Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Bildungsroman- Άκης Παπαντώνης


Τίτλος: Bildungsroman

Συγγραφέας: Άκης Παπαντώνης

Θέμα: ποίηση

Εκδότης: Κίχλη

Χρονολογία έκδοσης: 2021

Αριθμός σελίδων: 72

 

Απόσπασμα από τη σελίδα 44 του βιβλίου

 

ὀρνιθολογία, 2009

                              ⦿

παρκαρισμένος μπροστὰ στὸ κοιμητήριο

στὴν ἀνηφόρα, ὁ ἥλιος κόντρα

τὸ βεντιλατὲρ ἀκόμα βουίζει

στὸν ὁρίζοντα οἱ παλιὲς σταφιδαποθῆκες

στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ

ἀκροβατεῖ τεράστια

μιὰ ἀστραφτερὴ κουρούνα

τσιμπάει ἀπ’ τὴν παλάμη μου σπόρια

δὲν τρομάζω

τ’ ἀφήνω νὰ πέσουν

λίγα λίγα στὸ χῶμα

νὰ κατέβει

νὰ συνεχίσει ἐκεῖ

νὰ ξεσκάψει τὸ οἰκογενειακὸ μνῆμα

νὰ ἀνασάνουν

            –ἐπιτέλους–

τὰ ἀναπαυμένα κόκαλα

ὅλων ὅσων

τὰ ὀνόματα κουβαλάω



Bildungsroman- Άκης Παπαντώνης

 

Ο Άκης Παπαντώνης έχει εκδώσει τη νουβέλα Καρυότυπο (2014), η οποία έλαβε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης και το μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές (2019). Επίσης έχει μεταφράσει Το βουνό των πελαργών (2018) και το Ανατολικά της δύσης (2016) του Μιροσλάβ Πένκοφ. Τέλος, έχει ανθολογήσει και μεταφράσει ποιήματα του Ρέυμοντ Κάρβερ με τίτλο Εκεί που είχαν ζήσει (2020). Μέχρι τώρα όπως φαίνεται από τα βιβλία που παραθέσαμε, ο συγγραφέας είναι γνωστός για την ενασχόλησή του με την πεζογραφία αλλά και το μεταφραστικό του έργο.

Το bildungsroman αποτελεί το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Άκη Παπαντώνη και περιλαμβάνει 34 ποιήματα τα οποία συνθέτουν μια σπονδυλωτή ιστορία σε επιμέρους σκηνές. Πριν προχωρήσει κανείς στην ανάλυση του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί στην έννοια του bildungsroman. Σύμφωνα με το λεξικό λογοτεχνικών όρων του Abrams οι όροι Bildungsroman και Erziehungsroman είναι γερμανικοί όροι που σημαίνουν «μυθιστόρημα διάπλασης» ή «μυθιστόρημα μαθητείας». Σύμφωνα με τον Abrams το θέμα του Bildungsroman είναι η διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, καθώς μέσα από διάφορες εμπειρίες περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα. Η επιλογή ενός ποιητικού βιβλίου ως μυθιστορήματος μαθητείας δείχνει τη συνειδητή επιλογή του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα βιβλίο που κινείται στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας, ένα υβριδικό κείμενο όπου άλλοτε κυριαρχεί η ποιητική πύκνωση και άλλοτε η αφηγηματική πλοκή.

Ο διάλογος του Παπαντώνη μέσα από το βιβλίο του με τα ποιήματα του γνωστού κυρίως ως πεζογράφου Ρέυμοντ Κάρβερ είναι εμφανής. Η μεταφραστική εργασία του Παπαντώνη πάνω στο ποιητικό έργο του Κάρβερ δείχνει με πόσο γόνιμο τρόπο επηρέασε την ποιητική του φωνή στο Bildungsroman. Η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας, η ύπαρξη πλοκής, οι συχνές αυτοβιογραφικές αναφορές, οι εναλλαγές χώρου και χρόνου και η ρεαλιστική γλώσσα αποτελούν μερικά από τα κοινά στοιχεία που συνθέτουν την ποιητική του Κάρβερ και του Παπαντώνη. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για απλή μίμηση, παρά μόνο για ευτυχή συνάντηση του ποιητικού λόγου του Παπαντώνη με την ποίηση του Κάρβερ.

Μία από τις διαφορές που έχει επισημάνει ο ίδιος ο Παπαντώνης σε συνέντευξή του είναι ότι ο βηματισμός των ποιημάτων του δεν είναι «καρβερικός». Επίσης, μια σημαντική διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης απολύτως συνειδητά επιδιώκει να συνθέσει την προσωπική μνήμη με τη συλλογική αφήγηση, ενώ ο Κάρβερ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπική ιστορία των ηρώων του. Μια ακόμη διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης εστιάζει σε αστικούς χώρους ενώ ο Κάρβερ φαίνεται να περιγράφει κυρίως την ύπαιθρο με μια νοσταλγική διάθεση κάποιες φορές.  Τέλος, μια σημαντική διαφορά είναι ότι ο Παπαντώνης κρατάει μια συναισθηματική απόσταση από το κείμενό του, επιτρέποντάς του να προσεγγίσει χειρουργικά το γεγονός ως συλλογικό, ενώ το ύφος του Κάρβερ είναι περισσότερο συναισθηματικό και εξομολογητικό.

Το Bildungsroman  έχει  διπλό στόχο, από τη μια να περιγράψει την πορεία του ήρωα του βιβλίου, που εν πολλοίς ταυτίζεται με τον ποιητή, από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωση και από την άλλη να λειτουργήσει ως συλλογική αυτοβιογραφία μιας γενιάς. Σε πρώτο επίπεδο στο βιβλίο εκτυλίσσεται η προσωπική ιστορία του ήρωα μέσα από μια γραμμική αφήγηση όπου σε σχεδόν κάθε ποίημα ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της αφήγησης. Ο αναγνώστης μαθαίνει για τη γέννηση του ήρωα (Προσωπική Χιροσίμα, 1978) την ύπαρξη μιας αδελφής (Η αδελφή του Κάιν, 1981), το τραύμα του χωρισμού των γονιών (Λούμπιτελ, 1988), την προεφηβεία (Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991), τον στρατό (Περί πάτρης, 1994), τις ερωτικές εμπειρίες (Modes demploi, 1997) αλλά και τις απογοητεύσεις (Θήρα(μα), 1995),  τον θάνατο της μητέρας (Άχραντο μυστήριο, 2000), την ασθένεια του πατέρα (Ζώνη στάθμευσης, 2002), τη μετανάστευση (Τέρμιναλ 5, 2007, 19 Α, 2011 και Strassenbahn 18, 2013), τον θάνατο του παππού (Κουμκάν, 2016),  την γέννηση ενός παιδιού (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), το γήρας και τον θάνατο του πατέρα (Κιρκάδιο ρυθμός, 2017 και Θεία κοινωνία, 2018).

Μέσα από την αφήγηση του προσωπικού χρόνου, ο Παπαντώνης καταφέρνει να εκθέσει και να αναλύσει τις συχνά περίπλοκες αλλά και τραυματικές σχέσεις που διέπουν την ελληνική οικογένεια. Πολλαπλές είναι οι αναφορές στο πρόσωπο του πατέρα και της μητέρας ενώ δε λείπουν και οι αναφορές στην αδελφή, στον παππού, τη γιαγιά και τον θείο. Ο πατέρας εμφανίζεται ως αυτός που εργάζεται για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια (ο πατέρας στα ψεκαστικά στη σπάρτη για τη σεζόν, Η αδελφή του Κάιν, 1981), συχνά κοιμάται αποκαμωμένος ίσως από την εργασία (- στις τρεις ακριβώς, αφού πέσει για ύπνο ο πατέρας-, Ζακ Υβ Κουστώ, 1985), ενώ επιτρέπει στον εαυτό του ελάχιστη ψυχαγωγία (τραγουδάμε οι τρεις, ο πατέρας σφυρίζει φάλτσα, Euplagia quadripunctuaria, 1987). Επίσης, ο χωρισμός των γονιών και η απομάκρυνση του πατέρα είναι αυτή που δημιουργεί σκληρά συναισθήματα μέσα στην οικογένεια (ούτε η μικρή ούτε η μαμά ούτε ο ακριβοδίκαιος φακός της μηχανής θα καταφέρουμε ποτέ να σε δούμε, Λούμπιτελ, 1988) και στις παιδικές ψυχές (και στην πλατεία φωνές παιδιών που τους μάθαινε ποδήλατο ο μπαμπάς, Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991). Ο πατέρας αποτελεί πρότυπο για τον γιο παρά το ότι δεν επικοινωνούν πλήρως μεταξύ τους τα συναισθήματά τους (στην αίτηση συμπλήρωσα πυροβολικό ρωτάς γιατί; Έχω κρατημένη μια παλιά φωτογραφία σου με μαύρο μπερέ, μα δεν το λέω, Περί πάτρης 1994). Συγκινητική είναι η αφοσίωση του γιου στον άρρωστο πατέρα (όλο ντροπή βοηθάω τη νοσοκόμα να τον αλλάξει, Κιρκάδιος ρυθμός, 2017 και όταν ήρθε τελικά η ώρα νόμιζες, μες στον χυλό των τελευταίων στιγμών πως ήμουν ο πνευματικός σου κι εγώ σου έδωσα κρασί και παξιμάδι, Θεία κοινωνία, 2018).

Εξίσου σημαντικές είναι οι αναφορές στο πρόσωπο της μητέρας. Η μητέρα μεγαλώνει με άγχος και αφοσίωση τον μικρό γιο (η μητέρα έχει τσακίσει τη σελίδα για τα εφταμηνίτικα, Τίποτα, 1979), τον πλένει (χλιαρό νερό και πράσινο σαπούνι, Η αδελφή του Κάιν, 1981) και φροντίζει τη διατροφή της οικογένειας (καταφθάνεις μ’ ένα τάπερ γεμάτο ζεστό φαΐ, Ζακ Υβ Κουστώ, 1985 και η μάνα μας ταΐζει στο στόμα κεράσια χωρίς το κουκούτσι, Euplagia quadripunctuaria, 1987).  Η μητέρα φροντίζει τα παιδιά μόνη της μετά τον χωρισμό και δεν παραλείπει να τα πάει διακοπές (Λούμπιτελ, 1988). Η μητέρα δε φροντίζει να φτιάξει τη ζωή της μετά τον χωρισμό αλλά μένει αφοσιωμένη στο μεγάλωμα των δύο παιδιών της χωρίς να έχει πάρει οριστικά διαζύγιο (η μάνα το δικό της (επώνυμο) δεν το είχε αλλάξει ακόμα, Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991). Η φροντίδα και η αφοσίωση στα παιδιά της τερματίζεται μόνο με τον πρόωρο θάνατό της ( - δραπετσώνα 1957- γαλάτσι 2019, Άχραντο μυστήριο, 2000).

Ο Παπαντώνης εμφανίζει τον πατέρα ως το πρόσωπο στο οποίο στηρίζεται η οικογένεια οικονομικά, ως σκληρά εργαζόμενο, ενώ υπονοείται ένα χάσμα μεταξύ πατέρα και μητέρας που οδηγεί στον χωρισμό. Η μητέρα εμφανίζεται ως τροφός, ως αφοσιωμένη μάνα, ως το πρόσωπο φροντιστής της οικογένειας. Επίσης, οι αναφορές στην αδελφή, τον παππού, τη γιαγιά και τον θείο δείχνουν τις στενές προσωπικές σχέσεις που συνδέουν τα μέλη της ελληνικής οικογένειας και τη βαθιά συναισθηματική επένδυση αυτών των σχέσεων. Τέλος, η ύπαρξη μονογονεϊκών οικογενειών αναφέρεται διακριτικά μέσα από την αφήγηση του ήρωα. Στα τέλη του 80 τα διαζύγια αρχίζουν να αυξάνονται ενώ πλέον δε θεωρούνται αιτία κοινωνικού στιγματισμού για τις γυναίκες.

Πέρα από την ανατομία της ελληνικής οικογένειας και την πορεία ενηλικίωσης του ήρωα ο Παπαντώνης επιδιώκει μέσα από το βιβλίο του να μιλήσει για την ενηλικίωση μιας ολόκληρης γενιάς. Ο συγγραφέας γεννημένος το 1978 τοποθετείται μεταξύ της γενιάς Χ και της γενιάς Υ ή Millenials. Η γενιά Χ (γεννημένοι μεταξύ 1965 και 1980) είναι η γενιά που έζησε οικονομική άνθηση και τον άνεμο των απελευθερωτικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 με ταυτόχρονη τη δειλή είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας. Η γενιά Y (γεννημένοι μεταξύ 1995 και 2000) είναι αυτή που έζησε την τεχνολογική έκρηξη με την ανάδυση του διαδικτύου, των έξυπνων συσκευών αλλά ταυτόχρονα γνώρισαν την οικονομική κρίση και οδηγήθηκαν στην πολιτική απάθεια. Ο Παπαντώνης στο Bildungsroman ουσιαστικά συνδυάζει στοιχεία που συναντά κανείς και στις δύο γενιές, καθώς έζησε στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Μέσα από τα ποιήματα του βιβλίου σκιαγραφείται  η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή. Η αποτύπωση στοιχείων του υλικού πολιτισμού μέσα από αναφορές σε χρηστικά αντικείμενα κάνουν ολοφάνερη αυτή τη μετάβαση. Οι εφημερίδες, οι εγκυκλοπαίδειες, (Τίποτα, 1979), τα αναλογικά τηλέφωνα (Η αδελφή του Κάιν, 1981), τα κασετόφωνα (Euplagia quadripunctuaria, 1987), οι σκληρόδετοι τόμοι (Αλυκές, 1989), και τα καρτοτηλέφωνα της πλατείας (Στην Αμπατζόγλου, 1996) αντικαθίστανται ως αναφορές από sms (Μικρή αγγελία, 2004), το youtube (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), email (C14, 2015), το κινητό, τη google και το  skype (Υστερόγραφο, 2023).

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η μετάβαση από την περιγραφή ενός υποκείμενου περιγεγραμμένου από τον εθνικό χώρο σε ένα υποκείμενο νομαδικό. Οι μετακινήσεις του ήρωα εντός της Ελλάδας είναι πολυπληθείς. Αναφέρονται τόποι όπως η Σπάρτη, η Ρόδος, η Ελευσίνα, το Παλαμήδι (Ναύπλιο), οι Αλυκές (Χαλκίδα), η Θήρα αλλά και περιοχές της Αττικής (Άγιος Κοσμάς, Γλυφάδα, Αγία Τριάδα) ή και δρόμοι (Μαρασλή, Υψηλάντου, Αμπατζόγλου).Οι τόποι αυτοί είναι συνδεδεμένοι με διακοπές, με βόλτες αναψυχής, με επισκέψεις σε οικογενειακά πρόσωπα, με ευκαιριακές μετακινήσεις. Αναφορές στη μετανάστευση σε περιοχές ίσως εκτός Ελλάδας υπονοούν ποιήματα όπως το Τέρμιναλ 5, 2007, το 19 Α, 2011 και το Strassenbahn 18, 2013. Οι αναφορές αυτές πιθανόν να υπονοούν και το φαινόμενο του brain drain, της φυγής νεαρών μορφωμένων ανθρώπων από την Ελλάδα που αναζητούν μια καλύτερη τύχη.

Σε αυτό το σημείο αξίζει κανείς να αναφερθεί στη λειτουργία των τοπωνυμίων μέσα στο βιβλίο του Παπαντώνη σε σχέση με τη συλλογική και την προσωπική μνήμη. Οι τόποι, γειτονιές και δρόμοι που αναφέρονται είναι συνδεδεμένοι με σκηνές, κομμάτια ζωής και αναμνήσεις. Οι χώροι μνήμης που δημιουργούνται μέσα στα ποιήματα στοχεύουν στο να διασώσουν σπαράγματα της μνήμης, να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη της ανάπλασης μιας εποχής και να αναβιώσουν το παρελθόν ως ζώσα μνήμη. Μάλιστα, η αναφορά σε πολλούς τόπους διαφορετικούς συχνά μεταξύ τους αλλά και σε εποχές, δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση μιας παλίμψηστης πόλης.

Οι μεταβάσεις που περιγράφονται πλαισιώνονται ιστορικά με αναφορές σε σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας όπως ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999 (ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 χρόνων) (Αντισεισμικός οπλισμός, 1999), οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα (Μικρή αγγελία, 2004) και ο κόκκινος Δεκέμβρης (Βαλς, 2008). Οι αναφορές αυτές αποτελούν και σύντομο πολιτικό σχόλιο για την ελληνική πραγματικότητα. Ο σεισμός στην Πάρνηθα προετοιμάζει τη μικρή αδελφή για την πραγματικότητα ενώ η παρηγοριά που προσφέρουν τα παραμύθια υποχωρεί. Η γενιά στο μεταίχμιο του ’70 και του ’80 σιγά σιγά χάνει την αφέλειά της και έρχεται αντιμέτωπη με μια όλο και πιο σκληρή πραγματικότητα όπου οι όποιοι μύθοι καταρρέουν με τη σειρά. Στη Μικρή αγγελία διαβάζει κανείς ένα πικρό σχόλιο για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.  Η τελετή έναρξης συνοδεύεται από μπίρες, σουβλάκια και σαλάτα, μουσικές στη διαπασών και διακόσιες σημαίες. Η τελετή λήξης από βεγγαλικά βουβά σε μια τηλεόραση με χαμηλωμένο ήχο, ντάτσουν που περιφέρουν καρπούζια. Ο εθνολαϊκισμός, οι παθητικοί θεατές, η ένδοξη Ελλάδα που τάχα δικαιώνεται μέσα από το πανηγύρι με βεγγαλικά είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο θα στηθεί η μελλοντική οικονομική κρίση. Το Βαλς, 2008 αποτελεί ένα σύντομο σχόλιο στον Δεκέμβρη του Γρηγορόπουλου. Οι κοινωνικές αναταραχές και το πνεύμα εξέγερσης συνυπάρχουν ταυτόχρονα με μια σιωπηλή πλειοψηφία που κάθεται στο φως της τηλεόρασης και παρακολουθεί αμέτοχη και πιθανόν αδιάφορη. Η αποπολιτικοποίηση μιας μεγάλης μερίδας του λαού είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γενιάς των Millenials. Ο κόκκινος Δεκέβρης δεν ανέδειξε μόνο την αγωνιστική πάλη των νέων αλλά και την τάση απόσυρσης από τους πολιτικούς αγώνες και την απονομιμοποίηση της ίδιας της πολιτικής.

Τέλος, σημαντική είναι η μετάβαση του ήρωα από την ανηλικότητα στην ενήλικη ζωή, η οποία συμβολίζει τον συχνά σκληρό τρόπο με τον οποίο μια γενιά που είχε όνειρα ή γνώριζε κάποια ευμάρεια τελικά οδηγήθηκε στην απογοήτευση και μαζική φυγή από τη χώρα. Το παιδί που έτρωγε κρυφά φλοίδες από το πράσινο σαπούνι (Η αδελφή του Κάιν, 1981), βγαίνει για μπάλα και χάμπουργκερ (Κυριακές μετά το Σάββατο, 1991), κάνει έρωτα ίσως για πρώτη φορά (modes demploi, 1997) και αποκτά γυναίκα και γιο (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012).

Ένα σημαντικό στοιχείο του Bildungsroman είναι οι αναφορές σε φωτογραφίες καθώς και το πώς αυτές συνδέονται με τη λειτουργία της μνήμης. Συγκεκριμένα, υπάρχουν αναφορές σε φωτογραφίες σε δέκα συνολικά ποιήματα από το σύνολο 34 ποιημάτων, δείχνοντας τη βαρύνουσα σημασία που έχουν για τον ποιητή στην προσπάθεια αναβίωσης και αναμνημόνευσης του παρελθόντος. Πρόκειται για φωτογραφίες σε άλμπουμ όπου όλοι χαμογελούν  (Τίποτα, 1979 και Η αδελφή του Κάιν, 1981), φωτογραφίες από εγκυκλοπαίδειες που δημιουργούν μέχρι σήμερα συγκίνηση (Ζακ Υβ Κουστώ, 1985), φωτογραφίες στο οικογενειακό άλμπουμ που δηλώνουν απουσίες (Λούμπιτελ, 1988), φωτογραφίες του πατέρα στο στρατό (Περί πάτρης, 1994), φωτογραφίες από την παιδική ηλικία που δημιουργούν γέλιο (Άχραντο μυστήριο, 2000), φωτογραφίες διαβατηρίου (Τέρμιναλ 5, 2007), φωτογραφίες του μικρού γιου (Διαμέρισμα 2 ½ δωματίων ΙΙΙ, 2012), φωτογραφία της βάφτισης του αφηγητή (Θεία κοινωνία, 2018) και φωτογραφίες από ένα μελλοντικό ταξίδι (Υστερόγραφο, 2023).

Η φωτογραφία μέσα από τα ποιήματα του Bildungsroman λειτουργεί ως εργαλείο και βοήθημα της μνήμης. Διεγείρει ξεχασμένα γεγονότα, φέρνει στην επιφάνεια στιγμές, πρόσωπα και συναισθήματα. Οι περισσότερες φωτογραφίες που αναφέρονται είναι οικογενειακές φωτογραφίες που διασώζουν στιγμιότυπα της οικογενειακής ζωής από τη λήθη. Οι οικογενειακές φωτογραφίες δημιουργούν μια αίσθηση ανεμελιάς, ενότητας, χαράς αλλά και αίσθησης του χρόνου που περνάει. Άλλωστε η μνήμη φαίνεται να αποτελεί το βαθύτερο θέμα του βιβλίου όπως ήδη φανερώνεται στην αρχή του βιβλίου με το μότο του Ζέμπαλντ.

Το Bildungsroman αποτελεί κιβωτό μνήμης, είναι η εξιστόρηση μιας γενιάς που έζησε τη μετάβαση από την πνευματική ανηλικότητα στην σκληρή ενηλικίωση, που βίωσε τη μετάβαση από την αναλογική τεχνολογία στην ψηφιακή, που έζησε την ευμάρεια αλλά και τη φυγή στο εξωτερικό. Οι τόποι, οι φωτογραφίες, τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού λειτουργούν ως τεκμήρια αυτής της εξιστόρησης, βυθίζουν τις άγκυρες της αφήγησης στην πραγματικότητα. Η γραφή του Παπαντώνη κινούμενη στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας καταφέρνει να αναπαραστήσει ακριβώς αυτή τη μεταιχμιακή γενιά μεταξύ του ’70 και ’80 που έζησε έναν συναρπαστικό κόσμο αλλαγών αλλά και διαψεύσεων. Το Bildungsroman δεν αποτελεί μόνο μια συγκινητική καταγραφή της ιστορίας μιας γενιάς, αλλά επιδιώκει ταυτόχρονα να θέσει το ζήτημα της ταυτότητας του σύγχρονου Έλληνα  ως ερώτημα για το μέλλον. Το ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μένει να αποκαλυφθεί.

 

Δούρβας Α.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου