Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Μες στον ψυχρό καιρό – Ελένη Κοσμά

 



Τίτλος: Μες στον ψυχρό καιρό 

Συγγραφέας: Ελένη Κοσμά

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Πόλις

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 36



ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ

 

Μετά την ήττα του κινήματος των Αναβαπτιστών στο Μύνστερ της Γερμανίας, στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Ιωάννης του Λέιντεν βασανίστηκε, εκτελέστηκε και κρεμάστηκε, μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί, από το καμπαναριό της εκκλησίας Λαμπέρτι. Μαζί με αυτόν, σε δύο ακόμη κελιά, κρεμάστηκαν οι σύντροφοί του, Μπερντ Κνιπερντόλινκ και Μπερντ Κρέχτινκ. Τα οστά τους αφαιρέθηκαν πενήντα χρόνια αργότερα, αλλά τα κλουβιά βρίσκονται ακόμη στη θέση τους. 

 

Όταν ο Ιωάννης του Λέιντεν

έγινε Βασιλιάς Γιαν

του έκοψαν τη γλώσσα

από τη βάση

τον έκλεισαν σε ένα

σιδερένιο κλουβί και τον ξεχάσαν εκεί

κρεμασμένο νεκρό

για τέσσερις αιώνες.

«Πώς είναι ο κόσμος από ψηλά, Γιαν;»

τον ρώτησαν κάποια στιγμή

κι εκείνος

που δεν είχε γλώσσα να μιλήσει

τους έκλεισε

το μισοβγαλμένο του μάτι.

«Να κοιτάς την πόλη από ψηλά

έχει γούστο.

Μόλις πέφτει η νύχτα

πετάω στους

αμέριμνους περαστικούς

ένα ένα τα κόκαλά μου».



Μες στον ψυχρό καιρό – Ελένη Κοσμά

Η Ελένη Κοσμά μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο, «Φιλιά στη γη» (2016), προχωρά στο δεύτερο βήμα της στην ποίηση που δείχνει ακόμη πιο ώριμο και σταθερό με την έκδοση του βιβλίου της, Μες στον ψυχρό καιρό (2021). Στο «Φιλιά στη γη», τίτλος παρμένος από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονύσιου Σολωμού κυριαρχούν παραδοσιακές ποιητικές φόρμες με έντονο το στοιχείο του ρυθμού και της ομοιοκαταληξίας, σε αντίθεση με το νέο της βιβλίο όπου οι έμμετρες ποιητικές μορφές  περιορίζονται σε μόλις τρία ποιήματα (Η κλωστή, Πράγματα άχρηστα, Ένα τραγούδι για τον ελέφαντα) σε ένα σύνολο 17 ποιημάτων. Στο «Φιλιά στη γη» τα μότο του βιβλίου προέρχονται από τον Σολωμό όπως ήδη αναφέρθηκε και από τον Δάντη, δείχνοντας την αγάπη της ποιήτριας για την ποίηση αυτών των σημαντικών λογοτεχνικών μορφών για τα ευρωπαϊκά γράμματα αλλά και τις εθνικές λογοτεχνίες της Ιταλίας και της Ελλάδας. Στο νέο της βιβλίο, η Κοσμά, χρησιμοποιεί και πάλι μότο από τον Δάντη και τον Σολωμό δημιουργώντας ένα είδος συνέχειας με την προηγούμενη συλλογή.

Βασικό θέμα του νέου βιβλίου της Κοσμά, Μες στον ψυχρό καιρό, είναι ο οικείος τόπος, το σπίτι, η πατρίδα, ο οικείος άνθρωπος όπως αναφέρει η ίδια η ποιήτρια παρουσιάζοντας το βιβλίο της στο διαδίκτυο. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι το σπίτι ως αναφορά ήδη συναντάται στην πρώτη της ποιητική συλλογή (ΙΙ, «Στο σπίτι όπου ξυπνώ έχει στηθεί παράσταση με σένα και με μένα») και (ΧΙV, «Στο δανεικό σπίτι δεν κινείται κανείς κι οι σκάλες τρίζουν»), προοικονομώντας την εμφάνιση του σπιτιού ως κεντρικού άξονα στο επόμενο βιβλίο της και δείχνοντας ότι ίσως η προβληματική της ποιήτριας σχετικά με το σπίτι ξεκινά από παλιά.

Ο τίτλος του βιβλίου, Μες στον ψυχρό καιρό, προέρχεται από τις Πέτρινες ρίμες του Δάντη. Με αυτόν τον τίτλο η ποιήτρια θέλει να αναφερθεί στην εποχή μας που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα ανεστιότητας του σύγχρονου ανθρώπου, από μια αίσθηση ξεριζωμού όχι ασύνδετου με τις αυξημένες προσφυγικές ροές και τη σκληρότητα και ψυχρότητα με την οποία αυτές αντιμετωπίζονται Η εποχή μας που πολλοί συνδέουν με τη μετανεωτερικότητα ως αόρατο ξεπέρασμα του νεωτερικού χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της τεχνικής, τον εξαντικειμενισμό του ανθρώπου, της κυριαρχίας επί της φύσης αλλά και της χειραγώγησης. Ο τίτλος του βιβλίου ίσως λειτουργεί ως σύντομο σχόλιο για έναν κόσμο ψυχρό και σκληρό, για μια εποχή ξεριζωμού και μεγάλων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προσέχει κανείς είναι το εξώφυλλο του βιβλίου της Κοσμά, το οποίο αναπαριστά την Κοιλάδα των Ναών που βρίσκεται στο Αγκριτζέντο (Σικελία), το οποίο ταυτίζεται με τον αρχαίο Ακράγαντα. Συγκεκριμένα το εξώφυλλο αναπαριστά το άγαλμα του Ίκαρου και έναν αρχαιοελληνικό ναό. Είναι πολύ πιθανό, το θρυμματισμένο και ακέφαλο άγαλμα του Ίκαρου να συμβολίζει την επιθυμία επιστροφής στον οικείο τόπο, αλλά και την αποτυχία ακόμη και τον θάνατο που μπορεί να επιφέρει αυτή η επιθυμία. Από την άλλη η θρυμματισμένη μορφή του Ικάρου, ίσως αποτελεί μία αναπαράσταση ενός κόσμου θρυμματισμένου που συνθλίβει τα ίδια του τα υποκείμενα. Ο Ίκαρος ως σύμβολο  της αποδημίας πιθανόν να συνδέεται με ορισμένα ποιήματα του βιβλίου που έχουν ως θέμα τα πουλιά (Ένα πουλί καθισμένο σε ένα σύρμα, Το γεύμα των πουλιών).

Ξεχωριστό ενδιαφέρον στο εξώφυλλο του βιβλίου έχει η αναπαράσταση του αρχαιοελληνικού ναού. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, κάθε κτίσμα ή και σπίτι διακρίνεται από ένα τετραμερές σχήμα όπως το ονομάζει. Το τετραμερές αυτό σχήμα μπορεί να αναπαρασταθεί από δύο σταυροειδείς άξονες. Ο ένας άξονας συμβολίζει τη σχέση ουρανού και γης, ενώ ο άλλος άξονας τη σχέση θνητότητας και θεότητας. Ο αρχαιοελληνικός ναός σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ αποτελεί κομβική περίπτωση. Ο ναός φύεται από τη γη και υψώνεται μέχρι τον ουρανό. Από την άλλη ο ναός συμβολίζει τη θνητότητα του ανθρώπου η οποία αντιπαρατίθεται με τη θεότητα η οποία είναι ταυτόχρονα παρούσα και απούσα μέσα στον ναό. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια, η Ελένη Κοσμά φαίνεται να υιοθετεί τη χαιντεγκεριανή ανάλυση για το σπίτι ως ένα βαθμό για να δομήσει τις ποιητικές της συνθέσεις, ιδίως στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της.

Ως προς την αρχιτεκτονική του βιβλίου, φαίνεται αυτή να είναι προσεκτικά συγκροτημένη. Είναι διακριτή μια σπειροειδής κίνηση του βιβλίου μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου από τον ουρανό στον οποίο υψώνεται ένα κτίσμα, ένα σπίτι ως τη γη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το βιβλίο ανοίγει με το ποίημα «Κλουβί» το οποίο αποδεικνύεται η τελευταία κατοικία του Ιωάννη του Λέιντεν, το οποίο κρέμασαν ψηλά για παραδειγματισμό.  Στη συνέχεια το βιβλίο περνά από τον ουρανό ως σημείο αναφοράς (Ένα πουλί καθισμένο σε ένα σύρμα), στο μπαλκόνι ενός σπιτιού (Μια πικροδάφνη στο μπαλκόνι μου) για να περάσει στη γη (Το κενοτάφιο του Νεύτωνα, Πώς πέθανε ο Αισχύλος) ή και κάτω από αυτή (Οι αχινοί). Η ποιητική κατάβαση από τον ουρανό στη γη δίνει μια αίσθηση κίνησης και φαίνεται να ταυτίζεται με τον κάθετο άξονα που  χαρακτηρίζει κάθε σπίτι ή κτίσμα σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ.

Πέρα από αυτή την σχεδόν αδιόρατη κίνηση των ποιημάτων από τον ουρανό στη γη, μπορεί κανείς να διακρίνει έναν άλλο διαχωρισμό ίσως περισσότερο προφανή. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο επιμέρους ενότητες οι οποίες ονομάζονται Ι, Τα σπίτια και ΙΙ, Οι άνθρωποι. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου κυριαρχεί μια προσέγγιση για το σπίτι ίσως περισσότερο επηρεασμένη από τον Γάλλο φιλόσοφο, επιστημολόγο και ποιητή Γκαστόν Μπασλάρ και συγκεκριμένα από το βιβλίο του, «Η ποιητική του χώρου». Ο Μπασλάρ σε αυτό το βιβλίο του αναλύει την έννοια του σπιτιού καταφυγίου. Το σπίτι καταφύγιο είναι αυτό που προσφέρει αίσθημα ασφάλειας, θαλπωρής και εγκαρδιότητας. Στο σπίτι καταφύγιο ο άνθρωπος βρίσκει το χαμένο λίκνο, την εστία, την πατρίδα, τον απολεσθέντα παράδεισο. Το σπίτι καταφύγιο σύμφωνα με τον Μπασλάρ δεν είναι παρά μια ονειροπόληση του πατρικού σπιτιού, μια επιστροφή στην παιδική ηλικία, μια ανάμνηση της ανηλικιότητας. Χαρακτηριστικά ποιήματα της πρώτης ενότητας που αναφέρονται στο σπίτι καταφύγιο είναι το «Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι», «Τι βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι» και  «Πρωτοχρονιά στο σπίτι».

Στο ποίημα «Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι» συναντάμε θραύσματα μνήμης της παιδικής ηλικίας και των παιχνιδιών της (τα σπίτια τα τρώνε τα παιδιά τους και η σπιτίσια τους κοιλιά γεμίζει σφεντόνες και σβούρες και τουβλάκια). Σε αυτό το ποίημα μαζί με την ανάμνηση προβάλλεται και ο φόβος της λήθης και η πιθανή απώλεια των πολύτιμων παιδικών μνημών που αφήνουν τα ίχνη τους πάνω σε αντικείμενα του σπιτιού.

Στο ποίημα «Τι βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι» η ποιήτρια αναβιώνει την ανάμνηση του πατρικού/μητρικού σπιτιού ενώ ταυτόχρονα ταυτίζει σε ένα δεύτερο επίπεδο την επιστροφή σε αυτό με το αίτημα επιστροφής στη μήτρα της μάνας (μέχρι που φτάνεις στη μήτρα της μάνας του στον πρώτο άνθρωπο που κατοίκησε). Έτσι κατανοούμε ότι στο βιβλίο της Κοσμά τα σπίτια συμβολίζουν ανθρώπους αλλά και οι άνθρωποι αποτελούν οικείους τόπους, σπίτια που στεγάζουν αναμνήσεις και συναισθήματα.

Στο ποίημα, «Πρωτοχρονιά στο σπίτι», συναντάμε μια παιδική ανάμνηση του σπιτιού,  καθώς και ένα αίτημα επιστροφής στην παραδείσια κατάσταση αγνότητας και αθωότητας των πρώτων χρόνων ενός παιδιού. Ταυτόχρονα, συναντάμε τη ρωγμή που εισάγει η πραγματικότητα σε αυτή την ονειροπόληση και την βίαιη επιστροφή σε αυτή (πέφτουν με πάταγο και συντριβή – όπως οι Πρωτόπλαστοι από τον Παράδεισο). Τέλος, οι εικόνες και τα αντικείμενα είναι οι βάσεις στις οποίες οικοδομείται η μνήμη της παιδικής ηλικίας (ο πάγκος της κουζίνας, λευκές κάλτσες, ρόδια, κουταλάκι του γλυκού).

Οι εικόνες και τα αντικείμενα από το παρελθόν παρουσιάζονται στα ποιήματα της Κοσμά με νοσταλγία και μια αίσθηση γλυκόπικρη. Ταυτόχρονα όμως οι εικόνες των ποιημάτων μας εκθέτουν και σε κάτι ανοίκειο («Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι», το σπίτι τα κόκαλά του τα κρατάει χτισμένα στους τοίχους ή στο ποίημα «Πρωτοχρονιά στο σπίτι», με το κουταλάκι του γλυκού σκάβει τα σπλάχνα του σκάβει το στέρνο του σκάβει και την καρδιά του και από μέσα της χύνονται και πέφτουν στο πάτωμα δύο θάλασσες). Έτσι με αυτόν τον συχνά σκληρό και βίαιο τρόπο η ποιήτρια προβάλλει τα άγχη της παιδικής ηλικίας, τις παιδικές φαντασιώσεις που γεμίζουν τον ύπνο με νυχτερινούς τρόμους αλλά και το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα- σπίτι.

Το ζήτημα της παιδικής ανάμνησης και της επιστροφής στο παρελθόν βέβαια, η Κοσμά το διαπραγματεύεται και στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου της περισσότερο αλληγορικά ίσως με τα ποιήματα «Πρώτη συνάντηση με έναν ελέφαντα» και «Ένα τραγούδι για τον ελέφαντα». Ο ελέφαντας μέσα από αυτά τα ποιήματα γίνεται  σύμβολο της μνήμης και της ανάμνησης αναδεικνύοντας τον ρόλο της μνήμης στην ανασυγκρότηση του πατρικού/μητρικού σπιτιού και της παιδικής ηλικίας. Ο ελέφαντας ως ασύμβατα μεγάλος για ένα μπαλκόνι ή ένα δωμάτιο συνδέεται με το αίσθημα αυτού που ο Μπασλάρ ονομάζει εσωτερική απεραντοσύνη. Το δυσανάλογα μεγάλο μέγεθος του ελέφαντα αξιοποιείται για να συμβολίσει τον εσωτερικό χώρο που καταλαμβάνουν οι αναμνήσεις του πατρικού/μητρικού σπιτιού.  Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά εκτός από ζώα και σε φυτά όπως στο ποίημα «Η πικροδάφνη στο μπαλκόνι μου» θυμίζοντας την προσέγγιση του Μπασλάρ σύμφωνα με την οποία ένα φυτό μπορεί να αποτελέσει μικρογραφία του σπιτιού. Στο συγκεκριμένο μάλιστα ποίημα, η πικροδάφνη αποτελεί μικρογραφία τόσο του σπιτιού όσο και των ανθρώπων.

Η Ελένη Κοσμά πέρα από την αναφορά της  στο σπίτι καταφύγιο στο πρώτο μέρος του βιβλίου δε διστάζει να προσεγγίσει και το ζήτημα της ανεστιότητας. Η ανεστιότητα σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ αποτελεί βασική συνθήκη που διακρίνει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αναζητά διαρκώς μια πατρίδα, ένα σπίτι και πάντα αυτό να του διαφεύγει ακόμη και όταν πιστεύει ότι προσωρινά το έχει βρει.  Αυτό το αίσθημα ριζικής ανεστιότητας, η Κοσμά το θεματοποιεί στα ποιήματα «Η κλωστή», στο οποίο μιλά για ένα εγκαταλειμμένο και ερημωμένο σπίτι, στο «Πράγματα άχρηστα» όπου το σπίτι που ερημώνει λειτουργεί ως βάρος και στο «Πώς αφήνει κανείς ένα σπίτι» στο οποίο τονίζεται το ψυχικό τραύμα που αφήνει το αίσθημα του ξεριζωμού και της εγκατάλειψης του πατρικού σπιτιού ή της γενέθλιας πατρίδας.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο ΙΙ, Οι άνθρωποι το θέμα που κυριαρχεί είναι το σπίτι ως σύμβολο θνητότητας. Ήδη από το μότο που ανοίγει τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου η ποιήτρια μας καλεί να κοιτάξουμε μες στην άβυσσο και στην καρδιά του ανθρώπου, να διεισδύσουμε στο σκοτεινό μυστήριο που συνδέει τον άνθρωπο με την πιο αυθεντική του στιγμή, τον θάνατό του.  Ουσιαστικά σε αυτή την ενότητα, τίθεται το χαιντεγκεριανό ζήτημα του πώς πρέπει να είμαστε οι άνθρωποι ως θνητοί μέσα στον κόσμο, δηλαδή πώς να κατοικούμε πάνω στη γη. Η ενότητα Οι άνθρωποι επαναφέρει το ζήτημα της συνειδητοποίησης του ίδιου μας του θανάτου και της μοναξιάς που αυτός ενέχει όπως αναφέρει ο Χάιντεγκερ. Ο θάνατος και η αγωνία που συνδέεται με αυτόν μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση της ριζικής ανεστιότητάς μας, μας αποκαλύπτει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, δηλαδή ανοίκειος. Στα ποιήματα «Ο Δάντης μέσα στον τοίχο», «Το κενοτάφιο του Νεύτωνα», στο «Πώς πέθανε ο Αισχύλος» αλλά και στο «Κλουβί» της πρώτης ενότητας κυριαρχεί η αίσθηση του θανάτου ως ριζικής ανεστιότητας. Μέσα από την ενότητα «Οι άνθρωποι» τίθεται ως βασικό θέμα αυτό που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «σκέπτεσθαι του κατοικείν», δηλαδή την ανάγκη οι άνθρωποι να μάθουν να κατοικούν, δηλαδή να μάθουν να ζουν και ταυτόχρονα να ασκηθούν στη συνθήκη της θνητότητάς τους. Η δεύτερη ενότητα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δομείται αντιθετικά από την πρώτη. Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί η έννοια του σπιτιού καταφύγιου όπως αναπτύσσεται από τον Μπασλάρ ενώ στη δεύτερη ενότητα αναλύεται η ριζική ανεστιότητα και ο θάνατος όπως περιγράφεται από τον Χάιντεγκερ.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο της Ελένης Κοσμά είναι η διαπλοκή του προσωπικού χρόνου με τον ιστορικό χρόνο. Η ποιήτρια αναφέρεται σε παιδικές της αναμνήσεις, σε οικείους τόπους, ωστόσο δε μένει εκεί. Φροντίζει να εισάγει μέσα στα ποιήματα της τον ιστορικό χρόνο, στον 16ο αιώνα με το ποιήμα «Κλουβί», στο 1784 με το ποίημα «Το κενοτάφιο του Νεύτωνα» και στην εποχή του Αισχύλου στο ποίημα «Πώς πέθανε ο Αισχύλος». Η ιστορία ένδοξων προσώπων είναι αυτή που καταδεικνύει το πώς το Dasein, δηλαδή ο άνθρωπος, συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με τον χρόνο.

Η Ελένη Κοσμά στο βιβλίο της «Μες στον ψυχρό καιρό», μας μιλά για θρυμματισμένες μνήμες, για σπίτια καταφύγια,  για την αναζήτηση ενός οικείου τόπου και για το ριζικό αίσθημα ανεστιότητας του ανθρώπου. Ο ξεριζωμός, η απουσία, ο θάνατος, η επιθυμία επιστροφής σε μια παραδείσια κατάσταση προπτωτική αποτελούν βασικές συνιστάμενες του βιβλίου της. Η Κοσμά κινείται μέσα στους δύο αντιθετικούς πόλους που θέτουν ο Μπασλάρ και ο Χάιντεγκερ καταφέρνει να συμπεριλάβει όλες τις εκδοχές του κατοικείν, όλες τις λεπτές αποχρώσεις του οικείου αλλά και κάποτε ανοίκειου τόπου. Μέσα από το βιβλίο της η Ελένη Κοσμά μας παρουσιάζει το σπίτι ως αφορμή για να αναγνωρίσουμε την περατότητα της ανθρώπινης ζωής και να ασκηθούμε στη θνητότητά μας.

 

Δούρβας Α.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου