλαδή τον διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση φυλετικά κριτήρια που επιβλήθηκε στη
Νότια Αφρική από το 1948 μέχρι το 1992. Χαρακτηριστικοί είναι οι νόμοι που
επιβλήθηκαν κατά τη θεμελίωση του απάρτχαιντ όπως ο νόμος απαγόρευσης των
μεικτών γάμων (1949), ο νόμος ανηθικότητας (1950) που τιμωρούσε τη σεξουαλική
επαφή μεταξύ λευκών και μη λευκών και ο νόμος μετεγκατάστασης γηγενών πληθυσμών
(1954) που επέτρεπε την εκδίωξη των μαύρων που ζούσαν σε περιοχές που είχαν
αποδοθεί στους λευκούς. Το ποίημα εστιάζει στην κριτική της αποικιοκρατίας και
των φυλετικών διακρίσεων σε βάρος των μαύρων. Η υποταγή των μαύρων στις
επιταγές των λευκών, η βίαιη μετεγκατάστασή τους από τις εστίες τους σε άλλα
μέρη, οι άθλιες συνθήκες επιβίωσης που επέβαλλαν οι λευκοί και ο κίνδυνος
απώλειας της ζωής όπως υπονοείται στο ποίημα αποτελούσε μέχρι το πρόσφατο
παρελθόν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Ο Ρακόπουλος δεν ενδιαφέρεται να
μιλήσει μόνο για την Ελλάδα ή την Κύπρο αλλά θέτει ευρύτερα πολιτικά ζητήματα
που ξεπερνούν τα στενά όρια ενός έθνους κράτους.
Οι
μαύροι βούβαλοι
Το
ποίημα αυτό αναφέρεται σε μια επίσκεψη με αυτοκίνητο σε ένα πάρκο άγριας ζωής
στη Μπουμαλάνγκα (Mpumalanga),
και την παρατήρηση άγριων βούβαλων πίσω από έναν φράχτη. Η Μπουμαλάνγκα είναι
μια επαρχία της Νότιας Αφρικής. Πιθανόν το κέντρο διατήρησης της άγριας ζωής
που υπονοείται στο ποίημα να είναι το Kruger National Park. Το κέντρο του ποιήματος είναι η
αναφορά σε ένα όριο που χωρίζει τους επισκέπτες από τα ζώα, το «συρματόπλεγμα»
ή «φράχτη». Το ποίημα έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Σε ένα πρώτο επίπεδο ο
φράχτης χωρίζει τα ζώα από τους ανθρώπους. Πιθανόν το ποίημα έχει οικολογικό
χαρακτήρα και αναφέρεται στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση και την
αντιμετώπιση του φυσικού περιβάλλοντος ως κατώτερου από την ίδια την ανθρώπινη
ύπαρξη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο το ποίημα μιλά για το πώς ένας φράχτης απλώνεται
μεταξύ δύο ανθρώπων («ο φράχτης ανάμεσά μας»), για τη φυσική και συναισθηματική
αποξένωση του ενός από τον άλλο, την αλλοτρίωση του ανθρώπου από την κοινωνική
του φύση αλλά και τον χωρισμό δύο ανθρώπων ίσως άλλοτε ερωτευμένων («Μπαίνουμε
στο ζεστό λουτρό σφιγγόμαστε δέρμα το δέρμα με μανία»). Τέλος, σε ένα τρίτο
επίπεδο το ποίημα αναφέρεται στην πολιτική των κλειστών συνόρων και της
Ευρώπης- φρούριου, καθώς και την κατασκευή του φράχτη του Έβρου στην Ελλάδα. Η
αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών στην Ευρώπη, από χώρες όπως η
Συρία, το Αφγανιστάν και άλλες αντιμετωπίστηκε σαν ο Άλλος να ήταν αρπαχτικό,
άγριος ή ζώο από το οποίο κινδύνευε η συνοχή, η ευημερία και η σταθερότητα της
Ευρώπης. Η πολιτική των κλειστών συνόρων αποτελεί μέρος μιας ρατσιστικής και
εθνικιστικής ρητορικής που αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν
πιστεύει ότι ανώτερη αξία ενός πολιτισμού είναι εν τέλει η ανθρώπινη ζωή.
United
States
of
Albania
Το
ποίημα αυτό μιλά για τον αλβανικό εθνικισμό, ο οποίος καλλιεργήθηκε ήδη από τον
διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο αλβανικός αλυτρωτισμός σήμερα
αξιοποιήθηκε από τμήμα της αλβανικής διανόησης για να εξηγήσει γιατί η Αλβανία
δεν κατάφερε να γίνει «Ευρώπη» και να λύσει τα οικονομικά και πολιτικά
προβλήματα που την ταλανίζουν. Το ποίημα αναφέρεται ξεκάθαρα στο όραμα
δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας η οποία θα συμπεριλαμβάνει εδάφη που
βρίσκονται γεωγραφικά κοντά στην Αλβανία αλλά ανήκουν στην Ελλάδα (αναφορά στη
Θεσσαλονίκη), την Ιταλία (αναφορά στο Μπάρι και την Ανκόνα) και το Κοσσυφοπέδιο
(αναφορά στην Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου όπου η πλειοψηφία του
πληθυσμού είναι αλβανική). Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί κανείς στον
στίχο «το ψευδοκράτος των Αθηνών», στίχος ο οποίος φαίνεται να σχηματίστηκε
κατά αναλογία της έκφρασης «το ψευδοκράτος των Σκοπίων» ή και το «ψευδοκράτος
της Βορείου Κύπρου», δηλαδή στη βάση ενός ελληνικού σοβινιστικού λόγου. Ακόμη
πιο σημαντικό είναι να σχολιαστεί ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος «Αυτός ο
χώρος είναι δικός τους και δικός μας». Δημιουργεί έντονη εντύπωση πως ο ποιητής
για να εκφράσει τον αλβανικό εθνικισμό και αλυτρωτισμό χρησιμοποιεί μια
παραφθορά του εμβληματικού στίχου «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας»,
της Ρωμιοσύνης, του Γιάννη Ρίτσου. Η χρησιμοποίηση αυτού του στίχου από ακροδεξιούς
εθνικιστές σε συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, παρουσία
μάλιστα του Μίκη Θεοδωράκη, διαστρέβλωσε απόλυτα το αρχικό νόημα του στίχου
αποδίδοντας σε αυτόν έντονη εθνικιστική χροιά. Ο Ρακόπουλος στο ποίημα του για
τον αλβανικό εθνικισμό μιμείται τον ελληνικό εθνικιστικό λόγο, δημιουργώντας
μια παρωδία του εθνικισμού με τα ίδια του τα λόγια.
Δ)Το
παράδοξο και θαυμαστό
Ο
τέταρτος άξονας ανάλυσης του βιβλίου «Στις εθνικές οδούς» είναι αυτός του
παράδοξου και θαυμαστού. Η θεματολογία του παράδοξου ήταν κυρίαρχη στα
προηγούμενα βιβλία του Ρακόπουλου. Στο νέο του βιβλίο, το παράδοξο περιορίζεται
εμφανώς και δίνει τη θέση του σε μια γραφή περισσότερο ρεαλιστική. Ποιήματα που
θα μπορούσαν να συνδεθούν με τη θεματική του παράδοξου στο βιβλίο είναι η
«αστική πανίδα», «θα σου πω μια ιστορία», «magic among the Helvetians» και το «όπου η έρευνα
υποσκάπτεται από τον κύριο Μητρούση». Καθώς θεωρούμε ότι η έμφαση του βιβλίου
είναι περισσότερο εστιασμένη σε μια ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου και όχι στο
παράδοξο και θαυμαστό θα αναφερθούμε στο
ζήτημα συνοπτικά.
Στην
«αστική πανίδα», ο Ρακόπουλος αναφέρεται σε ένα αστικό μύθο που διαδίδεται στη
Θεσσαλονίκη, σχετικά με την ύπαρξη ενός στοιχειωμένου σπιτιού στην οδό
Βασιλίσσης Όλγας. Βέβαια, και σε αυτό το ποίημα υπεισέρχονται ζητήματα πολιτικά
όπως το ότι το στοιχειωμένο σπίτι θεωρείται ότι ανήκει σε Εβραίους. Στο ποίημα «θα
σου πω μια ιστορία», ο Ρακόπουλος αφηγείται ένα όνειρο, που αποκτά πολύ
ρεαλιστικές διαστάσεις, συνάντησης με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη σε κάποιο νησί
των Κυκλάδων. Το ποίημα «magic
among the Helvetians» πιθανώς σχετίζεται με τη
μελέτη Witchcraft,
oracles
and magic among the Azande, την οποία αναφέρει ο ποιητής ως
βιβλιογραφική αναφορά στο τέλος του βιβλίου. Οι Αζάντε είναι αφρικανική φυλή
στο Σουδάν που οι μαγικές τους πρακτικές έχουν ερευνηθεί ανθρωπολογικά. Ο
Ρακόπουλος μένει πιστός σε αυτό το ποίημα στο προσωπικό του ενδιαφέρον για τη
μαγεία. Τέλος, στο ποίημα «όπου η έρευνα υποσκάπτεται από τον κύριο Μητρούση» ο
Ρακόπουλος αναφέρεται στη λειτουργία μιας μυστικής ομάδας που λειτουργεί με
συνωμοτικούς κανόνες και τηρεί τους όρους της προσωπικής εμπιστοσύνης και
εχεμύθειας. Πιθανόν, «η έρευνα που υποσκάπτεται από τον καφετζή, κύριο Μητρούση»,
να αναφέρεται στην ποιητική έρευνα που διεξάγεται σε σχέση με το πολιτικό σε
όλο το βιβλίο. Ωστόσο, όπως κάθε ποιητική έρευνα είναι πρωτίστως μια έρευνα
πάνω στη συμπύκνωση της γλώσσας και θέτει περισσότερα ερωτήματα από ερωτήσεις
(«Το υλικό που είχαμε μαζέψει θα γέμιζε, σε ένα ραπόρτο, όποτε τυχόν το
γράφαμε, περί τις δύο σελίδες» και «Τίποτα βασικό που να συνθέτει με κάποιον
πειστικό τρόπο μιαν απάντηση στο βασικό ερώτημα της έρευνας».
Συμπεράσματα
Το
βιβλίο Στις εθνικές οδούς (2022) είναι ένα βιβλίο επηρεασμένο από την πολιτική,
την ανθρωπολογία, την πολιτισμική ιστορία και ανάλυση. Το νέο βιβλίο του
Ρακόπουλου επιδιώκει να είναι σύγχρονο με την έννοια της τοποθέτησής του σε
καίρια ζητήματα του καιρού μας με τρόπο που αυτό να αποκτά την αξία μιας
πολιτικής διακήρυξης και ενός κριτικού αναστοχασμού πάνω στο κοινωνικό. Σε
αντίθεση, με τις προηγούμενες ποιητικές καταθέσεις του, το νέο του βιβλίο είναι
πιο γειωμένο στην πραγματικότητα, πιο ρεαλιστικό, με μια πιο συνειδητή διάθεση,
να ακουμπήσει το δάχτυλο στη πληγή («ο Κούρδος φίλος») και να προσεγγίσει το
απτό και καθημερινό μέσα από την πολιτική τους διάσταση.
Η
συμπίεση του χώρου και του χρόνου, η παγκοσμιοποίηση ως χώρος σύμπηξης
διαφορετικών στοιχείων κουλτούρας (melting pot), η ανάδειξη νέων εθνικιστικών και ρατσιστικών
αντιλήψεων και ο στοχασμός πάνω στην έννοια των συνόρων ως ορίου μεταξύ του
ανθρώπινου και του ζωώδους, η υβριδική πολιτισμική ταυτότητα και η
μετα-αποικιακή συνθήκη είναι μερικά από
τα ζητήματα του θίγει ο Ρακόπουλος στις «εθνικές οδούς». Ωστόσο, ο Ρακόπουλος
δεν κινείται με βεβαιότητες και δε
βασίζεται σε παγιωμένες αντιλήψεις. Ο ρόλος του είναι αυτός ενός τύπου που δηλητηριάζει
πηγάδια (ποίημα «πάγος»), ενός στοχαστή που επιδιώκει μια μετατόπιση πέρα από
το κοινά παραδεκτό, παίρνοντας το ανάλογο ρίσκο, «κράζοντας», σατιρίζοντας και
διακωμωδώντας τον κυρίαρχο λόγο και το εθνικό αφήγημα. Μέσα από την ποιητική
του, ο Ρακόπουλος προσπαθεί να διευρύνει την έννοια του αισθητικού πέρα από την
έννοια της ελληνοκεντρικότητας όπως θεμελιώθηκε από τη γενιά του ’30, μέσα από
μια ματιά διεθνιστική, κοσμοπολίτικη, υβριδική και χειραφετική. Αν η προσήλωση
στο ιδεώδες του έθνους κράτους αποτελούσε διακηρυγμένο στόχο της γενιάς του
’30, ο ποιητής των εθνικών οδών στοχεύει στην ανάδειξη των ρηγμάτων αυτού του
ιδεώδους και στην αποκέντρωση της εθνικής ταυτότητας. Η συνομιλία με άλλες
κουλτούρες, η ανάδειξη του γλωσσικού και πολιτιστικού πλούτου κάθε περιοχής
στον πλανήτη και η ενσωμάτωση κάθε ιστορίας ενός λαού στο ανθρώπινο συνεχές αποτελεί
εμμενή στόχευση του Ρακόπουλου, όπως και η καταγγελία κάθε είδους
ολοκληρωτισμού.
Από
την άλλη, ο Ρακόπουλος τολμά να επιτεθεί στον ποιητικισμό της εποχής, να
αποφύγει με κάθε τρόπο τη συναισθηματολογία και τον ψυχικό μηρυκασμό,
επιλέγοντας συνειδητά μια γλώσσα αντι-ποιητική, ειρωνική, φορές αυτοσαρκαστική
χωρίς να λείπει σε σημεία το χιούμορ. Η μείξη της γλώσσας, η εναλλαγή υψηλού
και χαμηλού ύφους, η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, η χρήση αγγλικών λέξεων
ακόμη και σε τίτλους ποιημάτων αναδεικνύει την πρόθεση του ποιητή να τονίσει
την ετερότητα, την ποικιλομορφία, τη γλωσσική πολυφωνία που δεν είναι μόνο
απαραίτητη αλλά και μέσα στον υβριδικό της χαρακτήρα είναι όμορφη με έναν
διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχουν συνηθίσει κάποιοι να αντιλαμβάνονται. Ο
Ρακόπουλος κατασκευάζει μια ποιητική «κρεολή», που δε φοβάται να δοκιμαστεί και
να δοκιμάσει το ποιητικό αισθητήριο όσων ακόμη αρέσκονται σε μια υψηλή ποιητική
γλώσσα.
Στον
μετανεωτερικό κόσμο του σήμερα, η κυριαρχία του ατομικισμού και του ηδονιστικού
τρόπου ζωής καθιστά την επιστροφή της πολιτικής στη δημόσια συζήτηση και την
τέχνη πιο απαραίτητη από ποτέ. Το βιβλίο, «Στις εθνικές οδούς», είναι ένα
ποιητικό μανιφέστο και ταυτόχρονα ένα πολιτικό εγχείρημα που υποστηρίζει
ακριβώς αυτή την επιστροφή της ποίησης στον κοινωνικό και πολιτικό της
χαρακτήρα. Η μίμηση, η σάτιρα, η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ είναι
τα εργαλεία της επιστροφής του πολιτικού, ως του απωθημένου που επανέρχεται στη
σκηνή όχι ως ανοίκειο όπως ίσως θα απαιτούσε ο Φρόιντ, αλλά ως απολύτως οικείο και
καθημερινό.
Ο
Ρακόπουλος με τη φόρα μιας ποίησης που δεν έχει ακόμη έλθει αλλά έρχεται από το
μέλλον καταθέτει ένα γνήσιο βιβλίο πολιτικής ποίησης που επερωτά την
κουλτούρα και την εθνική ταυτότητα ως προβλήματα προς επίλυση, με μόνη
βεβαιότητα πως στο πεδίο του πολιτικού όλα είναι ανοιχτά, ακόμη και οι
ανατροπές.
Δούρβας
Αργύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου